«Κι αν τώρα συγυρίζω και τακτοποιώ
αφύσικα φερσίματα
φλούδες δύσπιστων λέξεων
και μπουκαλάκια αιθέρα
και να φανερωθεί ζητώ
κείνο που δεν ορίζεται
είναι γιατί
το τρίξιμο κάθε μισάνοιχτου
με έχει αποτελειώσει
γιατί οι γνώμες
-ακόμη και των ειδικών-
διχάζονται
αν, λόγου χάρη,
στρώνουμε λευκό σεντόνι νυφικό
ή νεκρικό του τάφου.
Μα πιο πολύ
γιατί όπως ψιθυρίζεται
τα ξύλα ήδη κόπηκαν
και συναχτήκαν στη γωνιά
κι έξω από εμάς
μια δίχως έλεος πυρά
κλαδί κλαδί ετοιμάζεται».
Με αυτούς τους στίχους η ποιήτρια Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου επιλέγει να μας εισάγει στη νέα της ποιητική συλλογή με τον ιδιότυπο τίτλο «Το επιδόρπιο». Ένα επιδόρπιο αγάπης και κατανόησης, ανάμνησης και λήθης, δοσμένο με γενναιοδωρία ως πρόγευμα και ενόρμηση ζωής, ενθηκεύοντας σε αυτήν το πρόσταγμα για συγχώρεση. Σε αυτή τη σύνθεση, η ποιήτρια καταθέτει κομμάτια του στοχασμού της και γενικότερους προβληματισμούς, σκέψεις και συναισθήματα για τη ζωή, έχοντας ήδη σταχυολογήσει παλαιότερες εμπειρίες της ίδιας της ανθρώπινης κατάστασης. Μια ποιητική ελεγεία για ό,τι συγκλονιστικό βιώθηκε και χάθηκε στη δίνη του χρόνου. Ο βιωμένος έρωτας, η δημιουργούσα αρχή που όμως ακυρώνεται μέσα στο χρόνο, αφήνοντας πίσω της τη γνώση και την εμπειρία που δυστυχώς έρχονται πάντα αργά. Θα έλεγα μάλιστα, ότι η παρούσα συλλογή της Ε.Α. Λουκίδου δίνει την αίσθηση ενός δραματοποιημένου έργου, όπου κάθε ποίημα αποτελεί μια ξεχωριστή σκηνή από το παρελθόν που αναζητά τη θέση της στο παρόν, αλλά και τη δικαίωσή της μέσα στο χρόνο. Το διττό «εγώ» της ανθρώπινης φύσης που μετέχει πάντοτε δύο καταστάσεων, σώματος και ψυχής, λήθης και μνήμης, πόνου και συμφιλίωσης απαντάται στην ποίησή της και αποδίδεται με δυνατή, διαυγή, σπαραχτική φωνή και συνάμα ανακουφιστική, λυτρωτική, όπως και όσο πρέπει άλλωστε να είναι η ποίηση και μάλιστα αρραγώς συνδεδεμένη με το υπαρξιακό δράμα του ανθρώπου. Μέσα σε λίγες σελίδες η ποιήτρια καταφέρνει να αιχμαλωτίσει την έλξη του πόνου, την αγωνιακή φύση του έρωτα, όταν αυτός ξεθυμαίνει, αφήνοντας όμως πίσω του τη γλυκόπικρη γεύση του, τις ουλές του πόνου, το μαρτύριο ανάμεσα σ’ εκείνο που νομίσαμε πως είχαμε και στο άλλο. Γλώσσα συμβολική, αλληγορική και συνάμα τόσο λυρική που μουδιάζει τις αισθήσεις μας σαν το καλό κρασί.
Η ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου είναι μια ποίηση, όπου «ο τόπος είναι χρόνος / προορισμένος μόνο για την επιστροφή. / Γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει…», καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο, την παγιωμένη αντίληψη ότι οι αναδρομές δεν είναι του τύπου μας και πως ο άνθρωπος οφείλει να κοιτάζει πάντα μπροστά. Το παρελθόν έχει τη μεγαλύτερη υπόσταση για την ποιήτρια και εδώ είναι που συμφωνούμε, καθώς το παρόν γίνεται ανυπόστατο, όταν επιτρέπουμε να αποδυναμωθεί από τη λήθη.
Το «Επιδόρπιο» είναι ένα κάλεσμα, μια πρόσκληση για αγάπη και συγχώρεση, μια συμφιλίωση με το τέλος που είναι ήδη εδώ ή μια ανακωχή στον πόλεμο, μια δωρεά ελέους, για να εξαφανιστεί η ασχήμια και οι αιχμές που σαν αγκάθια μας μάτωσαν και μας πλήγωσαν, συχνά ανεπανόρθωτα, για να γλυκάνει ο κόσμος, όπως άλλωστε προτρέπει και η ίδια. Το αδιέξοδο της εποχής, η προδοσία, η λήθη δε θα μπορούσαν να αποδοθούν καλύτερα σε μια ποιητική συλλογή.
Λόγος καθαρός, διαυγής και συνάμα συμβολικός, αλληγορικός, φορτισμένος με σημασία και συναίσθημα και μια αδιόρατη ειρωνεία που προκαλείται από τον πόνο ή την ευαισθησία που δεν μπορεί να αποκαλυφθεί αλλιώς.
Ο ανθρώπινος έρωτας δεν εδραιώνεται πάνω σε απλά νοήματα λέξεων, αλλά πάνω στις σημασίες τους, καθώς οι λέξεις που επιλέγει η Λουκίδου σε αυτή τη συλλογή είναι λέξεις με τη βαρύνουσα σημασία του όρου, έχουν λόγο ύπαρξης και συνθέτουν εικόνες ανυπέρβλητες. Ο συγκερασμός όλων αυτών των στοιχείων συγκροτεί τη σκέψη της.
«Προτείνω, αγαπητοί μου, για αλλαγή
να ξεκινήσει η βραδιά με το επιδόρπιο
ποτέ δεν ξέρεις, άλλωστε, τι γίνεται
έτσι επικίνδυνα άρρωστοι που είμαστε.
Κι αν σταθήκαμε ως τώρα τυχεροί
και πλαγιάζαμε καμιά φορά
δίχως συγχώρεση
ήταν γιατί πιστεύαμε
πως οι αιφνίδιοι αποχωρισμοί
δε θα μας αφορούσαν.
Ένα στασίδι ελεύθερο
πάντα κρατούσαμε γι’ αυτούς
όμως πόσα εγκλήματα θαρρείς
πως είναι προμελετημένα;»
(…)
Η σημερινή εποχή εκφυλισμένη, κατακερματισμένη, αναπαριστάται με την εσωτερική ερημία που απλώνεται εντός μας, εξαιτίας της υπαρξιακής κρίσης αλλά και της ανικανότητάς μας να κατανοήσουμε τον συνάνθρωπο, να προσλάβουμε το μεγαλείο της αγάπης που κάποιοι μας προσφέρουν αφειδώς, ακυρώνοντάς το με το πρόσχημα του «κοιτάω μπροστά», ανίκανοι να αντιληφθούμε όλα όσα προκαλούμε κι όλα όσα χάνουμε. Είναι αλήθεια πως δεν εξυγιαίνεται ένα άρρωστο παρελθόν παρά μόνο με τη λήθη, μόνο που για την ποιήτρια πρέπει οπωσδήποτε να προηγείται και η συγχώρεση.
«Ήτανε να μας έβρει το κακό.
Άμαθοι κι απροσάρμοστοι
γεμάτοι γρατζουνιές
συνωστιζόμασταν στην έξοδο κινδύνου.
Άλλοι τη νόμιζαν σταθμό
για άλλους ήταν τέρμα
όμως
όπως και να τον πεις τον παιδεμό
αλλού είναι η παγίδα.
Να έρχεσαι
να υπάρχεις
να περνάς
και να μην είσαι.
Ωστόσο
δε θα αδικηθεί κανείς στη μοιρασιά.
Κι η ομορφιά θα πληρωθεί
κι η μεταμέλεια θα ελεγχθεί
για τις προθέσεις της
(…)
και καταλήγει:
Το φταίξιμο που μας αναλογεί
θα αποδοθεί μέχρι δεκάρας».
Μακάρι, προσθέτω εγώ και την ευχαριστώ ειλικρινά για την εξαιρετική αισθητική απόλαυση που μου χάρισε. Χωρίς υπερβολή, θεωρώ το «Επιδόρπιο» ως μια από τις καλύτερες ποιητικές συλλογές που έτυχε να πέσει στα χέρια μου τον τελευταίο καιρό.