Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Απόστολος Θηβαίος, Ένα πεζό και δύο ποιήματα

$
0
0

 

«ΝΩΡΙΣ»

Ήταν νωρίς το απόγευμα. Η ώρα που γυρνούν κοπάδια οι άνθρωποι από τα φωτισμένα με νέον γραφεία. Οι λαμπτήρες αυτοί αρρωσταίνουν τα μάτια σου, θέλει κόπο, χρόνια για να δεις ξανά τα χρώματα λαμπρά, καθώς τα θυμάσαι. Υπήρχαν παιδιά, κρατούσαν όργανα μουσικά, χάνονταν στους υπόγειους σταθμούς, γελούσαν και αποχαιρετιούνταν με τόση τρυφερότητα, όπως εκείνοι που δεν πρόκειται ξανά να ανταμώσουν. Περνούσαν κουρασμένες γυναίκες που έδειχναν λυπημένες, γιατί κάποτε έχασαν ένα μωρό παιδί, έτσι αναπάντεχα. Δυο άνδρες, ηλικιωμένοι, μιλούν με πάθος στα σκαλιά της βιβλιοθήκης. Φαίνεται πως συναντιούνται σε τούτη την πόλη ύστερα από πολλά, παλιά χρόνια. Ρωτούν για τις γυναίκες τους, για τα παιδιά, ξεστομίζουν άγνωστα ονόματα, με κάποιους από αυτούς ήταν στρατιώτες στις βόρειες πόλεις, είχαν μια φιλία δυνατή, μα συχνά οι άνθρωποι χάνονται, είναι τόση η αγωνία της ζωής μας, όσες και οι κατευθύνσεις των μεταλλικών ανεμοδεικτών. Ο νεαρός άνδρας που επαιτεί, μονολογεί πως τούτοι οι καιροί κατέστρεψαν τη φαντασία του, έπειτα πετά τα χρήματα στον αέρα, σωριάζεται και κλαίει. Είναι όμορφο να κλαίμε, λέει κάποιος και χάνεται στην απέναντι στοά, με τα ακριβά βιβλιοπωλεία που εκθέτουν στις προθήκες τους υπέροχα λευκώματα, φωτογραφίες Ευρωπαίων περιηγητών, τον καιρό που τούτη η πόλη ήταν σαν έναν καλό άνθρωπο, απλή και φιλόξενη. Κάποιος μου μιλά, με αγγίζει τρυφερά στο χέρι, μου εκμυστηρεύεται πως όλο το σπίτι μυρίζει εξορία και θάνατο και έχει πολύ μοναξιά μες στο σπίτι, σε όλα τα δωμάτια καραδοκούν άγρια ζώα, σέρνονται στα πόδια μου και ζητούν το άγγιγμά μου.Ένας άνθρωπος στον εξώστη του νεοκλασσικού οικήματος φτιάχνει μια θέση για τον εαυτό του μες στον κόσμο, ύστερα θα χαθεί η μορφή του, άνθρωποι πολλοί κοιτούν τη σωρό που είναι πνιγμένη μες στο χαμόγελο και μες στο αίμα. Κάποιοι κοιτούν προς τον εξώστη, παρατηρούν τη λευκή κουρτίνα που σκίζεται και μες στις καρδιές μας κάνει πια έναν θόρυβο τρομερό.
Ο καιρός φέρνει τώρα μονάχα στάχτες. Κάτι καίγεται στο βάθος του δρόμου, είναι ένας άγιος με ρωμαϊκά μαλλιά που ξεστομίζει φοβερές απειλές και χάνεται μες στο πλήθος με μια εκκωφαντική συγνώμη. Όσοι τον ακολουθούσαν, ποιητές, γελωτοποιοί, άνθρωποι περιφρονημένοι και παράφρονες, σταματούν και θρηνούν και ανοίγουν μια πόρτα μες στη νύχτα και χάνονται. Τώρα οι μόνοι που καταφτάνουν είναι εκείνα τα παιδιά με τα διογκωμένα, ερυθρόμορφα πόδια, με το σταθερό βηματισμό, με το άκαμπτο σώμα, την πεθαμένη φωνή, το σύρμα που τα διατρέχει σε όλο το ύψος τους. Φτάνουν και μπορεί κανείς να ξεχωρίσει λοιπόν πως στη θέση των ματιών τους έχουν άγρια δόντια, κατάμαυρα από τα παλιά αίματα, η έκφρασή τους σφάζεται, είναι μισά φεγγάρια οι άνθρωποι αυτοί, όλο σκόνη και αγωνία, είναι μισά φεγγάρια, ποτέ δεν θα σταθούν ολόκληροι στο φως μιας νέας μέρας. Στα χέρια τους διακρίνω υπέροχα σχέδια από διαχρονική μελάνη. Ένα κεφάλι τράγου, ένα σίδερο, σχεδόν ανάγλυφο, μια γοργόνα, ένας ναύτης, ένα δάκρυ ψηλά εκεί που κάποτε ήταν τα μάτια μας. Με προσπερνούν βιαστικοί γιατί τώρα χτυπά ο άρρωστος παλμός και δεν υποφέρονται τέτοια πράγματα. Ιδρωμένοι και μόνοι κοιτούν με απελπισία τις πλατείες, μήπως φανεί ο έμπορος, με τα λευκά, θανατηφόρα είδη του. Στο διάβα τους σκορπούν πουλιά, σκορπούν χρόνια καρπερά, στο διάβα τους προσκυνούν οι τρομαγμένοι, μερικά παιδιά γυρνούν και κοιτούν την πρώτη όψη του θανάτου. Θέλω να πω πως υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν τα πιο όμορφα και λαμπερά πράγματα πάνω σε φύλλα αγαύης, θα πέσουν όλες οι λέξεις με τον πρώτο χειμώνα, τα δέντρα αξιοποιούνται τώρα από τις εταιρείες ξυλείας, έπειτα πωλούνται σε μάντρες υλικών καύσεως, σε τιμές δελεαστικές και αξεπέραστες. Σε ένα τέτοιο δέντρο κρεμάστηκε κάποτε η μάνα μας, το σώμα της έφτανε ως τις ψηλές φωλιές, το σώμα της έπειτα ξεπέρασε τα σπίτια, τράβηξε στις πέρα σφαίρες, με όλη την ορμή της θλίψης. Θέλω να δω τον ήλιο. Θέλω η μάνα μας Δημήτρη, να με συντροφέψει, όπως τους τυφλούς εκεί που σηκώνεται ο ήλιος, εκεί που ρημάζονται τα κουρέλια της νύχτας μας Δημήτρη.
Τα παιδιά σώθηκαν όπως το νερό. Κάποιοι λένε πως τραβούν κατά την έξοδο της πόλης. Θα περπατούν άρρωστοι μέχρι να σκοτωθούν από τις στερήσεις. Και δεν είναι μονάχα της φλέβας ο αχόρταγος χτύπος, είναι τα τακούνια εκείνου του κοριτσιού που εκδίδεται εμπρός στη μορφή σου και σε χτυπά με τη σιδερογροθιά μες στην ψυχή, είναι το αγόρι με τα διακριτικά κάποιας βρεττανικής ομάδας που μιλά παραισθησιογόνα και κάποτε επιθυμούσε να σπουδάσει με πάθος την αρχαία γλώσσα, είναι οι ηλικιωμένοι άνδρες που χύνουν το αίμα τους από το λαιμό και στέκουν, άγγελοι μαύροι στα κιγκλιδώματα των περίφημων λεωφόρων.
Ήθελα μόνο κάπου να τα πω. Γιατί δεν μπορούμε Δημήτρη να μην μιλήσουμε για εκείνα που είδαμε. Κανείς λοιπόν δεν θα κληρονομήσει τα κατεστραμμένα σπίτια μας, κανείς Δημήτρη. Εγώ συγκρατώ τα τοπία που θυμίζουν κάτι από φως ηλεκτρικό, ευαίσθητο. Εγώ συγκρατώ Δημήτρη, πως μες στις πόλεις επιβιώνουν παιδιά, σαν εκείνα για τα οποία σου μιλώ που δεν είναι δειλά και που έχουν κατάμαυρα μάτια, σαν πόρτες εκκλησιάς και καθώς περπατούν νομίζει κανείς πως βαδίζει ο νεκρός Θεός.
Ήταν απόγευμα. Και εκείνα τα παιδιά που ζωγραφίζουν τις στέγες μας έμοιαζαν με καιόμενα πουλιά που φυτεύουν φωτιές στα σπίτια, στους ουρανούς. Επίκειται ακόμη ένας ολονύκτιος βομβαρδισμός. Εκτός και αν όλα εκείνα τα παιδιά με τα ερυθρόμορφα πόδια, συνεχίσουν τον ανυπόφορο κόπο τους και κατορθώσουν κάποτε να λησμονήσουν την τρομερή φιλοδοξία. Εκτός και αν καταφέρουν να πεθάνουν απρόσμενα, μες σε μια στοργική λύπη, εκείνα τα παιδιά.Μιλώ για τους εθισμένους στην αγωνία. Ετούτοι έχουν περισσότερο πάθος τελικά για να ζήσουν Δημήτρη. Για να ζήσουν

 

**

«ΚΤΙΡΙΑ»

 
Η πόλη μου έχει κτίρια υπέροχα.
Χτίστηκαν τον καιρό της αλληλεγγύης.
Τα κτίρια αυτά έχουν συνήθως μαρμάρινες προσόψεις,
Προτομές, λευκά αγάλματα,
Αετώματα,
Βημόθυρρα στο μέτρο των αρχαίων.
Είναι υπέροχα τα κτίρια αυτά, για τα οποία σας μιλώ.
Είναι ζεστά, σαν άνθρωποι συγγενικοί.
Σας το επισημαίνω τούτο,
Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές,
Κυρίως το χειμώνα,
Που κοπιάζουν
Στα ηλιόλουστα σημεία του,
Γυναίκες με καταλαδωμένα φορέματα,
Άρρωστα παιδιά,
Υπαίθριες ορχηστρίδες.
Είναι πολύ σπουδαίο
Να αφήνονται ελεύθερες,
Τέτοιες περιοχές,
Κοντά στον ήλιο,
Υποθέτω.

 

 

**

«ΟΤΑΝ»

 
Όταν απομακρύνθηκε το πλήθος,
Ξέσπασαν ανήσυχοι ψίθυροι,
Ακούγονταν βήμματα κάτω από τα πόδια μας.
Δεν έδωσα σημασία.
Στάθηκα στο μέσο του οδοστρώματος
Και περιεργάστηκα την ευρύτητα της λεωφόρου.
Πίσω μου τουφέκιζαν τη μέρα.
Εμπρός μου ο λαός που ανέβαινε,
Σκαλωσιές στον ορίζοντα.
Και όλο τείνω, το νιώθω,
Προς την εποχή μου.

 

 

*****************************************************

Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα, όπου και κατοικεί. Κατάγεται από το Βραχάτι Κορινθίας. Εργάζεται στον τραπεζικό τομέα.

Η εργογραφία του περιλαμβάνει:

  • «Νόμισμα στην Όχθη», εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος
  • «Πολύχρωμο Θάρρος», εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη
  • «Mendizabal», εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη
  • «Οδός Πόλεως, αριθμός 28», εκδόσεις Πάτση
  • «17», εκδόσεις Εκάτη
  • “Τα όνειρα της Μαριελ” flipping book, 24grammata.com

Συμμετείχε με επιτυχία σε διαγωνισμούς λόγου. Θεατρικά, συμμετοχές του περιλαμβάνονται στα δρώμενα του «Studio της οδού Πλαταιών», όπου και παρουσιάστηκαν ολιγόλεπτες ταινίες, βασισμένες σε δικά του κείμενα, καθώς και στο 1ο Φεστιβάλ του «Τραίνου στο Ρουφ», όπου και συμμετείχε με την παράσταση «Συναντήσεις», βασισμένη σε δικούς του μονολόγους.

Κείμενα και άρθρα του περιλαμβάνονται στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο του λόγου. Ενδεικτικά, αναφέρονται τα περιοδικά «Νέα Σκέψη», «Νέα Αριάδνη», «Οδός Πανός», «Νέα Ευθύνη», «Τετράδια του Ελπήνορα», «Νησίδες». Βασικός συνεργάτης του ηλεκτρονικού περιοδικού 24grammata.com. Έχει συνεργαστεί και με τις ιστοσελίδες «Asante», «Poeticanet», «Eyelands», «Βακχικόν», «Επί σκηνής», «Critique», «Παράθυρο», «Ποιείν» και άλλα.

Επίσης κείμενά του περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles