Σε μια δισκογραφική χρονιά που η κυκλοφορία των δίσκων σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (βλ. http://www.musicpaper.gr/reportage/2639 ) ήταν μόλις 428 δίσκοι σε σχέση με το 2008 που ήταν 1990 (ρεκόρ) δεν θα μπορούσε και ο χώρος της μελοποιημένης ποίησης εξ ορισμού και εξ αντικειμένου να παρουσιάσει πλουσιότερη σοδειά…
1. ΑΦΟΙ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑ, «ΒΕΑΤ POETRY», ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ
«Ας θεωρηθούν τα ποιήματα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε αυτή η μουσική εργασία, σαν ένα «libretto». Ένα κείμενο που ένωσε αποσπάσματα από διαφορετικούς μπητ ποιητές, παίρνοντας αυτό το «δικαίωμα» από το ποίημα του Γκρέκορυ Κόρσο «Όλα αυτά τα ποιήματα έχουν το ίδιο θέμα… Κανένα δεν είναι πρώτο ή τελευταίο… Μπορούν να ανακατευτούν και να διαβαστούν στην τύχη…» γράφουν στο εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου οι αδελφοί Κατσιμίχα, στην πρώτη ουσιαστικά κοινή δισκογραφική δουλειά μετά τις «Τρύπιες Σημαίες» το 1999. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο δίσκο, φόρος τιμής στους «ήρωες» της νεανικής τους ηλικίας, σε μια ποιητική γενιά η οποία ανεξαρτήτως της παρουσίας της στο χρόνο και των κακέκτυπων που γέννησε, ανατάραξε τα νερά με την εμφάνισή της και λειτούργησε ιδανικά μέσα στο χωροχρόνο της. Οι αφοι Κατσιμίχα άλλοτε με όχημα το παραδοσιακό μπλούζ (η οργιώδης κιθάρα του Γιάννη Σπάθα στο «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ) άλλοτε με βάση την αγαπημένη τους μπαλάντα αλλά και νέες μουσικές εξερευνήσεις όπως στο χώρο της electronica συνθέτουν ένα πολύχρωμο παζλ λέξεων και ήχων. Την ώρα που άλλοι συνομήλικοί τους συνάδελφοι «τρώνε από τα έτοιμα» για να υπάρξουν εμπορικά, οι Κατσιμίχα κυκλοφορούν τον πιο «αντι-εμπορικό» δίσκο της καριέρας τους μεσούσης της κρίσης αποδεικνύοντας πως η αξιοπρέπεια και το ταλέντο δεν γνωρίζουν ούτε από εμπόριο ούτε από κρίση…
2. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ, «ΠΑΝΩ ΚΑΤΩ Η ΠΑΤΗΣΙΩΝ», ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ
Η αρχική ιδέα του σκηνοθέτη-στιχουργού Γιώργου Κορδέλλα, να μελοποιηθούν ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, μετά από μια τετραετή αναζήτηση στέγης και υλικής υποστήριξης, υλοποιήθηκε και κυκλοφόρησε εφέτος από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Το βιβλίο-cd περιέχει κείμενα για την Γώγου που έγραψαν η ηθοποιός Όλια Λαζαρίδου, ο Αντώνης Καφετζόπουλος, η δικηγόρος Λίνα Καρανασοπούλου, ο ποιητής Γιώργος Δάγλας, ο Παναγιώτης (Κάιν) Παπαδόπουλος, ο παραγωγός Άγγελος Σφακιανάκης και ο σκηνοθέτης Γιώργος Κορδέλλας. Το κεντρικό κείμενο (που δανείζει τον τίτλο του και στον υπότιτλο της έκδοσης) είναι η πτυχιακή εργασία της ηθοποιού Θωμαής Ουζούνη, απόφοιτης του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Ο φιλόλογος Γιώργος Μπαλούρδος γράφει για την ποίηση της Κατερίνας (Μια αιρετική γυναικεία φωνή της γενιάς του ’70). Οι φωτογραφίες είναι των: Διονύση Πετρουτσόπουλου, Γιώργου Κορδέλλα, Κώστα Βλαχόπουλου και αγνώστων. Ο δίσκος (cd) περιέχει 20 μελοποιημένα ποιήματα από όλες τις ποιητικές της συλλογές: Τρία κλικ αριστερά, Ιδιώνυμο, Το ξύλινο παλτό, Απόντες, Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Νόστος, Με λένε Οδύσσεια.
Συμμετέχουν οι: Πάνος Κατσιμίχας, Νίκος Καλλίτσης - Μάρθα Φριντζήλα, Μάκης Σεβίλογλου - Όλια Λαζαρίδου, Άρης Ζαρακάς, Νίκος Μαϊντάς - Magic De Spell - Σωκράτης Μάλαμας, Βάσω Αλλαγιάννη, Τάσος Ρωσόπουλος-Σαβίνα Γιαννάτου, Κώστας Χαριτάτος - Βασιλική Καρακώστα, Βαγγέλης Μαρκαντώνης, Λόλεκ, Κωνσταντίνος Βήτα, Παντελής Θεοχαρίδης, Ηλίας Λιούγκος,/ Εύα Λουκάτου, Μάριος Στρόφαλης-Ρίτα Αντωνοπούλου, Δημήτρης Βαρελόπουλος - Ματ σε δύο υφέσεις-Σπυριδούλα Μπάκα, Κώστας Αθυρίδης - Γεωργία Βεληβασάκη - Gaia, Τάκης Γραμμένος, Γιώργος Μάρτος, Βαγγέλης Κοντόπουλος.
Πρόκειται ασφαλώς για μια γενναία απόπειρα, η οποία ήδη έχει γνωρίσει σημαντική εμπορική επιτυχία- είτε λόγω της δύσκολης εποχής κυρίως όμως γιατί ο λόγος της Γώγου δεν είναι εύκολο να μελοποιηθεί. Υπάρχει άλλωστε ο εξαιρετικός δίσκος του Κυριάκου Σφέτσα, «Στο Δρόμο» (1981) στον οποίο η Γώγου διαβάζει τα ποιήματά της με έναν μοναδικό τρόπο. Εδώ έχουμε καθαρές μελοποιήσεις του έργου της με πληθώρα μουσικών ήχων (μπαλάντα, ροκ, τζαζ κ.ά.) που είτε ακολούθησαν τη «γραμμή» του λόγου της Γώγου είτε τη μουσική προιστορία των συνθετών. Στο συνολικό άκουσμά του ο δίσκος κρίνεται επιτυχημένος και η έκδοση καλαίσθητη, μια, λοιπόν, αγνή χειρονομία προς την ποιήτρια Γώγου την οποία η επίσημη κριτική και ποιητική ανθολογία δεν συμπεριέλαβε ποτέ στο κυρίως corpus της. Άλλη όμως η αίσθηση και η αισθητική του κόσμου…Ευτυχώς…
3. MΠΑΜΠΗΣ ΣΤΟΚΑΣ-ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ, «ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ», SONY
Ο δίσκος είναι έτσι κι αλλιώς πια ιστορικός αφού είναι η τελευταία δισκογραφική εργασία του Άλκη Αλκαίου εν ζωή . Οι στίχοι του σταθεροί στη νέα φόρμα που τα τελευταία χρόνια είχε επιλέξει, αυτή του δημοτικοφανούς τραγουδιού, με τις αποφθεγματικές φράσεις και τις διδακτικές παραινέσεις, με το δεκαπεντασύλλαβο και τις γνώριμες εικονοπλασίες του. Είναι ολοφάνερη προσπάθεια του Στόκα να ξεπεράσει τα δεδομένα του φανερώνοντας όμως ταυτόχρονα και τη συνθετική αδυναμία που παρουσιάζουν πολλοί τραγουδοποιοί μας όταν κατακερματίζουν την τριμερή τους ιδιότητα. Με άλλα λόγια είτε επειδή ο αριθμός των τραγουδιών είναι μεγάλος (δεκατέσσερα) είτε επειδή το στιχουργικό ύφος του Αλκαίου παραμένει σταθερό και αναλλοίωτο τα τελευταία του χρόνια είτε όπως είπαμε της συνθετικής αδυναμίας του Στόκα, ο ακροατής αισθάνεται αρκετά τραγούδια ως μια μάζα στα αυτιά του κι όχι ως ένα ομογενοποιημένο υλικό όπως εμφανίζεται σε ανάλογες περιπτώσεις ολοκληρωμένου δίσκου συνεργασίας δύο δημιουργών. Οι πινελιές του τζουρά και του μαντολίνου μέσα σε τραγούδια και ο διάλογος του τσέλου με το σαξόφωνο (π.χ. «Ο έρωτας σκοτώνει και του πάει») είναι θα έλεγα περισσότερο μουσικές αναπνοές και ηθελημένες ενορχηστρωτικές τακτικές παρά εκφραστικά όργανα μια πηγαίας μελωδίας.
Ο Στόκας, ωστόσο, χωρίς να διαθέτει τις ανοικτές μελωδίες του Μικρούτσικου ή το λαικότροπο ένστικτο του Μάλαμα δημιουργεί δύο εξαιρετικά τραγούδια που δένουν αρμονικά με τους στίχους: το παραδοσιακής κατασκευής «Φέρε μαζί σου χρόνο» (με το λάουτο του Βασίλη Τριάντη και τη λύρα του Παρι Περυσινάκη) και το λαικό «Εκεί που δεν το περιμένεις». Το κορυφαίο όμως τραγουδι του δίσκου είναι το καταληκτήριο «Το πέταγμα». Ξεκινά αργόσυρτα και μοναχικά και εξελίσσεται σε μια μελωδικότατη ροκ μπαλάντα με fynky ρυθμό (στο σαξόφωνο ο Δημήτρης Καραγιάννης) διευρύνοντας τόσο τα δικά του συνθετικά όρια όσο και τα συνήθη ακούσματα που έχουμε σε στίχους του Αλκαίου μιλώντας πάντα για τα τελευταία χρόνια.
Συνοπτικά κρίνω οτι οι νεαροί ακροατές του Στόκα -συνηθισμένοι από την Πυξ Λαξ εποχή- θα έχουν μιαν αμφίθυμη στάση μετά το άκουσμα, οι αναγνώστες του Αλκαίου θα συναντήσουν και πάλι τον γνώριμο και αγαπημένο τους ποιητή (με βάση τη νεώτερη περίοδο της στιχουργικής του), οι επικριτές του «έντεχνου» θα μιλήσουν για την ρομαντική αποστασιοποίησή τους εν καιρώ κοινωνικοπολιτικού αναβρασμού αλλά και σε σχέση με το τρέχον μουσικό ύφος, όμως όλες οι πλευρές, πιστεύω, θα συμφωνήσουν πως ο Στόκας δούλεψε (μαζί με τον ενορχηστρωτή Γιάννη Κωνσταντινίδη) χωρίς κανένα άγχος για εμπορικότητα ή την επικαιρότητα του υλικού, υπηρετώντας πάνω από όλα την τέχνη του. Για αυτό και ο δίσκος αυτός είναι βραδυφλεγής.
4. ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, «ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ», INNER EAR
Η πρώτη προσωπική δισκογραφική εργασία, μετά τα “Διάφανα Κρίνα”, βρίσκει τον Θάνο Ανεστόπουλο στο ίδιο μεν στιχουργικό πνεύμα που τον γνωρίσαμε, όμως με μια πρόοδο όσον αφορά την ποιότητα του λόγου του (σαφώς υπολειπόταν του ετέρου στιχουργού των Κρίνων, Παντελή Ροδοστόγλου). Η ποιητική του Ανεστόπουλου με αφομοιωμένα τα στοιχεία της “καταραμένης” ποίησης δεν είχε όμως καταφέρει να ξεπεράσει τις περισσότερες φορές την επιφάνειά της, με άλλα λόγια εκτός από τις λέξεις σύμβολα να κτίσει και ένα στιχούργημα με βαθύτερες προεκτάσεις που δεν αρκείται στη σκοτεινή ατμόσφαιρα αλλά εμβαθύνει. Στον πρώτο του δίσκο εμφανίζεται περισσότερο κοντά στη ψυχή του και όχι στις ψυχές των ποιητών που αγάπησε: “Τα μικρά παιδιά παίζουν με τα όπλα/ κι ο ήλιος τα πληγώνει”, “Η αγάπη θα βλαστήσει”, “Εγω θα σ’ αγαπώ ως τον σταυρό”. Μελοποιεί εξαιρετικά τον Αρσενι Ταρκόφκσι (σε μετάφραση Μαξίμ Κισιλιέρ-Λίνου Ιωαννίδη) και μάλλον ατυχώς και ανέμπνευστα το «Γράμμα ενός αρρώστου» του Νίκου Καββαδία, και πειραματίζεται ενορχηστρωτικά με μπάντζο, μουσικό πριόνι και κοντραμπάσο χωρίς ωστόσο αυτός ο πειραματισμός να ευωδιάζει ολόφρεσκους καρπούς. Η ερμηνεία του λυγμική και εν πολλοίς σπηλαιώδης, άλλες φορές εντός του κλίματος και άλλοτε υπερβολική, πάντα όμως εκ καρδίας. Εν ολίγοις η νέα εποχή του Θάνου Ανεστόπουλου αχνοφεγγίζει χωρίς όμως να είναι ακόμα αυτόφωτη. Κρατάμε όμως την ειλικρίνεια του θυμού του:
“Αυτό που με πειράζει με θυμώνει
είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας
είναι που δε βαστούν φωτιά τα ποιήματά μας
είναι το πάθος που στερούν απ’ τα παιδιά μας
Και μια σιωπή που μένει
και δεν πρέπει πια να ‘ναι η δικιά μας”
5. ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΟΥΛΗΣ, «ΜΑΓΓΑΝΕΙΕΣ», ΕΜΙ
Αφήνω εκτός το προσδόκιμο της συνεργασίας, την παρα-φιλολογία της δημιουργίας των τραγουδιών και το ρεύμα που έχουν οι δυο καλλιτέχνες και εξετάζω κατ’ ευθείαν τη στιχουργική του Παπακωνσταντίνου εντάσσοντας το δίσκο στην «μελοποιημένη ποίηση». Είναι ποιήματα τα στιχουργήματα του Θανάση Παπακωνσταντίνου; Ασφαλώς και είναι (στο μεγαλύτερο μέρος τους). Ασφαλώς και αν τα βλέπαμε τυπωμένα σε ποιητική συλλογή θα τα θεωρούσαμε εκ προιμίου ως ποιήματα. Η επιρροή του από το δημοτικό τραγούδι αλλά και από ποιητές της γενιάς του 70 όπως ο Χρήστος Μπράβος -τον οποίο και μελοποίησε- είναι αναμφίβολη. Ακόμα και αν σε αυτό το δίσκο δεν έχει τις καλύτερες στιχουργικές του στιγμές, δεν μπορεί κανείς να μην σταθεί στο εξαιρετικό «Η ουρά του αλόγου» [με νεα ερμηνεία εδώ], ένα ποίημα που θα ζήλευαν πολλοί δημοτικοί και μη ποιητές. Αξίζει να το παραθέσουμε ολόκληρο:
Ο καβαλάρης τ’ άλογο το `χε μες στην καρδιά του.
Που να `βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του.
Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι,
στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξπνιο,
κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ’ τον ίσκιο.
Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω,
αστρίτης στραβογάμησε και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες
ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες.
«Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις;
Ας δώσουμε όρκο. Με καιρούς θα σ’ εύρω ή θα μ’ εύρεις».
Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει,
καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν
το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ’ αφήσαν.
Περνούσε κι ένας μάστορας που `μαθε στην Κρεμόνα
να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια.
Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια,
την πήρε κι έφτιαξε μ’ αυτή δοξάρια ένα κι ένα.
Δυο μήνες έκανε ο νιος ν’ ανοίξει παραθύρι
την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι.
Εκεί `ταν λαουτιέρηδες που θέλαν’ παρακάλια
ήταν κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
«Γεια και χαρά στου βιολιτζή. Χρήμα πολύ θα δώσω.
Θέλω ν’ ακούσω απ’ τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω».
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι,
ταιριάζει στο σαγόνι του, τ’ όργανο με καμάρι,
Και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω,
τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.
Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει
ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει.