Νύχτα πρώτη.
Ώρες τώρα, ασκούμαι στην
υπομονή,
διαβαίνω κόσμους
σαθρούς,
και ο Μπωντλαίρ
παίζει σκάκι,
μόνος,
και χάνει
και χαίρεται που χάνει.
Νικητής (μου λέει)
είναι αυτός που μπορεί
να νικήσει τον εαυτό του,
χαμένοι δεν υπάρχουν
μόνο δειλοί.
Η υπομονή μου τελείωσε,
πιάνω το πληκτρολόγιο,
μη μου το σκάσει
-το γαμημένο,-
(με συγχωρείτε)
αλλά μια δασκάλα
μου είχε πει πως,
«δεν υπάρχουν αισχρές λέξεις,
αλλά αισχροί άνθρωποι»
ακούω ένα ισπανικό κομμάτι,
μόνο κιθάρες
μη φανταστείτε,
ναι
οι άνθρωποι ξέρουν να
τραγουδούν ακόμη,
όσο και αν
τα spreads ανεβαίνουν.
Ο Μπωντλαίρ
στήνει τη σκακιέρα,
χαμένοι δεν υπάρχουν.
μόνο δειλοί.
Ρουα Ματ, ο τρελός παίρνει το παιχνίδι.
Ο Μπωντλαίρ μου κλείνει το μάτι.
Σειρά σου.. (μου λέει)
*
Νύχτα δευτέρα
Στου ποταμού τα φύλλα και στις φωνές των δέντρων,
αφήνομαι.
Ω, να με εκβάλλεται παρακαλώ, σας,
στην ωκεάνια χώρα,
μιλώντας μου στη γλώσσα του δάσους,
και των θαλάσσιων στοιχειών.
-Ποιός είσαι ‘συ ξένε,
που τα όνειρα ξυπνάς,
και τ’ άστρα
ανακατεύεις με μελάνι μαύρο,
σαν το νυχτικό της μέρας;
Ποιός είσαι και τί θες
στη γλώσσα μας πώς ήρθες να μιλήσεις
λέγε,
λέγε,
τώρα,
γιατί τα όνειρα κρατάνε μια στιγμή.
- Χίλιοι ποιητές, και ‘σεις γραφές
των αιώνιων μυστικών, σας κάλεσα
από τ’ απάτητα όρη και τις παρθένες
κορυφές, για να σταθείτε εδώ αντάμα μου,
την ώρα τούτη που αφήνω τη ψυχή μου
σε μια ρωγμή του χρόνου να σαλέψει.
Ορίστε με ως πνοή αγκαθωτή, το σκάρωμα,
να το τελειώσω, με τέχνη χεριού πηγμένο,
στο λάξεμα, το αγκίστρωμα, και τη πενιά του
Μάρκου.
-Ξένε καλά τα λες σε τούτο το ξενύχτι,
μα για πες μας κάτι άλλο, εσύ που οδηγό
κρατάς, της καρδίας σου τον οίστρο
ποιόν άνεμο ζητάς, ευθέως να εμφυσήσω;
-Τον άνεμο της Μάνας Γης, που έχει φωνή
στοργική, για κάθε πλάσμα ζωντανό
στείλτε μου να ξεκινήσω.
Και είπαν τα στοιχειά με φωνή μεγάλη,
Ω, Ξένε.
Ζήσε τη ζωή,
μα να, τούτο να χεις κατά νου,
τα όνειρα κρατάνε μια στιγμή
και η ζωή είναι στιγμές
γεμάτη.
Από
όνειρο σε όνειρο
Από
στιγμή σε στιγμή,
ξ υ π ν ά μ ε.
*
Νύχτα τρίτη.
Μίλησα με τον πατέρα,
ήθελα να του πω πως τον
αγαπώ,
εκείνος μου είπε τα δικά του,
και πώς να θυσιαστείς
για την ελευθερία, αξίζει,
Ας είναι, του είπα,
θα σου το πω
όταν θα είμαι πιο ελεύθερος..
Κάναμε ρεβεγιόν,
δουλεύοντας
έτσι για να μας μπει καλά..
ο χρόνος,
και η Αλέξια δουλεύοντας,
έκανε ρεβεγιόν,
δεν παρέλειψε μάλιστα να μ’ ευχαριστήσει!
Ας είναι, της είπα,
σε καλό να μας βγει.
Γνώρισα μια μικρή, Κουβανή,
με πέρασε
για ένα φίλο της αστυνομικό,
δεν ονειρεύτηκα πότε μου να γίνω
μπάτσος, της είπα,
και το ’95 απ’ τον παράδεισο του Κάστρο,
στον παράδεισο του Παπανδρέου..
Ας είναι,
και ο Τσε, Νερούδα διάβαζε πριν κοιμηθεί,
Hasta
La
Victoria
Siempre..
*
Νύχτα τετάρτη.
Η ποίηση,
μετανοημένων μαρξιστών
και πλούσιων ακαδημαϊκών,
κάνουν την ίδια ομοιοκαταληξία
*
Νύχτα πέμπτη.
Βαριά νύχτα αυτή, υποχθόνια.
Ένα βαρύ πέπλο έχει σκεπάσει,
την ατμόσφαιρα.
Δεκάδες ματιές, στέκουν κενές,
μάτια καρφωμένα στην απόγνωση,
ψάχνουν για μια εικόνα.
Τα πουλιά σήμερα ήταν ανήσυχα.
Ένα κοπάδι αετόπουλα,
γυρόφερνε πάνω απ’ τον αττικό
ουρανό,
πάνω απ’ το μαύρο σύννεφο,
που ετοιμαζόταν να διαλύσει
το παζάρι,
οι γλάροι έκραζαν βουτώντας
με μανία, στα νερά του Πειραιά.
Αναρωτιέμαι αν τα πρόσεξε
κανείς.
*
Νύχτα έκτη
Σάλτο Μορτάλε,
για να έχει και λίγο σασπένς στο προσκήνιο,
για το παρασκήνιο, ουδείς λόγος ανθηρός.
Άλλωστε όλα εκεί παίζονται.
¨Ο κομφορμισμός σκοτώνει τη τέχνη
η απλότητα τη συγυρίζει¨
Επικροτούμε τα μάταια,
ο τελευταίος γύρος.
Ο αναβάτης σταμάτησε,
το κοινό έπαψε να ελπίζει,
σε μία πτώση.
Θέλει τα χρήματά του πίσω.
*
Νύχτα εβδόμη
Ο ενταφιασμός της ψυχής είναι αδύνατος,
τα υπόλοιπα
μπορείς να τα σκεπάσεις, να τα κάψεις,
να τα καταπιεί το τίποτα.
Μα το πέταγμα της ιστορίας
είναι αόρατο•
σαν το φάντασμα
θα εμφανιστεί μπροστά σου,
να σε δω τότε,
αν
πιστεύεις σε τέτοια.
Αλλά θα ‘ναι αργά.
Για σένα.
*
Νύχτα ογδόη.
Στα σανίδια πατώ με πόδια γυμνά,
για να μου μιλά το ξύλο,
τριάντα δυο βαλίτσες κρατώ στο χέρι
για να χωρούν τα δάχτυλα
του χρόνου.
Και τώρα δέομαι, στα σάπια φύλλα της ζωής
να με αναγγείλουν,
ως πρόσωπο που λοιδορεί το χρόνο,
με μια κραταιά μάσκα, σαλεμένου
αρουραίου.
*
Νύχτα ενάτη
Γονατίζω στο γέλιο του μικρού μασκαρά•
στον αστείο του λυγμό,
που ξεφλουδίζει ένα ακορντεόν με τη
χάρη ενός βιρτουόζου μαχαιριού.
Γεύομαι το ηλιοβασίλεμα χωρίς ενοχές,
οι τεχνητοί παράδεισοι πότε δεν με
χωρούσαν.
Κάθε τί που κλείνεται μέσα σ’ ένα
ρόδο, στο χαρίζω,
τί μουσικές, τί λόγια, τί δάκρυα,
τί όνειρα.
Αφήνομαι στα χέρια σου σαν φτερό,
που πέφτει από έναν
ουράνιο αστέρα.
Ψηλαφίζω με τις άκρες του κορμιού μου,
τη ψυχή σου, που ζει μέσα μου.
Της δίνω μορφή και ένα όνομα.
Αυτό κάνω, τίποτα περισσότερο
τίποτα λιγότερο.
Τίποτα σπουδαίο.
*
Νύχτα δεκάτη.
Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια όλα αυτά που λες,
αλλά έχεις ένα βλέμμα που κοιτάει χαμηλά
και αυτό το δέχομαι.
Έστω κι αν μιλάς τη γλώσσα των ξωτικών,
μέσα σ’ ένα εργοστάσιο υψηλής τεχνολογίας,
ξέρεις εσύ, πως σήμερα τα λόγια ταξιδεύουν
με την ταχύτητα αστεροειδούς.
Κι αν κάποιοι σκιάζονται την πρόσκρουση,
είναι γιατί δεν φρόντισαν το σύμπαν τους.
Γι’ αυτούς μην λυπάσαι.
*
Μια πινελιά ζάχαρη.
Ανοίγω ένα παράθυρο,
βλέπω έναν κόσμο
πικραμένο,
μα τί του λείπει,
μια πινελιά
ζάχαρη.