Περιέχονται στην Ανθολογία Una foglia verde oro. Poesia cipriota contemporanea. Argo ed. Lecce 2012.
La poesia di Andreas PASTELLÀS
Al vegliardo
Vegliardo, col fazzoletto nero al collo,
il nero pastrano liso
e la nera angoscia nel cuore,
padre di Andreas Tsiartas.
Stavi imperturbabile, quercia delle nostre montagne,
fumavi silenzioso fuori dall’obitorio
e aspettavi il giovane sposo
che oggi andava a nozze
con la Libertà,
tuo figlio.
Στον γέροντα
Γέροντα, με το μαύρο σου μαντήλι στο λαιμό,
το μαύρο τριμμένο σου παλτό
και το μαύρο καημό σου στην καρδιά,
πατέρα του Αντρέα Τσιάρτα.
Στεκόσουν ατάραχος, δρυς απ’ τα βουνά μας,
κάπνιζες σιωπηλός έξω από το νεκροτομείο
και περίμενες το νιο γαμπρό
που σήμερα θα παντρευότανε
τη Λευτεριά,
το γυιό σου.
Piccola elegia
Qui vicino lo abbiamo sepolto
qui vicino respira tra i lentischi, la santoreggia e l’amaro leandro.
Un filo rosso all’angolo delle sue labbra
stracciato al gomito il suo pullover grigio.
Solo questo disse: “Lasciatemi solo, ragazzi…”
Adesso sarà qualche santoreggia il suo rugiadoso pensiero
un rugidato anemone contadino il suo cuore.
Qui in qualche parte dorme
nelle nostre vene
nei nostri sogni.
Μικρό ελεγείο
Κάπου εδώ τον θάψαμε
κάπου εδώ ανασαίνει μέσα στα σκοίνα, το θρουμπί και την
πικρή αροδάφνη.
Μια κόκκινη γραμμή στην άκρη των χειλιών του
σκισμένο στον αγκώνα το γκρίζο πουλόβερ του.
Το μόνο που είπε: «αφήστε με μόνο μου, παιδιά…»
Κάποιο θρουμπί θάναι τώρα η δροσερή σκέψη του
μια δροσερή αγρότισσα ανεμώνα η καρδιά του.
Κάπου εδώ κοιμάται
μέσα στις φλέβες
μέσα στα όνειρά μας.
****
Luogo di dispersione
I
Non che non possiamo respirare in questa stanza
in mezzo a questi cacti che ci bucano le dita
accanto alle pietre che non possono raccontarci la loro storia.
Volevamo cantare una canzone
continuare un certo motivo qualsiasi
interrotto a metà
come il cinguettìo degli uccelli
quando la fucilata frantuma l’aria
e le piume si disperdono
sulla superficie dell’acqua placida.
II
Non partiamo
il posto s’è molto ristretto
continuiamo a respirare in questo spazio
di due metri quadrati.
Non partiamo
per quanto i muri ci opprimano il petto.
Il tempo non appartiene a voi
per quanto possiate rapinàrcelo
nè questo mare azzurro che non avete mai guardato
dietro ai vostri turistici occhiali neri,
e neanche l’ombra divina dell’ulivo dove ogni mezzogiorno fate riposare
le vostre stanche varici e il vostro pancreas malaticcio.
Un giorno le voci parleranno
attraverso gli zufoli del re Mida
per dire che le vostre grosse orecchie non sentono
quello che la nostra grande terra tiene nelle sue viscere.
Lì parliamo la sera alle radici che ci ascoltano.
Χώρος διασποράς
Ι
Όχι πως δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε σ’ αυτό το δωμάτιο
ανάμεσα σ’ αυτούς τους κάκτους που μας τρυπάν τα δάκτυλα
δίπλα στις πέτρες που δεν μπορούν να μας πουν την ιστορία τους.
Θέλαμε να πούμε ένα τραγούδι
να συνεχίσουμε κάποιο σκοπό
που κόπηκε στη μέση
όπως το κελάδημα των πουλιών
όταν θρυμματίσει τον αέρα η ντουφεκιά
και τα φτερά διασκορπιστούν
στην επιφάνεια των ήσυχων νερών.
ΙΙ
Δε φεύγουμε
ο τόπος έχει μικράνει πολύ
εξακολουθούμε ν’ αναπνέουμε σ’ αυτό τον χώρο
των δυο τετραγωνικών μέτρων.
Δε φεύγουμε
όσο και αν μας πιέζουν το στήθος οι τοίχοι.
Ο χρόνος δεν είναι δικός σας
όσο και αν μας τον ληστεύετε
κι αυτή η γαλάζια θάλασσα, που ποτέ δεν την είδατε
πίσω από τα μαύρα τουριστικά σας γυαλιά
μηδέ ο θείος ίσκιος της ελιάς, που ξεκουράζετε
κάθε μεσημέρι
τους κουρασμένους σας κιρσούς και το ασθενικό σας πάγκρεας.
Κάποτε οι φωνές θα μιλήσουν
μέσα από τα καλάμια του βασιλιά Μίδα
για να πουν πως τα μεγάλα σας αυτιά δεν ακούν
όσα η μεγάλη μας γη κρατάει στα σπλάχνα της.
Εκεί μιλάμε τα βράδυα στις ρίζες που μας ακούν.
****
La moglie del capomastro
Per far andare avanti l’opera
per render solido il lavoro
doveva esser murata alla base del ponte
la moglie del capomastro.
Peccato però per il suo bel viso
peccato per l’amore dei suoi dolci occhi
peccato e ancora peccato per gli archi neri delle sue sopracciglia.
C’è chi tornando disse che da nessuna parte
era stata vista la moglie del capomastro
altri ancora, più saggi, che non c’era nessun bisogno del ponte
o che enorme era il prezzo e intollerabile il sacrificio.
Così sorride il capomastro di nascosto
e già di buonora la sua donna l’attende tranquilla nel loro letto!
Η γυναίκα του πρωτομάστορα
Για να πάει μπροστά το έργο
για να στεριώσει η δουλειά
έπρεπε στου γεφυριού τη βάση να κτισθεί
του πρωτομάστορα η γυναίκα.
Κι όμως κρίμα τ’ ωραίο πρόσωπο
κρίμα ο έρωτας των δυό γλυκών ματιών της
κρίμα κι ακόμη κρίμα τα μαύρα των φρυδιών της τόξα.
‘Αλλοι γυρίσαν κι’ είπαν πως πουθενά
δε βρήκαν τη γυναίκα του πρωτομάστορα
κι’ άλλοι, οι πιο σοφοί, πως χρεία δεν είχαν το γεφύρι
ή το τίμημα μεγάλο κι’ ασήκωτη τέτοια θυσία είναι.
Κι’ έτσι ο πρωτομάστορας κρυφά χαμογελά
και η κυρά του ήσυχη από νωρίς στο κρεββάτι τους τον περιμένει.
Sul transatlantico “Speranza”
Tra cielo e mare
in viaggio la nostra anima
in mezzo ad israeliti a piedi nudi
che per nulla si preoccupano dell’incubo di Eichman
e ancor meno dell’ultima minaccia di Našr.
Ogni mattino i ragazzi del Pireo puliscono i ponti
lavano i vomiti lasciati sulle balaustre
da passeggeri sbadati.
Beccheggia senza guida la nostra nave.
Non sappiamo se esiste un comandante
o insomma chi svolge funzioni di comandante.
Il nostromo con la barba lunga e corrucciato
pieno di responsabilità
perchè non può decidersi con quale delle sette francesine
dormirà stasera.
Alcuni sostengono seriamente che il nostro transatlantico
risale la Senna senza guida
anche se stiamo veleggiando accanto a Folègandros.1
Comunque assicurano che non c’è nessun rischio d’incagliarsi.
Da qualche parte pur viaggiamo.
Dove però fissare il pensiero
che si appesantisce per l’umidità della sera
e inanime si addormenta nei letti dell’Orfanotrofio di Salonicco.
Viaggio il nostro pensiero senza guida in mezzo a voci e rumori.
La mattina parecchi sono quelli che non compaiono.
Annegati nell’acqua amara della nostalgia.
1)Una delle isole dell’arcipelago delle Cicladi nell’Egeo centrale.
Επί του υπερωκεανείου «Ελπίς»
Ανάμεσα ουρανού και θάλασσας
πού ταξιδεύει η ψυχή μας
ανάμεσα σε γυμνόποδες Ισραηλίτες
που καθόλου δεν τους απασχολεί ο εφιάλτης του ‘Αϊχμαν
ή πολύ ολιγώτερο η τελευταία απειλή του Νάσερ.
Κάθε πρωί τα παιδιά του Πειραιά σφουγγαρίζουν τα καταστρώματα
πλένουν τους εμετούς που άφησαν στα κιγκλιδώματα
απρόσεκτοι επιβάτες.
Το καράβι μας σκαμπανεβάζει ακυβέρνητο.
Δεν ξέρουμε αν υπάρχει πλοίαρχος
ή ποιός τέλος πάντων υποδύεται τον πλοίαρχο.
Ο λοστρόμος ο αξύριστος και συνωφρυωμένος
βαρύς από ευθύνες
γιατί δεν μπορεί να αποφασίσει με ποια από τις εφτά Γαλλίδες
θα κοιμηθεί το βράδυ.
Μερικοί υποστηρίζουν σοβαρώς πως το υπερωκεάνειό μας
ανέρχεται ακυβέρνητο τον Σηκουάνα
κι’ ας αρμενίζουμε δίπλα από τη Φολέγανδρο.
Ωστόσο, βεβαιώνουν, πως κίνδυνος κανείς να προσαράξουμε.
Πρέπει κάπου να πορευόμαστε.
Πού όμως να ακουμπήσεις τη σκέψη σου
που βαραίνει από τη βραδυνή υγρασία
και κοιμάται ξεπνοϊσμένη στα κρεββάτια του ορφανοτροφείου
της Θεσσαλονίκης.
Η σκέψη μας ταξιδεύει ακυβέρνητη ανάμεσα στις φωνές και στο
θόρυβο.
Το πρωί είν’ αρκετοί που δεν έχουν φανεί.
‘Εχουν πνιγεί μεσ’ στο πικρό νερό της νοσταλγίας.
****
I cavalli non aspettano
(Davanti ad un quadro di Jorgos Skotinòs)
Non c’è posto per i tuoi cavalli nel telaio di legno
dove li hai rinchiusi.
Con l’ocra della terra asciutta sulle fronti
salgono attraverso le aule oscure
nelle articolazioni intorpidite, nei malleoli
il sangue rigonfia le vene
pulsa in migliaia di impazienti globuli rossi
rilucenti brillano gli zoccoli
nel primo passo a mezz’aria
trascinandosi dietro la carrozza
con i preziosi ex voto
del primo sovrano della città
affondata secoli fa
ma anche nei nostri giorni.
Salgono su un paesaggio vuoto, deserto
un’ arida terra, senza uomini
dove l’impiastro (Giorgio, ricordi
bene la circostanza)
non si attacca da nessuna parte
non più guarisce perenni ferite,
l’ittero, le reni, l’anemia.
Sento la spinta del gomito sui fianchi.
-Quando si avvieranno i cavalli?
chi dirà ai cavalli di avviarsi?
Versa poche gocce del tuo sangue
nel buco oscuro
che bevano e si dissetino le anime.
Τ’ άλογα δεν περιμένουν
(Μπροστά σ’ έναν πίνακα του Γιώργου Σκοτεινού)
Τα άλογά σου δεν χωράν στο ξύλινο τελάρο
που τα έκλεισες.
Με την ώχρα του στεγνού χώματος στα μέτωπα
ανεβαίνουν μέσα απ’ τους σκοτεινούς θαλάμους,
στις μουδιασμένες αρθρώσεις, στα σφυρά
το αίμα φουσκώνει τις φλέβες
χτυπά με χιλιάδες ανυπόμονα αιμοσφαίρια,
λάμπουν στίλβοντας οι οπλές
στο μετέωρο πρώτο βήμα
σέρνοντας πίσω τους τ’ αμάξι
με τ΄ ακριβά ταξίματα
του πρώτου βασιλιά της πολιτείας
που βούλιαξε αιώνες πριν
και σήμερα στις μέρες μας.
Ανεβαίνουν σ’ άδειο, έρημο τοπίο
σ’ άνυδρη, λείψανδρη γη
όπου τα έμπλαστρα (θα ενθυμείσαι καλώς
την περίπτωση, Γεώργιε)
δεν επιτίθεται πουθενά
δεν θεραπεύει πια προαιώνιες πληγές,
τον ίκτερο, τα νεφρά, την αναιμία.
Νοιώθω το σκούντημα του αγκώνα στα πλευρά.
- Πότε θα ξεκινήσουν τ’ άλογα;
στα άλογα ποιος θα πει να ξεκινήσουν;
Ρίξε λίγες σταγόνες απ’ το αίμα σου
στη σκοτεινή τρύπα
να πιούν να ξεδιψάσουν οι ψυχές
****
Ogni cosa flusso di vento
ovvero Il signore di Hannover
Il vento gelido avvolge il cavallo
come enorme mantello gli spira intorno
lampioni si accendono alla stazione
emigranti stanchi telefonano
alle loro patrie lontane.
Sopra il suo cavallo di bronzo
il signore di Hannover
saluta il suo popolo
una volta benvoluto dal suo popolo
dimenticato sopra il suo cavallo
stanco sopra il suo cavallo
solitario in mezzo a frettolosi passeggeri
che si riversano come greggi
fuori dalla stazione ferroviaria
greggi di operai che escono dalla stazione
greggi i giorni che passano
accanto al cavallo spossato.
Estranea la Storia
estraneo dentro la Storia
estraneo in mezzo alla gente dei treni
estraneo in mezzo ai frettolosi della piazza
estraneo dentro le inquietudini
una volta benvoluto dal suo popolo
dimenticato sopra il suo cavallo esausto.
Passa l’amore come fumo smunto
in questa strada,
dov’è tutto l’ interminabile flusso di vento
e vanitas vanitatum l’umano.
Berlino, novembre 1984
Τα πάντα ροή ανέμου
ή Ο άρχοντας του Αννόβερου
Τυλίγει τ’ άλογο ο παγωμένος αγέρας
σαν πελώριος μανδύας ανεμίζει γύρω του
φωτισμένα λαμπιόνια ανάβουν στο σταθμό
κουρασμένοι μετανάστες τηλεφωνούν
στις μακρινές πατρίδες τους.
Ανεβασμένος στο μπρούντζινό του άλογο
ο άρχοντας του Αννόβερου
χαιρετά το λαό του
αγαπημένος κάποτε από το λαό του
ξεχασμένος πάνω στο άλογό του
κουρασμένος πάνω στο άλογό του
μόνος μέσα στους βιαστικούς ταξιδιώτες
που χύνονται κοπάδια
από το σιδηροδρομικό σταθμό
κοπάδια οι εργάτες που βγαίνουν από το σταθμό
κοπάδια οι μέρες που περνούν
πλάι στο κουρασμένο του άλογο.
Ξένη η Ιστορία
ξένος μέσα στην Ιστορία
ξένος μέσα στους ανθρώπους των τραίνων
ξένος μέσα στους βιαστικούς της πλατείας
ξένος μέσα στις φροντίδες
κάποτε αγαπημένος από το λαό του
ξεχασμένος πάνω στο κουρασμένο του άλογο.
Αχνός η αγάπη περνά σαν καπνός
σ’ αυτό τον δρόμο,
όπου τα πάντα ροή ατέρμονη ανέμου
και ματαιότης ματαιοτήτων τα ανθρώπινα.
Βερολίνο, Νοέμβριος 1984
****
Paesaggio di città in riva al mare
(Via Difensori della Libertà)
Finestre illuminate di condomini
in una strada larga e sicura
balconi imbandierati
kelebie arabe a fluttuare trionfalmente
sciacquoni che lavorano febbrilmente
a riempir pozzi neri e fogne
bracieri a batteria
in aperto campo di battaglia
ganasce a otto cilindri
in un ritmo di pistoni
di macchine a raffreddamento d’aria
rutti e scorregge
la città ansimando
divora la sua felicità.
Τοπίο παραλιακής πόλης
(οδός Προμάχων Ελευθερίας)
Φωτισμένα παράθυρα πολυκατοικιών
σε δρόμο φαρδύ και σίγουρο
σημαιοστολισμένα μπαλκόνια
αραβικές κελεμπίες ν’ ανεμίζουν θριαμβικά
νιαγάρες εργάζονται πυρετωδώς
γεμίζουν βόθρους και παραδεξάμενα
φουκούδες μετά μπαταρίας
σ’ αναπεπταμένο πεδίο μάχης
μασέλες οκτακύλινδρες
σε ρυθμό
πιστονιών αερόψυκτων μηχανών
ρεψίματα και πορδές
η πολιτεία αγκομαχώντας
καταβροχθίζει την ευτυχία της.
****
Senza ritorno
Ce ne andiamo perseguitati dalle ombre
ritorniamo con la verzura mattutina a fiorir nei nostri capelli
sfuggiamo in mezzo a linee spezzate e diagonali
riveniamo entro cerchi che nessuna mano ha tracciato
conserviamo nelle mani il senso del cristallo degli astri
che abbiamo sfiorato.
La sostanza grigia è fatta per essere spesa per voi
che non vi sveglierete
e nei vostri occhi
nessun sole potrà risplendere.
E non abbiamo mai detto che il polline da noi sparpagliato
è andato perduto.
Nulla ci dovete,
ciò che da voi non abbiamo preso
ve lo restituiamo centuplicato
come i talenti del Vangelo.
‘Ανευ επιστροφής
Φεύγουμε κυνηγημένοι από τους ήσκιους
ξαναγυρίζουμε με την πρωϊνή χλόη ν’ ανθίζει στα μαλλιά μας
διαφεύγουμε μέσα από τεθλασμένες και διαγώνιες
ξαναρχόμαστε μέσα από κύκλους που κανένα χέρι δεν τους έγραψε
έχουμε στα χέρια μας την αφή από το κρύσταλλο των άστρων
που αγγίξαμε.
Η φαιά ουσία είναι για να τη σπαταλάμε για σας
που δε θα ξυπνήσετε
που κανένα φως
κανένας ήλιος δεν μπορεί να λάμψει στα μάτια σας.
Και ποτέ δεν είπαμε πως η γύρη που σκορπίσαμε
πήγε χαμένη.
Τίποτε δε μας χρωστάτε,
ό, τι δεν πήραμε από σας
σας το γυρνάμε σ’ εκατονταπλάσιο
όπως το τάλαντο του Ευαγγελίου.
********************
Ανδρέας Παστελλάς
Σχεδίασμα εργοβιογραφικό
Πρόσφατα σίγασε μια κορυφαία ποιητική και φιλολογική φωνή του ελληνισμού της περιφέρειας, ο Ανδρέας Παστελλάς (Κάτω Πάφος, 1932-Λεμεσός, 2013). Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε σε όλες τις βαθμίδες της μέσης εκπαίδευσης. Πρώτες δημοσιεύσεις έκανε στα «Κυπριακά Γράμματα» στη δεκαετία του 1950. Συμμετείχε στην έκδοση των λογοτεχνικών περιοδικών «Κυπριακά Χρονικά» (1960-1972) και «Επιθεώρηση Λόγου και Τέχνης» (1970-1974). Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Χώρος διασποράς» (1970), «Μεταθανατίως αποσχηματισθείς», (1995). Στο έργο του εκφράζει το ψυχικό σθένος της «Γενιάς του Αγώνα» και τις διαψεύσεις της «Γενιάς της Ανεξαρτησίας». Ασκεί κριτική στις στρεβλώσεις της κυπριακής κοινωνίας από τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στα ποιήματά του διαλέγεται με την ιστορία δημιουργικά, αξιοποιώντας το καβαφικό και το σεφερικό παράδειγμα. Εκφράζει την αγωνία του για την τύχη της Κύπρου. Παράλληλα η στοχαστική ματιά του, μέσα από καίριους στίχους, με τη χρήση της μεταφοράς και της αλληγορίας πετυχαίνει την ποιητική αμεσότητα και την εγρήγορση της κριτικής συνείδησης, την προβολή των δοκιμασιών του Ανθρώπου. Εκτός από την ποίηση, ο Α. Παστελλάς ασχολήθηκε με την κριτική, τη μελέτη της λογοτεχνίας (Κωστής Παλαμάς, Μανόλης Αναγνωστάκης, Κώστας Μόντης κ.ά.), την προάσπιση της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας. Είχε σταθερή συμμετοχή στους αγώνες –εθνικούς και πνευματικούς - από τα χρόνια της ΕΟΚΑ ώς τα τέλη του 2012, πρωτοστατώντας σε πολιτιστικά σχήματα και ιδίως στον Γλωσσικό Όμιλο Κύπρου.
Έργα:
Ποίηση
«Χώρος διασποράς», Αθήνα 1970. Λευκωσία ²1988.
«Μεταθανατίως αποσχηματισθείς», Λευκωσία 1995.
Μελέτες:
«Τα καθ’ οδόν. Φιλολογικά και Κριτικά κείμενα», Λευκωσία 2002.
«Σχήματα αντιθετικών δομών στην ποίηση και την ποιητική του Κωστή Παλαμά». Λευκωσία 2002.
«Γκρίζο έως βαθύχρωμο σκούρο. Μικρές τομές και ανιχνεύσεις σε
μεγάλα θέματα της καθημερινής ζωής», Λευκωσία 2003.
Επιμέλεια έργων:
Γλαύκος Αλιθέρσης, «Επιλογή από το ποιητικό του έργο», Λεμεσός 1976.
Κώστας Α. Πιλαβάκης, «Η Λεμεσό σ’ άλλους καιρούς», [β΄ έκδοση, βελτ.], Λεμεσός 1997.
Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος, «Ποιήματα», Λευκωσία [Αιγαίον, υπό έκδοση].
Φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Κ. Μύαρης