Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Ηλίας Κολοκούρης, «Ευαγγελισμός: Τη Υπερμάχω Στρατηγώ/ Συννεφιασμένη Κυριακή»

$
0
0

 

 

Οκτώβριος 2004. Η Αθήνα λαμπυρίζει και εθνοπανηγυρίζει, έχει μόλις ολοκληρώσει και εκβάλει από μέσα της κάθε καρπερό χυμό Ολυμπιακών Αγώνων, Euro και άλλων ηχηρών παρομοίων. Η Βαγγελιώ σπουδάζει στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι κομμάτι γεμάτη. Τι κομμάτι, ένα κομμάτι είναι αλάκερη. Αλλά έχει μια τόσο αισθαντική φωνή, κάθε φορά που με καλεί στο τηλέφωνο αναδίδει μια οργασμική ηρεμία, σα να μιλά μοναχή εν Χριστώ αδελφή εργαζόμενη σε ροζ τηλέφωνο. Γαλήνια έκφυλη. Δεν γνωρίζω αν είναι η αφήγησή της, αλλά έχω αναπτύξει μια εμμονή με τα δάχτυλά της. Όχι επί του πρακτέου βέβαια, τα κοιτώ μονάχα. Τα μακριά, λεπτά της δάκτυλα, με το γαλλικό νυχάκι και τις περιποιημένες παρωνυχίδες, το δαχτυλιδάκι στον αντίχειρα και το κομποσχοίνι στον καρπό. Θεούσα. Δεν ξέρω. Τα κοιτώ και τα ξανακοιτώ. Από τότε που μας αφηγήθηκε εμένα και του Γιάννη πάνω από έναν δίσκο με κοκκινιστό στο Εστιατόριο της Φιλοσοφικής. Πώς και τι. Τέντωνε τα δάκτυλα και μας έδειχνε. Σούφρωνε τον δείκτη με τον αντίχειρα σχηματίζοντας μια φανταστική οπή, η οποία προσομοίαζε με μία άλλη οπή του σκότους. Και με τον δείκτη του άλλου χεριού παραβίαζε εκείνη την φανταστική οπή του σκότους επανειλημμένα και αυθάδικα. Ενώ ταυτόχρονα μιλούσε με εκείνη την μελωμένη φωνή, πείθοντάς μας ότι επιτρέπεται και ότι από μικρή στο Κολλέγιο το είχε δοκιμάσει και ότι είναι ωραία πολύ. Αγαπημένος της ποιητής της Βαγγελιώς ήταν ο Ρωμανός ο Μελωδός. Σήμερα η Βαγγελιώ έχει μόλις τελειώσει την επιμέλεια στην έκδοση ενός χειρογράφου της Μονής του Εσκοριάλ, πόνημα του Λαομέδοντος Λακαπηνού, έργο περίεργο καθώς συνδυάζει την Φυσιολογία με το Χρονικό έως τον βίο και την πολιτεία του Ιωάννου του Τζιμισκή.
Η Αθήνα ως προείπα, λαμπυρίζει μέσα στην μετολυμπιακή της ευμάρεια. Έχουν γίνει έργα, έχει τελειώσει το μετρό, το τραμ την βγάζει δεν την βγάζει ακόμα, όλα πάνε κατά τας γραφάς. Ετούτη την Κυριακή την συννεφιασμένη, το πάρκο πέριξ του Νοσοκομείου του Ευαγγελισμού έχει μόλις επαναφυτευθεί. Ζουμπούλια, μενεξέδες, πανσέδες και μαργαρίτες κοσμούν τα παρτέρια. Ευωδιάζει ο ευλογημένος τόπος. Η Βαγγελιώ με φέρνει εδώ κάθε απόγευμα ετούτον τον Οκτώβρη. Είναι που ανεβαίνουμε στην Φιλοσοφική και πάλι έχει κατάληψη, δεν ξέρω. Είναι όντως ωραία εδώ. Αλλά τι στο διάολο την πιάνει και με κουβαλά με τόση ευλάβεια εδώ πέρα; Ανάβει και κεράκι στο παρεκκλήσι τρομάρα της και βοήθειά της. Καθόμαστε σε αυτό εκεί το παγκάκι. Κάθε φορά προσπαθώ να της πω με ενθουσιασμό ότι έχω ανακαλύψει ένα καινούριο περιοδικό και ψήνομαι να πάω, ότι είδα το Μπιμπερό του Κραουνάκη και είναι τρομερό, ότι καλά εντάξει οι Βρυκόλακες στο Απλό θέατρο απλώς τα σπάγανε και τέτοια. Μα κάθε φορά, εκείνο το γαλήνιο κοράσι, η τεράστια Βαγγελιώ, μέσα στην ηρεμία του Πάρκου του Ευαγγελισμού, μου φωνάζει “Σκάσε!” κι εγώ τι να κάνω, σκάω. Δεν την ρωτώ γιατί. Δεν ήταν ούτε ο Ζορό, ούτε ο Νοσφεράτου, ούτε καγκουρώ πάνω στην χαρά του. Ήτο η οργίλη Βαγγελιώ. Κατανοώ ότι όσα λέω είναι ενδεχομένως βλακείες, γι’ αυτό και γραπώνω τα λινκ απ’ το γιουτιούμπ μπας και φανούν πιο ξύπνια τώρα. Μα κι από την άλλη δεν βλέπω την Βαγγελιώ να θέλει να πούμε ή να κάνουμε κάτι άλλο. Κάθε φορά σκάω και κάθομαι να την παρατηρώ. Κοιτάζει γύρω με μια ηρεμία στα μάτια, όμοια με θάλασσα λάδι. Το μόνο που κινείται πάνω της με μανία είναι τα ρουθούνια της. Εισπνέει με τρέλα τον αέρα του Οκτώβρη ή τις ευωδιές απ’ τα λουλούδια ή δεν ξέρω τι. Δεν τολμώ να την ρωτήσω. Κάθε φορά αναρωτιέμαι. Μα κάθε φορά το “Σκάσε” της με κάνει να σωπαίνω. Ώσπου μια φορά, έχω οικοδομήσει την συνομιλία μας από πριν. Θα της πω όσα θέλω στο λεωφορείο το 250 και όταν φτάσουμε, θα σκάσω προκαταβολικά και πριν την εντολή της. Και σκάω. Και εκείνη την φορά η Βαγγελιώ δακρύζει. Και συνεχίζει να μυρίζει. Πρώτη φορά με πλησιάζει. Μου αγγίζει τον ώμο. Και ψιθυρίζει (νη Δία έχω μύτη που πιάνει την απλυσιά απ’ το χιλιόμετρο, κι αν αρχίσω να φταρνίζομαι θα είναι από το πιπέρι που έριξε η γειτόνισσα στο κοτόπουλο) ψιθυρίζει με τα μάτια βουρκωμένα από τη γλύκα και τη συγκίνηση:
“Δεν μυρίζει υπέροχα εδώ; Νιώσε την ευωδιά. Το σπέρμα τόσων και τόσων αδέσποτων σκυλιών πώς δροσίζει απόψε το γρασίδι του Πάρκου…”

 

*********************************************

 

Αυτοβιογραφικό

Σπούδασα αρχαία ελληνική φιλολογία και λογοτεχνία. Κάνω μαθήματα ελληνικών σε ξένους, μα περισσότερες ελπίδες διαβλέπω στο να καταλάβουν εκείνοι, παρά κανείς άλλος τις αρλούμπες μου.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles