[author] Του Βασίλη Λαλιώτη [/author]
Με τη διάχυση της διαφθοράς και της διαπλοκής στα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα, για κάποιους ήρθε ο κομμουνισμός επί της γης.
Το κράτος απέκτησε χαρακτηριστικά μιας οικειότητας τροφού, της οποίας την απώλεια καταγράφουν αυτό τον καιρό στα ντιβάνια των ψυχοθεραπευτών.
Και η κατάληψη του κράτους έγινε κατά τα δικαιώματα της κοινωνικής ομάδας που μπορούσε να τα προωθεί εκβιάζοντας την πολιτική τάξη. Όποιος μπορούσε να κάνει καλύτερα εκβιασμό, ή όποιου η στέρηση της προσφοράς έφερνε πλέον ορατά δυσάρεστα αποτελέσματα ήταν ο νικητής. Εδώ έκανε την μικροπολιτική της η Αριστερά και από αδράνεια συνεχίζει να την επικαλείται.
Η επίκληση του δικαιώματος που βάλλεται σε κάθε κοινωνική ομάδα έχει τα χαρακτηριστικά αυτού του παρελθόντος. Προϋποθέτει ένα κράτος οικειότητας, ένα κράτος τροφό που πια δεν υπάρχει. Τώρα η κάλυψη κάθε αιτήματος δεν επεκτείνεται στο χώρο που αυξάνει το δανεισμό, αλλά στην απόσπαση οφέλους από άλλη κοινωνική ομάδα. Κυριολεκτικά τρώμε τις σάρκες μας.
Αυτό που συμβαίνει είναι μια βίαιη και έξωθεν επαναταξικοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας κατά τα πρότυπα των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Επαναταξικοποίηση που η ταχύτητά της κάνει αδύνατη την αφομοίωση, πόσο μάλλον τη δράση σε ένα κοντινό χρονικό επίπεδο.
Με το κράτος διασωληνωμένο για μελλοντική χρήση, όταν ο διαχωρισμός των τάξεων θα έχει εμπεδωθεί και με την άρχουσα τάξη εκτός χώρας να περιμένει την εμπέδωση αυτής επαναταξικοποίησης για να επενδύσει, ο κόσμος που ζήσαμε μέχρι τώρα είναι σε ελεύθερη πτώση.
Γι αυτό και κάθε σκέψη κάθε αίτημα κάθε πρόταση γίνεται ψυχολογικά υπό το καθεστώς της απώλειας του κόσμου μας όπου το πάθημα του διπλανού που χάνει την ταξική του θέση λειτουργεί σαν τρομοκράτης για τη δική μας θέση.
Παρόμοια συναισθήματα πρέπει να βίωσαν και λαοί της πρώην Σοβιετίας στην πτώση της.
Ο κοινωνικός ιστός έχει γίνει ρουλέτα και οι θέσεις όλων μας παίζονται. Και ο καθένας επιχειρηματολογεί κατά την ανυπομονησία του να σταματήσει αυτή η κινητικότητα.
Τα δίκτυα των διαπλοκών θραύονται και ο πολίτης αρχίζει να βιώνει την πραγματικότητα όπως οι πρώτοι μετανάστες που ήρθαν στα χρόνια της μεγάλης Ύβρης.
Γίνεται αυτός ο αόρατος που υπέφερε δίπλα του όταν εκείνος κάλπαζε πάνω στο δανεισμό.
Οι τάξεις επανέρχονται, το κράτος απομακρύνεται και γίνεται απαιτητικό, οι μαφίες σιγά σιγά στα μέρη από όπου αποσύρεται αναπτύσσονται, οι καινούριοι Ολιγάρχες είναι οι ίδιοι οι μεταμορφωμένοι Κρατικοί Προμηθευτές. Τα λεφτά για μιαν ακόμη φορά αλλάζουν χέρια μόνο που πια δεν τον περιέχουν. Το ψιχουλάκι δηλαδή που του έκλεινε το στόμα.
Στην αναμονή λοιπόν για το νέο του ρόλο και με όλη αυτή την κατάσταση να τον ρευστοποιεί ψάχνει να βρει ένα εχθρό που όντας ο μισός εαυτός του που πενθεί τα χαμένα του γίνεται αόρατος. Με τη σκέψη του παγιδευμένη στις λογικές των κομμάτων που πια δεν είναι τίποτε άλλο από αμορτισέρ προσαρμογής στη νέα κατάσταση, αδυνατεί να σκεφτεί.
Γι αυτό και ο λόγος του είναι σπασμωδικός, αγωνιώδης, επιθετικός. Και βέβαια κανείς δεν τον προετοιμάζει για τη διάρκεια του πράγματος. Διάρκεια τόση ώστε να του τελειώσουν οι αυταπάτες για επιστροφή στο παρελθόν ή καλύτερα διάρκεια για να επανασυνδεθεί με το παρελθόν του ουσιαστικά για να μπορέσει να διακρίνει το μελλοντικό ρόλο που του επιφυλάσσουν πίσω από τις ρητορικές . Η δράση που διψάει περιέχει αναμονή μεγαλύτερη από την ανυπομονησία του. Κι αυτό είναι κιόλας μια διαπαιδαγώγηση για το μέλλον.
Η ταξική πάλη επανήλθε. Και η ζωή μας μοιάζει με την πέτρα του Σίσυφου που για μιαν ακόμη φορά κατρακύλησε στην πλαγιά. Για την ώρα τρώμε την ώρα μας για το ποιός την άφησε να κατρακυλήσει. Το να καθυστερούμε σε τέτοιες συζητήσεις βολεύει αυτούς που την έριξαν και επωφελήθηκαν περισσότερο από εμάς, γιατί καθυστερώντας σε συζητήσεις κάνουμε την ανάγκη να σηκώσουμε την πέτρα πιο επείγουσα και την τιμωρία τους δευτερεύουσα. Το ζήτημα είναι όμως ότι θα πρέπει να ξανακατέβουμε εκεί που έπεσε να την σηκώσουμε.
Ο συναστρία που ορίζει το χρόνο μας είναι εκείνη η φράση του Μακιαβέλλι: Όποιος αποφεύγει τη σύγκρουση, θα την κάνει στο τέλος με χειρότερες γι αυτόν συνθήκες
*******
Ο Βασίλης Λαλιώτης γεννήθηκε το 1959 στην Αμαλιάδα. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και ισπανικά στη Σαλαμάνκα. Έχει συνεργαστεί με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει πλούσιο ποιητικό και μεταφραστικό έργο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.