[author] Του Βασίλη Λαμπιδώνη[/author]
Τρέξτε, για το ατύχημα να προβληθείτε, όλοι της σχολικής παιδείας οι υπεύθυνοι, στη μικρή γαλακτερή οθόνη. Είδατε; Η έκφρασή τους για τ’ ατύχημα τόσο απορημένη ήταν, λες και βούταγαν οι μαλακισμένοι στην ανηξερεύνητη της Βουλιαγμένης λίμνης τον πυθμένα, που λένε γεμάτος είναι με μύδια στρογγυλά, σαν τα κυδώνια φουσκωτά και με μια κρεβατίνα γεμάτη υδρόβιους κακάμπουρες, που αδιάλειπτα, σπρώχνουν μαζί με τη κοιλιά το κεντρί έξω απ’ το κορμί τους, μπας και καμακώσουν κάποιον απερίσκεπτο κολυμβητή.
Κι’ αν τον πιάσουν, αιχμάλωτο τον κρατάνε σε τεράστιο πλαστικό μπουκάλι γεμάτο αγιασμό ανάκατο μ’ αρμύρα, κρεμασμένο με σκουριασμένο σύρμα απ’ τη μαύρη κρεβατίνα.
Ρε σεις,
αλήθεια είναι, πως με μαχαίρια μελαμίνες χάθηκαν τόσες παιδικές ψυχές;
τόσο ύπουλη κι’ άνανδρη με τα παιδιά είστε και κανείς τα μάτια δε σας έβγαλε ακόμα;
δε μάθατε, απ’ της φάλαινας το μεγαλειώδη αγώνα, όταν στα μισά της απέραντης διαδρομής της, στηρίζει το εξουθενωμένο της μικρό να αναπνεύσει, ενώ από πάνω το πατάνε να βουλιάξει οι Όρκες οι ασπρόμαυρες για να το σκάσουν;
δεν ξεστραβωθήκατε, απ’ τους όρθιους πιγκουΐνους, που βουτάνε με το φράκο τους ατσαλάκωτοι στα σκοτάδια του ωκεανού, που σφυρίζουν πιο πολύ κι’ απ’ τα μανιασμένα κύματα, που σκαρφαλώνουν άγριους γκρεμούς και πάγους πολικούς, για να δώσουνε στους νεοσσούς τους τη μπουκιά τους?
Ρε χαμίνια,
της γαλαζοπράσινης «Αλλαγής», τ’ αυτιά σας βουίζουν απ’ τη σχιζοφρένεια, που’ ναι σαν τις φωνές απ’ τους εργάτες, όταν στήνουν σκαλωσιές και τραγουδούν το μόχθο τους στη μπετονιέρα έξω απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα μας.
Στείλατε κερατάδες τόσα παιδιά, για να ξεσκάσουν δήθεν και να εκπαιδευτούν, μέσα από κούφιους δρόμους όλο τρύπες μέχρι που ρουφάνε πέλαγο αρμυρό, πάνω απ’ το πορθμό του Ευρίπου;
Να, να, στα μούτρα σας, το οργανώνατε από καιρό μαζί με γονατιστούς του Π.Ε.ΧΩ.ΔΕ εργολάβους και το κύριο ‘Πουργό, εσείς, θα βάζατε φαρμακωμένη χάρβαλη καρότσα εκδρομικού, κι’ αυτοί μ’ αυτόν, οδοποιίας τρύπια έργα και στροφές τυφλές, για να κλέψετε τα νιάτα τους κι’ όλοι μαζί τις τσέπες να γεμίσετε παράδες.
Το σπίτι και τη μάνα σας γαμώ, κοσμάκης, πολιτικοί, ολόιδια πάστα είστε,
ανθήσατε με μύξες και σκατά, σαν αυτά που τραγουδούν οι προσευχές μες το συναξάρι του μαύρου κόρακα παπά, μόνο τα πουλιά σας μάθατε απ’ το τράβηγμα να κάνετε σφεντόνες κι’ αφίσες να στήνετε για τη Σκόπελο του ΕΟΤ, στα Παρίσια καριόληδες, που ούτε γαλλικά δε ξέρετε.
* Σημείωση ΠΟΙΕΙΝ: Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στους μαθητές του Α’ Λυκείου Μακροχωρίου Ημαθίας που έχασαν τη ζωή τους πριν ακριβώς 10 χρόνια στα Τέμπη.
***************
Ο Βασίλης Λαμπιδώνης γεννήθηκε στην Πάτρα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σήμερα ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη. Έχει σπουδάσει Νομικά και στη συνέχεια Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες. Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στην Αμυντική Πολιτική. Γράφει ποίηση για παιδιά με αφορμή την κόρη του Μαρία Νεφέλη.