[author]Του Βασίλη Λαλιώτη[/author]
Η μόνιμη πρόκληση είναι να κάνεις το Δημοσιολόγο. Είναι το μόνο είδος λόγου που ενώ βρίσκεται εν αφθονία η ζήτησή του παραμένει συνεχώς αύξουσα. Ίσως να προέρχεται από το γεγονός της σύγχρονης διαχείρισης από την εξουσία του μη αρεστού λόγου. Από τη στιγμή που δεν τον απαγορεύει αλλά τον διαλύει σε σκουπίδια λόγων κάθε καινούριος λόγος είναι ευπρόσδεκτος. Αυξάνει τη διασπορά των λόγων που είναι αναγκαίοι για να προσανατολιστούμε και κυρίως για να πάρουμε αποφάσεις, παρεμβάλλοντας αλλότριους λόγους που μας εκτρέπουν, μας κάνουν αναβλητικούς, μα τρέπουν σε μια πορνογραφική και ηδονοβλεπτική ανακύκλωσή τους, που δικαιολογεί μέσα μας μια διαρκή αναβολή στη λήψη των ζωτικών για μας αποφάσεων . Πιστεύω πως ο Μαρξ σήμερα θα συνυπέγραφε τη φράση: Η Πληροφορία είναι το Όπιο του λαού.
Μια απόδειξη της διαρκούς ζήτησης δημοσίου λόγου είναι και ο παρών λόγος. Στην περίπτωση μου διασχισμένος από τον διχασμό ανάμεσα στον πολιτικό επιστήμονα και τον ποιητή και τις αντίστοιχες γενεαλογίες. Γιατί ο ποιητής τρέχει με περισσότερο αναπεπταμένο χρονισμό από τον πολιτικό σχολιαστή. Δεν έχει σημασία που οι καταθέσεις των ποιητών στο χρόνο ανελκύονται όταν πια έχουν γίνει αδρανείς. Οι προσπάθειες πάντως των ποιητών να τοποθετηθούν στα τρέχοντα αποδείχτηκαν οικτρές. Τόσο η αναγνώριση του Σαμαρά, ως ερχομένου από τον Οδυσσέα Ελύτη, όσο και οι επιστολές της κας Δημουλά στον Καραμανλή το Μικρό. Έτσι το ακατάλυτο πρότυπο παραμένει η Σεφερική στάση με όλα τα διδάγματά της για το πότε ο ποιητής πρέπει να παίρνει δημόσια το λόγο. (Το Βύρωνα Λεοντάρη τον ακύρωσε η αντιφατική του στάση απέναντι στο κρατικό βραβείο σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο. Για να μη μιλήσω για τους κρατικά επιδοτούμενους ποιητές με αριστερό παρελθόν, τους ακυρωμένους ηθικά από την κλεπτοκρατία.)
Το παρόν της χώρας είναι τόσο αναχρονιστικό και η συλλογική μνήμη τόσο αβαθής που έναν αιώνα και πλέον οι δημοσιολόγοι υποσημειώνουν Εμμανουήλ Ροϊδή. Ελάχιστα πράγματα υπάρχουν που δεν έχει επισημάνει. Γι αυτό και το μόνο άλλοθι να πάρει το λόγο ο ποιητής όσο κι αν φαίνεται παράδοξο είναι μόνο για την άσκηση ύφους. Καμία άλλη δύναμη δεν έχει ο λόγος του από τη στιγμή που η σοσιαλδημοκρατική ευμάρεια άλλαξε την εικόνα του. Οι όροι εθνικός ποιητής, και άνθρωπος του ήθους, προβληματικοί ήδη από την εποχή και μετά τη Σεφερική παρέμβαση στα δημόσια, αντικαταστάθηκαν από τον ποέτα λαουρέτους, δαφνοστεφής ποιητής, ήτοι αναγνωρισμένος ως ημιεπίσημος προπαγανδιστής της μάρκας εικόνας που αντιπροσωπεύει κάθε χώρα στο παγκόσμιο χωριό. Ρόλος που το αποσύρει από την κοινωνία και τον αφήνει στη χαμηλή διαχείριση των σχολών όπου διδάσκεται ελληνική φιλολογία για ξένους.
Πρέπει ίσως να πενθήσουμε το γεγονός αυτής της υποβαθμισμένης μεταμόρφωσης και κα συνεχίσουμε τη ζωή μας αναγνωρίζοντας ότι για τον ποιητή δεν υπάρχει κανένας σημαντικός ρόλος στην εκτύλιξη των κοινών και πως αντί να παίζει ένα ρόλο συγκλίνοντος προτύπου αποτελεί ένα πύκνωμα αποκλίνουσας και αμυντικής συμπεριφοράς και δράσης απέναντι στη φενάκη των εξουσιών, με τις οποίες δεν πρέπει να διατηρεί καμιά γέφυρα. Κυρίως έχοντας καταλάβει ότι γι αυτόν δεν υπάρχει σημαντικός ρόλος. Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι κοινωνίες που εξέπεσαν των ποιητών τους. Το αν μακροπρόθεσμα θα το πληρώσουν, το αν αρχίζει μια πολιτισμική οπισθοδρόμηση σε μια σύγχρονη βαρβαρότητα είναι κάτι που μόνο σε διοράσεις που αφορούν μεγάλους χρόνους μπορεί να κατατεθεί.
Ας έχουμε ως κρατούμενο όλο αυτό το σκεπτικό για το ρόλο του ποιητή στις μέρες μας. Σοβαρά, όχι με τα πασαλείμματα και την προχειρότητα του κρυπτοσταλινικού δημοσιογραφικού λόγου που πορνογραφεί την Ιστορική αντίληψη με λεκτικά πυροτεχνήματα. Το συμπέρασμα είναι πως πριν μιλήσει δημόσια ο ποιητής θα πρέπει να αναρωτηθεί και να αναρωτηθούμε τι εξουσίες λίντερ οπίνιον μπορεί να έχει που να κάνουν την οποιαδήποτε άποψή του αξιανάγνωστη. Πoιό είναι το ανύπαρκτο προνόμιο βίωσης που τον κάνει πιο οξυδερκή από οποιοδήποτε άλλο πολίτη και ειδικά σε μια εποχή που έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου για τις δημόσιες παρεμβάσεις. Ένα μικρό προνόμιο έκφρασης έχει κι αυτό πολλές φορές σε ένα χρηματιστήριο δημοσιότητας που τα λογαριάζει όλα εκτός από την ποίηση, κυρίως γιατί δεν διαθέτει κριτήριο.
Η πορεία και η στάση του στο πρόσφατο παρελθόν απέδειξε ότι είναι μικρός, ευάλωτος, υποτακτικός και με μειωμένες ηθικές αντιστάσεις. Ένα είδος θεραπενίδας που προσδίδει μια εξωτική γεύση στον έναν από τους τρεις πόλους της διαφθοράς στη χώρα, στο τύπο, για ελάχιστα ή και δωρεάν. Πως έχει τη μοίρα του πρωτογενούς παραγωγού σε μια χώρα μεσαζόντων. Πως μια αναφορά στο όνομά του στα μέσα τον απασχολεί περισσότερο από την καταστροφή της χώρας, αν δεν αποτελεί αργόμισθο σύμβουλο η «παπαγαλάκι» των εξουσιών.
Η μόνη σοβαρή και ηθικά αποδεκτή στάση είναι η αποκλίνουσα. Καμία σχέση του ποιητή με τρίγωνα και τετράγωνα εξουσιών. Καμία συγκατάνευση στη δημοσιογραφική εκπόρνευση. Κανένας συμβιβασμός με λογικές Κομμάτων. Κανένας εναγκαλισμός με πρόσωπα της εξουσίας. Μια βαθύτατη περιφρόνηση για την αγράμματη άρχουσα τάξης της χώρας και τις χυδαίες ανάγκες της. Και κυρίως καμιά λησμοσύνη για τον άγνωστο του αστυνομικού δελτίου, που μην έχοντας δίκτυο σχέσεων για να εκβιάσει την εξουσία είναι ο μόνος που ζει το αληθινό πρόσωπό της.
Η στάση για την οποία αξίζει ένας ποιητής να βάλει το σώμα του πίσω από τα λόγια του στις μέρες μας είναι η στάση από το πρώτο τετράστιχο του Ρέκβιεμ της Άννας Αχμάτοβα:
Χώρο δεν έδωσα στον κυνισμό
που σάπιζε αγγίζοντας όλες τις σφαίρες.
Έμεινα μ’ ότι απόμεινε απ’ το λαό
τις δύσκολες εκείνες μέρες.
Αυτά ο ποιητής. Ο πολιτικός επιστήμονας τα βλέπει πιο ξεκάθαρα. Σχεδόν όπως ο καθένας , για αυτό και δεν υπάρχει ανάγκη μιας δημόσιας παρέμβασης. Ας μιλήσει κάποιος άλλος. Εξ’ άλλου και όσα έγραψα εδώ ήταν μια άσκηση ύφους πάνω σε αγαπημένες γραφές στις οποίες μπορείτε ίσως να προσαρτήσετε το κείμενο. Η αισθητική απόβλεψη είναι το πλέον ριζοσπαστικό ως πράξη αντίστασης σε μιαν άρχουσα τάξη που δεν έχει αισθητική και κυρίως επειδή δεν μπορεί να την αγοράσει.