* 20 Ιουλίου 1974: Τριανταεννεα χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο
ανοίγει φόβος
και φτερό Μάτι φιδιού
ο χρόνος
*
ξυπνά η μάνα
με ξυπνά
ψήνει καφέ να σηκωθεί
οχιά ο χρόνος
*
δίχως επίθετο
τη θράκα του θανάτου
θωπεύω
*
έμπης τζ’ ο τόπος έφεξεν
εστάξαν φως τα δέντρα
*
σε τούτο το βάραθρο
βάση μου είναι η Στιγμή
ο Σολωμός κομήτης
*
δίχως πατρίδα
περπατώ στον χρόνο πόνο
πόντο
*
η πένα μου βαθιά
φλεβίτιδα
βάφει το ποίημα μαύρο
*
χρόνια εμπορευόμαστε
το φως
κι όμως σκοτάδι
ασάλεφτο
*
με φυσικό αέριο
ορύσσουμε
ξανά
την ιστορία
*
όταν ο άνθρωπος πεινά
το μάτι του ζώου
βαθαίνει
*
μ’ ένα στενό ντουφέκι
πενθώ
τα τρομαγμένα κοπάδια
*
με φως σφαλίζουμε τα μάτια
των νεκρών
*
σε εποχή τετράγωνη
θάνατος και ζωή
εξέχουν
*
πεθαίνοντας έρχεται η ποίηση
*
το ποίημα
δεν είναι αλήθεια
δεν είναι ψέμα
είναι το ουράνιο τόξο
του ποιητή
*
pacta sunt servanda
όταν τα σύμφωνα φλέγονται
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν
***************
Ο Παναγιώτης Νικολαḯδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Σπούδασε φιλολογία και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Ποιήματα, μελέτες και βιβλιοκρισίες του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και την Ελλάδα. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Σαν ίαμβος καθρέφτης (Πλανόδιον 2009, τιμήθηκε με το κυπριακό κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη) και Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν (Πλανόδιον, 2012).
***
Γιώργος Κ. Μύαρης, «Σχόλιο ως επίμετρο»
Η ποίηση του Παναγιώτη Νικολαΐδη αρδεύεται από ζωογόνα ρεύματα προσωπικού λυρισμού και αντιστασιακής έκφρασης, άφθονα όπως αναβλύζουν από την πανελλήνια και την κυπριακή παραδοσιακή και λόγια δημιουργία. Συμπυκνωμένη διαφάνεια συναισθημάτων, πρωτότυπη εικονοποιεία σε συνδυασμό με την πολλαπλή νοηματική σημασιοδότηση, σπαθάτη γλωσσική επεξεργασία συντελούν στην απογείωση του πλούτου προσωπικών και κοινωνικών προβληματισμών. Δεν είναι απλώς ένα εύρημα ο δίσημος τίτλος: η ξενιτιά στις ημέρες μας δεν είναι μόνο η ξένη χώρα προς την οποία σπεύδουν οι δοκιμαζόμενοι από την γενικευμένη κρίση άνθρωποι, αλλά είναι και η ξενιτιά στο νέο τρομακτικό μέλλον, στην εξαθλιωμένη ζωή μέσα στην αυχμώσα πατρίδα. Σ΄ ένα εχθρικό κι υποταγμένο τόπο η μνήμη και η νοσταλγία της παιδικής αθωότητας καταντά επίφοβο σύνδρομο∙ ο έρωτας γίνεται έρμαιο των αναίσθητων και των αγροίκων∙ η φύση, η ανάμνηση των νεκρών δημιουργών και η αναζήτηση των παραδόσεων, η πατρίδα και η ιστορία δυναστεύονται από την κυριαρχία των χυδαίων πολυεθνικών και τον ενδοτισμό των εντόπιων ηγητόρων και εμπόρων∙ η ποίηση, η τέχνη και η γλώσσα «ξενιτεύονται μ’ ένα φωνήεν» ακριβώς για να ξανοιχτούν στην ασύνορη αείζωη επικράτεια των γραμμάτων και της αισθαντικότητας.