Το Α’ ΜΕΡΟΣ εδώ: http://www.poiein.gr/archives/19740/index.html
3
Απόγευμα. Η Άντη μπαίνει με μια ανθοδέσμη. Ο Τζάκος γράφει στο καθιστικό. Ακούγεται σε χαμηλή ένταση η Symphony No 1/Tragic Overture του Brahms.
Άν: (Ψάχνοντας στην τσάντα της) Πού έβαλα το ψαλίδι;
Τζ: Αγνοώ.
Άν: (Ενώ ετοιμάζεται τελετουργικά να θυμιάσει) Κύριε…
Τζ: Ορίστε!
Άν: Α, πρέπει να μου δανείσετε 35 ευρώ.
Τζ: Πάλι;
Άν: Τι εννοείτε πάλι;
Τζ: Εννοώ πάλι!
Άν: Πρέπει να μου δώσετε 35 ευρώ! Η γυναίκα που έπλυνε τα χαλιά μου πήρε 35 και τώρα δεν έχω τίποτε.
Τζ: 35; Πολλά!
Άν: Κουράστηκε η καημένη…
Τζ: Κουράστηκε να πλύνει δυο χαλάκια; Για 35 ευρώ;!
Άν: Ναι. Πρέπει να μου τα δώσετε και αύριο θα σας τα γυρίσω.
Τζ: Δεν έχω ψιλά.
Άν: (Σκέφτεται) Δεν έχετε;
Τζ: Όχι.
Άν: Θα βγείτε απόψε;
Τζ: Ναι.
Άν: Θα μου αφήσετε 35 ευρώ στο τραπέζι;
Τζ: Πότε;
Άν: Όταν γυρίσεις!
Τζ: Ενικός; Ε, τότε να σας αφήσω!
Άν: Θα σου τα γυρίσω μόλις θα πληρωθώ. Πόσο του μηνός έχουμε;
Τζ: Οκτώ.
Άν: Αποκλείεται!
Τζ: Εσείς το αποκλείετε!
Άν: Και πόσο πάει ο μήνας;
Τζ: Τριάντα μία.
Άν: Δεν είναι δυνατόν!
Τζ: Είναι!
Άν: Και πότε θα πληρωθώ;
Τζ: Προχθές δεν πληρωθήκατε;
Άν: Και τώρα δεν έχω τίποτε.
Τζ: Γιατί άραγε;
Άν: ………….
Τζ: Μου ζητάτε συνέχεια δανεικά…Κι αγύριστα!
Άν: Ε, όχι και διαρκώς!…
Τζ: Που δεν τα γυρίζετε, όμως!
Άν: Πότε σας ξαναπήρα;
Τζ: Και χτές!
Άν: Δεν το θυμάμαι.
Τζ: Εξυπακούεται.
Η Άντη θυμιάζει, ενώ απαγγέλλει ψιθυριστά.
Άν: Άγιε Ιωάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του Κυρίου, προσκυνώ την χάρη Σου. Πρέσβευε στον Κύριο να ελεήσει όλες τις ψυχές των αποθαμένων μου, και μένα την ανάξια και την αμαρτωλή του Κυρίου. Υπεραγία Θεοτόκε, Μάνα του Ιησού Χριστού Αγία των αγίων, πρέσβευε στον Κύριο να ελεήσει όλες τις ψυχές των απεθαμένων μου, δίκαιους και άδικους και μένα την αμαρτωλή. Υπεραγία Θεοτόκε, Μάνα του Ιησού Χριστού, Αγία των αγίων πρέσβευσε στον Κύριο να ελεήσει την ψυχή του παιδιού μου, δούλου Σας Ιωάννη, τον δούλο Σας Αλέξανδρο και όλες τις ψυχές των νεκρών, δίκαιους και άδικους και μένα την αμαρτωλή…
Τζ: Αμάν, αυτό το λιβάνι!
Άν: Καλά, τελειώνω…
Τζ: Επιτέλους! (Ανοίγει το παράθυρο).
Άν: (Περνώντας στη βεράντα) Θα μου κάνεις λίγη συντροφιά;…
Τζ: (Αδιάφορα) Ναι…
Άν: Πιάνεις σε παρακαλώ εκείνο το βιβλίο! Ευχαριστώ! Έλα να σε δω λίγο…
Τζ: Τώρα! (Μονολογώντας) Ανάμεσα στην Αγία Γραφή και στον Γκίνσμπεργκ…
Άν: Θα έρθεις;
Τζ: (Νευρικά) Θέλω να γράψω!
Άν: Μα δεν σ’ εμποδίζω.
Τζ: Χρειάζομαι ησυχία.
Άν: Σκέπτομαι να πάρω γυναίκα…Μια κοπέλα…Δεν με νοιάζει. Θα την πληρώνω για να κοιμάται μαζί μου…
Τζ: Και ποιά κοπέλα θα κοιμάται μαζί σας;
Άν: Θα την πληρώνω!
Τζ: Το λέτε σοβαρά;
Άν: Απολύτως! Τι άλλο να κάνω;
Τζ: (Ανοίγει ένα βιβλίο και κάθεται στην πολυθρόνα απέναντί της) Ακούστε!
Άν: (Γλυκά) Ακούω.
Τζ: Δυστυχώς από μικρή-μικρή ξέφυγε από τον ίσιο δρόμο. Ο έλεγχος του σπιτιού της δεν ήτανε αρκετός και η χριστιανική της διαπαιδαγώγησις ήτανε σχεδόν ανύπαρκτη. Ήτανε βέβαια χριστιανή, αλλά μόνο κατ’ όνομα. Ήτανε της αράδας. Στην ψυχή της δεν υπήρχε πίστις δυνατή και δεν έμαθε ποτέ της για τις ηθικές αξίες της ζωής. Ποτέ δεν άκουσε για τη χαρά της αγνής ζωής. Τίποτε δεν βρέθηκε μπροστά της να την διδάξει για το μεγαλείο που έχουν τα νειάτα και πόσο τρομερή είναι η αμαρτία…
Άν: (Χασμουριέται) Μια φορά είναι τα νιάτα…
Τζ: …Αντίθετα, η δυστυχισμένη αυτή κοπέλα μπροστά στον όμορφο δρόμο της και από την τρυφερή ηλικία συνάντησε τον κατήφορο, τον βούρκο. Μόλις ένοιωσε πως άρχισε να μεγαλώνει είχε γύρω της μονάχα πειρασμούς και παγίδες. Η αμαρτία της ηδονής άνοιξε διάπλατα το στόμα της κι άρχισε να την καταβροχθίζει…
(Η Άντη αποκοιμάται. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Βασίλης).
Τζ: Έλα! (Περνώντας στο καθιστικό).
Βα: Τι κάνεις;
Τζ: Τη γκουβερνάντα.
Βα: Κοιμήθηκε;
Τζ: Μόλις.
Βα: Τι έκανες σήμερα;
Τζ: Πήγαμε σε κηδεία.
Βα: Ποιός;
Τζ: Ο πατέρας ενός φίλου. Πλήρης ημερών. Ενενήντα…
Βα: Μακάρι κι εμείς! Εκεί βλέπω και την Άντη.
Τζ: Θα της φέρω γυναίκα.
Βα: Να σας νταντεύει…
Τζ: Γιατί όχι. Αλλά, δε θέλει ξένη…
Βα: Ονειρεύεται κανένα φτωχοκόριτσο από χωριό;
Τζ: Μάλλον.
Βα: Να το ξεχάσει.
Τζ: Παρακολούθησε την κηδεία, μολονότι δε γνώριζε τον νεκρό…
Βα: Νεκρόφιλη!…
Τζ: Κηδειομανής!…
Βα: Ιέρεια…
Τζ: Του ερέβους…
Βα: Θα σε καταβροχθίσει. Να την προσέχεις!
Τζ: Της έλειψα στις διακοπές. Έκανε σαν τρελλή.
Βα: Αλίμονο!
Τζ: Πηνελόπη!
Βα: Απέκτησες μάνα. Μετά τη μητριά, η υιοθεσία!
Τζ: Απέκτησα φίλη. Ετών ογδόντα και δύο!
Βα: Μπορεί για καλό…
Τζ: Εσύ;
Βα: Το βλέπω χλωμό.
Τζ: Ποιό;
Βα: Το ειδύλλιο με τον Ρόμπερτ.
Τζ: Σου είπα…
Βα: Δεν είναι εύκολο…
Τζ: Το ξέρω. Είσατε πολύ μακρυά. Το βλέπεις!
Βα: Το βλέπω…
Τζ: Το Βερολίνο δεν έγινε, η Φραγκφούρτη ναυάγησε, στην Αθήνα σε άδειασε…
Βα: Απαράδεκτος!…
Τζ: Κι η ιστορία του με τα drugs…Ξεκόλλα!
Βα: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα…
Τζ: Δεν έχεις προοπτική.
Βα: Δυστυχώς.
Τζ: Ξεκόλλα, λοιπόν!
Βα: Θα τον αφήσω…
Τζ: Να είσαι ρεαλιστής! Όπως είσαι σε άλλα.
Βα: Με πλήγωσε…
Τζ: Σε είχα ειδοποιήσει.
Βα: Κάτι θα ήξερες…
Τζ: Πάντως δεν θα διαρκούσανε πολύ… Καβάφης!
Βα: Ο αιώνιος μέντοράς σου.
Τζ: Ο γκουρού μου!
Βα: Γράφεις;
Τζ: Τα πάντα!
Βα: Η Άντη;
Τζ: Καντήλια σφηνάκι!
Βα: Τι;
Τζ: Της έκανα παρατήρηση για το λάδι. Εγώ ξοδεύω ένα λίτρο την εβδομάδα στο φαγητό κι εκείνη ένα λίτρο τη μέρα για τα καντήλια. Έλεος!…Κι αποφάσισε να κάνει οικονομία.
Βα: Θα καείτε!
Τζ: Θ’ αγοράσω καντήλια με τρούλλο. Η μόνη λύση.
Βα: Στα έξοδα πάλι!
Τζ: Ο Θεός να τη βοηθήσει!
Βα: Αν τον βοηθήσει και κείνη…Θα μείνεις μέσα;
Τζ: Θέλω να τελειώσω το άρθρο.
Βα: Κι εγώ μέσα. Δεν έχω κέφι.
Τζ: Μην τον πάρεις! Αρκετά υπεραστικά…
Βα: Ίσως πάρει εκείνος…
Τζ: Δε θα σε πάρει!
Βα: Το θέλεις!
ΣΚΗΝΗ
Μεσημέρι. Ο Τζάκος χωμένος στην πολυθρόνα. Εμφανίζεται η Άντη κρατώντας ένα λουλούδι.
Άν: Έχεις υπηρεσία σήμερα;
Τζ: Είναι Σάββατο.
Άν: Θα πάμε…
Τζ: Ναι!
Άν: Μπράβο καλέ άνθρωπε! Ο Θεός να σε βλέπει!
Τζ: Ευχαριστώ! (Ανασηκώνεται) Ωχ!…
Άν: Τι έπαθες;
Τζ: Πονάω.
Άν: Πονάς;
Τζ: Ναι.
Άν: Γιατί πονάς;
Τζ: Χτύπησα.
Άν: Μέσα στη νύχτα;
Τζ: Ναι.
Άν: Τι καλά να μην έβγαινες τόσο αργά…Γύρισες ξημερώματα;
Τζ: Το πρωί.
Άν: Μιλήσαμε;
Τζ: Δε θυμάστε; Θυμιάζατε!
Άν: Ναι, αλλά δεν προσκύνησα τις εικόνες.
Τζ: Θυμιάζετε και τούτο; (Της δείχνει το οπισθόφυλλο ενός βιβλίου με τη φωτογραφία του συγγραφέα του).
Άν: Γιατί όχι!
Τζ: Να σας διαβάσω κάτι;
Άν: Ολόκληρο;
Τζ: Όχι, ένα κομάτι.
Άν: Πολύ ευχαρίστως! (Κάθεται).
Τζ: (Διαβάζει) Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,
«λες να ’ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.
Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ,
στην αίθουσα αναμονής το τρένο
απ’ την Κρακόβια θα περιμένω.
Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια,
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
θα κάνω δήθεν αδιάφορα.2
Άν: πολύ συγκινητικό!
Τζ: Γιατί μου τα εμφανίζετε ένα-ένα;!
Άν: Και ποιός σε χτύπησε;
Τζ: Οι αλήτες του Χίτλερ.
Άν: Υπάρχουν ακόμη;
Τζ: Οι νέοι αλήτες…Ωχ!…Του Χίτλερ.
Άν: Και γιατί, παρακαλώ;
Τζ: Μιλούσα…
Άν: Και λοιπόν;
Τζ: Δεν τους άρεσε.
Άν: Ποιός ξέρει…
Τζ: Τι είπα;
Άν: Τι ήπιες!
Τζ: Είπα ότι εγώ δε θα γίνω σαπούνι.
Άν: Σαπούνι;
Τζ: Με προκάλεσαν.
Άν: Για ποιό λόγο;
Τζ: Ξεδοντιάζουν την Ιστορία.
Άν: Και γιατί το κάνουν;
Τζ: Δεν ξέρετε το γιατί;
Άν: Κι αν ήξερα, το έχω ξεχάσει.
Τζ: Το τέλειο άλλοθι!
Άν: Γιατί σε χτύπησαν, λοιπόν;
Τζ: Πονάω παντού!…
Άν: Πού;
Τζ: Σ’ ένα πάρτυ για τον Άγιο Βαλεντίνο.
Άν: Καινούργιος άγιος; Χριστιανός;
Τζ: Καθολικός.
Άν: Ήταν πολλοί;
Τζ: Δύο.
Άν: Τους γνώριζες;
Τζ: Τον ένα.
Άν: Έχει έρθει εδώ;
Τζ: Ναι.
Άν: Ποιός είναι;
Τζ: Ο Βασίλης…
Άν: Δεν τον θυμάμαι.
Τζ: Καλύτερα!
Άν: Και γιατί το έκανε;
Τζ: Δεν ήταν καλά.
Άν: Και λοιπόν;
Τζ: Τον ράντισα με λίγη βότκα…Στ’ αστεία…Για να συνέλθει.
Άν: Ε, και;
Τζ: Θύμωσε.
Άν: Και ο άλλος;
Τζ: Ένα πρεζόνι.
Άν: Α!
Τζ: Ξέρετε τι είναι πρεζόνι;
Άν: Νομίζω ότι ήξερα…Δεν είμαι σίγουρη.
Τζ: Ευτυχώς!
Άν: Δεν το κάνω επίτηδες.
Τζ: Αυτό έλειπε.
Άν: Αχ!, μια φορά είναι τα νιάτα…
Τζ: Δυστυχώς!
Άν: Κι έχουν μια βία!…
Τζ: Δυστυχώς!
Άν: Πόσο χρονών είπες ότι είσαι; Πενηνταπέντε;
Τζ: Όχι! Σ α ρ ά ν τ α πέντε.
Άν: Σαράντα πέντε…Πολύ νέος. (Σκέφτεται) Σε περνάω είκοσι χρόνια (Καγχάζοντας) Ναι, είκοσι χρόνια…
ΣΚΗΝΗ
Στη βεράντα. Απόβραδο. Έξω βρέχει. Ο Τζάκος γράφει. Η Άντη ανακατεύει κάποια χαρτιά.
Τζ: Ώστε γνωρίζετε και τον Μαγιακόφσκι!
Άν: Δεν τον έχεις στον τοίχο του δωματίου σου;
Τζ: Τον βρήκα στην αποθήκη. Μη μου πείτε πως τον θυμιάζετε!…
Άν: Δεν ήταν του παιδιού μου;
Τζ: Ναι.
Άν: (Του δείχνει ένα απόκομμα εφημερίδας) Μπορείς σε παρακαλώ να μου το διαβάσεις;
Τζ: Μπορώ! (Διαβάζει) Λιμάνι και Παλιά Πόλη… Είναι κάπως μεγάλο.
Άν: Αν δεν σε κουράζει…
Τζ: Λοιπόν: Η κατάσταση εκτραχύνεται…, υπότιτλος.
Άν: Τα ξέρω αυτά!
Τζ: (Ειρωνικά) Ως το 2004…
Άν: Θα έρθει η συντελεία του κόσμου.
Τζ: (Ειρωνικά) Ποιοί τα γράφαν όλ’ αυτά;!…
Άν: Προφήτες ήτανε;!
Τζ: Η άνοιξη πια φαίνεται πως ήρθε….
Άν: Σε ποιό μήνα είμαστε, είπες;
Τζ: Δεν είπα.
Άν: Πες μου, λοιπόν!
Τζ: Στον Απρίλιο.
Άν: (Μονολογεί) Μάρτιος, Απρίλιος, Μάϊος…Η άνοιξη. Και πόσο πάει ο μήνας;
Τζ: Τριάντα.
Άν: Και πόσο έχουμε σήμερα;
Τζ: Εννέα.
Άν: Και πότε θα πληρωθώ;
Τζ: Πάλι; Προχθές πληρωθήκατε!
Άν: Και τις δυο συντάξεις;
Τζ: Να διαβάσω;
Άν: Ναι, διάβασε σε παρακαλώ. Παράξενος καιρός πάντως για τέτοια εποχή….
Τζ: Η άνοιξη φαίνεται πια πως ήρθε. Όποιος έχει κάποια ευκαιρία τρέχει να απολαύσει τον ήλιο και τον καθαρό αέρα…
Άν: Με τέτοιον καιρό;
Τζ: (Ανυπόμονα) Γενικώς. Να διαβάζω;
Άν: (Χαμογελάει) Ακούω.
Τζ: …Μακριά ή κοντά. Τα μονά-ζυγά όμως περιορίζουνε κάθε Σαββατοκύριακο τους μισούς στα πέριξ…
Άν: (Αφηρημένα) Στα πέριξ…
Τζ: ..Και ένας χώρος από τα πέριξ είναι το λιμάνι…
Άν: Το δικό μας;
Τζ: Ναι!
Άν: Για συνέχισε, σε παρακαλώ!
Τζ: …Εκεί ο ήλιος είναι λαμπρός γιατί εμείς αντίθετα από τους Αθηναίους στερούμαστε νέφη «εξ αναστροφής»…
Άν: Εξ αναστροφής;…
Τζ: (Νευρικά) Ναί! …Εξ αναστροφής… Όμως ο αέρας είναι αμφίβολης ποιότητας….
Άν: Φυσάει…
Τζ: …Το πρόβλημα όμως της περιοχής του λιμανιού, εκτός από την άθλια κατάσταση των δρόμων και τα σκουπίδια που έχουνε μαζευτεί, είναι άλλο…
Άν: Οι ξένοι…
Τζ: Ακούστε! …Είναι η εχθρότητα που δικαιολογημένα έχει φουντώσει σε αρκετούς θαμώνες της περιοχής σε βάρος των τουριστών που βρίσκονται εκεί…
Άν: Ακούς συνέχεια γλώσσες…
Τζ: Συνεχίζω!
Άν: Αν θέλεις…
Τζ: …Κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από διάφορα έκτροπα που έγιναν και που στοχεύει πια και δίκαιους και άδικους…
Άν: Ο καθένας θα κριθεί με τα έργα του. Τα ξέρω αυτά….
Τζ: Άλλο διαβάζω!
Άν: Το ίδιο κάνει.
Τζ: Κυρία Άντη μου, δε διαβάζω την Αποκάλυψη!…
Άν: (Αφηρημένα) Και τι γράφει;
Τζ: Ακούστε, λοιπόν!: …Και ήδη αρχίσανε οι αυτοδικίες. Προ ημερών ξυλοκοπήθηκε, όπως λέγεται, ένας τουρίστας από κάμποσους αψίθυμους…
Άν: Υπάρχει βία…
Τζ: Ναι!… Συνεχίζω: …Και την Παρασκευή…
Άν: Ποιά μέρα είναι σήμερα;
Τζ: (Εκνευρισμένος) Τετάρτη!
Άν: Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις, και Κυριακή να μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις!
Τζ: Δε θέλω! Να συνεχίσω;
Άν: Ασφαλώς!
Τζ: …Και την Παρασκευή το μεσημέρι, κάποιος που έκανε μπάνιο γυμνός…
Άν: Γι’ αυτό και δεν πηγαίνω στα μπάνια…
Τζ: Ακούστε!: …Αντιμετώπισε ένα μαινόμενο πλήθος, αλλά και 3-4 φίλοι του που κάθονταν στην προβλήτα απειλήθηκαν από το πλήθος αυτό και μάλιστα ένας ρίχτηκε ανύποπτα στη θάλασσα…
Άν: (Απαξιωτικά) Στα απόβλητα…
Τζ: Ακριβώς. Λοιπόν, ακούστε!: …Βέβαια το πρόβλημα της περιοχής είναι σοβαρό και φαίνεται ότι ξεχείλισε πια το ποτήρι. Όμως η εικόνα που έβλεπε ένας τρίτος την Παρασκευή το μεσημέρι, φοβούμαι πως δεν είναι καθόλου κολακευτική για όλους μας…
Άν: Γιατί;
Τζ: …Γιατί ένα πλήθος που σιγά-σιγά έφτασε στα 100 περίπου άτομα, απειλούσε 4-5 τουρίστες που δεν φαινότανε καθόλου χειροδύναμοι ούτε και ήτανε εκπαιδευμένοι ‘σύμμαχοι’ στρατιώτες…
Άν: (Αφηρημένα) Ασφαλώς….
Τζ: Συνεχίζω;
Άν: Γιατί όχι.
Τζ: …Έτσι, γράφει ο δημοσιογράφος, χωρίς να θέλω να προτρέψω στην αυτοδικία, θα ’θελα να δώσω μια συμβουλή σ’ αυτούς, που οι ίδιοι θα κρίνουνε και θα αποφασίσουνε για μια τέτοια ενέργεια: Οι επιτιθέμενοι σε ‘συμμάχους’ στρατιώτες που είναι εκπαιδευμένοι αρκεί να είναι διπλάσιοι σε αριθμό μ’ αυτούς…
Άν: Το σωστό!
Τζ: Ακούστε!: …Αλλά οι επιτιθέμενοι σε τουρίστες πρέπει να είναι ίσοι μ’ αυτούς…
Άν: (Χασμουριέται) Το σωστό!!
Τζ: …Στο κάτω κάτω, έτσι θα δείχνουμε και αυτό που είμαστε και δεν θα μειώνουμε τη φυλή μας σαν παλληκάρια…
Άν: Μμμμ…
Τζ: …Και βέβαια, οι στόχοι που θα επιλέγονται και όλες οι «κινήσεις» που θα γίνονται θα πρέπει να μη δείχνουνε πως κυνηγούμε εύκολες «νίκες», κάτι που μέχρι τώρα ευτυχώς δεν υπάρχει στην ιστορία μας…
Άν: Δεν είδες πώς βούλιαξε η Νέα Υόρκη;
Τζ: Να τελειώσω!
Άν: (Χασμουριέται) Σε περιμένω.
Τζ: …Πέρα όμως από τα παραπάνω, επειδή η περιοχή αυτή είναι μια από τις βιτρίνες της πόλης…
Άν: (Αφηρημένα) Βιτρίνες…
Τζ: …Γιατί την επισκέπτονται όλοι, νομίζω πως είναι ανάγκη να ευπρεπιστεί…
Άν: Να ευπρεπιστεί!…
Τζ: …Και βέβαια η ύπαρξη αστυνομικών και λιμενικών οργάνων που θα επιβλέπουνε αποτελεσματικά αλλά διακριτικά…
Άν: (Χασμουριέται) Κυρίως!
Τζ: …Θα είναι σημαντικός παράγοντας, ώστε να αποδώσει όποια προσπάθεια θα ξεκινήσει…
Άν: (Νυσταλέα) Πάλι;!
Τζ: …Επιτέλους, η περιοχή αυτή είναι «δύσκολη», και πιστεύω πως η αστυνομία και το Λιμενικό Σώμα δεν έφτασαν στο σημείο να αποφύγουνε τις δυσκολίες. Κοιμάστε;!
Άν: (Ανοίγοντας τα μάτια) Θα βγείς απόψε;
Τζ: Πρέπει να σας πω;
Άν: Ό,τι θέλεις και όπως θέλεις…Εφέντιμ (Ειρωνικά)… Εφέντιμ και όχι αφέντιμ!…
ΣΚΗΝΗ
Ο Τζάκος γράφει στο καθιστικό.
Άν: (Απ’ το δωμάτιό της) Εσύ γράφεις!
Τζ: Το καταλάβατε. Επιτέλους!
Άν: Θα γράψεις για μένα;
Τζ: Πώς;!
Άν: Να γράψεις για μένα…
Τζ: Να γράψω…
Άν: Θα ήθελα να μιλήσω.
Τζ: Μιλήστε!
Άν: Είσαι έτοιμος να με ακούσεις;
Τζ: (Χαμηλόφωνα) Μπορώ να κάνω κι αλλιώς;
Άν: Έρχομαι, λοιπόν! (Εμφανίζεται με λευκό ινδικό σαλβάρι και λευκή πουκαμίσα. Τα μαλλιά της κομμένα κοντά).
Τζ: (Κατάπληκτος)…Τι λέτε;
Άν: Ξέρω τι σκέφτεσαι…Είναι τα ρούχα της γιόκγα.
Τζ: Ποιάς γιόγκα;
Άν: Που κάνω.
Τζ: Κάνετε γιόγκα;
Άν: Βεβαίως!
Τζ: Δεν το πιστεύω!…
Άν: Γιατί, νεαρέ;
Τζ: Και τα ρούχα;
Άν: Από την Ινδία.
Τζ: Πήγατε κ α ι στην Ινδία;!!
Άν: Βεβαίως και πήγα. (Κοιτάζοντας το σταχτοδοχείο) Πολλά καπνίζεις!
Τζ: Καπνίζω…
Άν: Δεν το λέω για μένα… Λοιπόν…
Τζ: Τι;
Άν: (Καθώς χαλαρώνει στην πολυθρόνα) Θα γράψεις;
Τζ: Οk, ν’ ανοίξω αρχείο.
Άν: Να είσαι πιστός!
Τζ: Απολύτως!
Άν: Να αρχίσω;
Τζ: Και πότε κάνετε γιόγκα;
Άν: Τακτικά.
Τζ: Δε σας πιστεύω!…
Άν: Δεν λέω ποτέ ψέματα!
Τζ: Μα…
Άν: Τι;
Τζ: Σας ακούω.
Άν: Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή…ήμουν πολύ ανήσυχο πλάσμα…
Τζ: Λίγο πιο αργά!
Άν: Καλά, αλλά μην ανάβεις τσιγάρο!
Τζ: (Ειρωνικά) Μήπως πρέπει ν’ αρχίσω κι εγώ γιόγκα;
Άν: Καλό θα σου κάνει. Θα μάθεις να χαλαρώνεις.
Τζ: Λοιπόν!…
Άν: …Ανήσυχο πλάσμα. Συνέχεια ερωτήσεις στη μητέρα, στον πατέρα…
Τζ: Πιο αργά!
Άν: Οk εφέντιμ!
Τζ: Ακούω…
Άν: (Αργά) …Η μητέρα μου δεν ξέρω καν αν πήγε στο σχολείο εκείνα τα χρόνια… Τα μάθαιναν μοδιστρική, ράψιμο, νοικοκυριό, για να ετοιμάζουνε τα προικιά για το σπίτι που θα άνοιγαν οι κόρες… Για να γίνουν καλές μητέρες, καλές σύζυγες, να εκτιμάνε τους άντρες που έφερναν το προς το ζην…
Τζ: Μια στιγμή! (Σηκώνεται και βάζει ένα ποτό. Ανάβει τσιγάρο.)
Άν: Αχ αυτά τα σιγαρέτα σου!… Τι πίνεις;
Τζ: Ουϊσκάκι. Θέλετε λίγο;
Άν: Όχι, ευχαριστώ! Δεν μου γουστάρει.
Τζ: Πάμε!
Άν: …Κι έτσι, κι οι δυό σύζυγοι τραβούσαν τον ζευγά για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και να είναι υπόδειγμα στα νοικοκυριά τους…
Τζ: Πιο αργά!…
Άν: …Μπορεί η γυναίκα να ήταν στο σπίτι, να φροντίζει τα παιδιά της και να περιμένει τον αφέντη της…
Τζ: Όπως το λέτε;
Άν: Όπως το ακούς!
Τζ: Ωραία!
Άν: Άκου…!
Τζ: Γράφω όπως τα λέτε.
Άν: Λοιπόν: …Μα ήταν άλλη εποχή. Πιο δεμένη η οικογένεια, δε χανόταν ούτε ο παπούς ούτε η γιαγιά. Δεν ήταν ξεχασμένοι οι γέροι…
Τζ: Δε σας προλαβαίνω!
Άν: (Νοσταλγικά) …Είχαν τα παιδιά, τα εγγόνια τους κοντά και παίρνανε τόση αγάπη από αυτά, όπως και τα εγγόνια κούρνιαζαν στην αγκαλιά των παπούδων και χαλάρωναν μετά από μια αταξία, που ίσως οι γονείς τα μάλωναν…
Τζ: Μμμμ…
Άν: …Κι έτσι τα παιδιά χαλάρωναν στην αγκαλιά και ούτε ψυχίατροι, ούτε γιατροί, ούτε πολλά φάρμακα, ούτε και πολλή τρέλλα κουβαλούσαν…
Τζ: Σωστό!
Άν: (Κάπως ρητορικά) …Υπήρχε ένα ιδανικό, ένα αποκούμπι και για τους γέρους…Και μια ζεστή φωλιά για τα νιάτα, για τα μικρά παιδιά, που δυστυχώς δεν υπάρχει πια…Έχει πέσει τόση πολλή ύλη που έχουμε όλοι τρελλαθεί. Η μόρφωση έχει χάσει την ανθρωπότητα…
Τζ: Την ανθρωπιά της;
Άν: …Την α ν θ ρ ω π ό τ η τ α!, παιδί μου! … Έχει φύγει από τον στόχο της αλήθειας… Μη με διακόπτεις, σε παρακαλώ! …Έρχομαι στα περασμένα, πριν εβδομήντα χρόνια, που ρωτούσα τη μητέρα μου: «Μαμά, ποιός είναι ο Θεός» Και μου απαντούσε: «Παιδί μου, κορίτσι μου, ο Θεός είναι παντού. Σε βλέπει ό,τι κάνεις. Εάν πεις ψέματα, σε βλέπει. Εάν κλέψεις, σε βλέπει… Όλες σου τις πράξεις, Εκείνος τα βλέπει.» «Και πού είναι μαμά ο Θεός και με βλέπει; Στον ουρανό;» Κι έψαχνα τον ουρανό για να Τον βρω. Έβλεπα τα σύννεφα, τον ήλιο, το φεγγάρι και Τον αναζητούσα. Μα δεν Τον έβρισκα πουθενά! Και μεγάλωνα όλο με την ελπίδα ότι κάποτε θα Τον γνώριζα. Όταν έβλεπα αδικίες, μιλούσα χωρίς να Τον γνωρίζω, λέγοντάς Του: «Γιατί, Θεέ μου, δεν τον συμβουλεύεις τον κακό για να μην το ξανακάνει;» Μα τίποτα…Και πάντα έκλαιγα και τον παρακαλούσα να φέρει μια αγάπη στον κόσμο…Βέβαια εγώ γεννήθηκα από εβραίους γονείς στη Θεσσαλονίκη…
Τζ: (Αιφνιδιασμένος) Κ υ ρ ί α Ά ν τ η ! ! ! …
Άν: (Ανέπαφη) …Από μια γενιά πάντα καταδιωκούμενη, και ίσως αυτή ήταν η επιθυμία μου από μικρή να είναι η ανθρωπότητα ενωμένη…
Τζ: Μα…
Άν: (Κάπως υπεροπτικά) Δεν θέλεις να γράψεις;
Τζ: Μα…
Άν: Γι’ αυτό δεν είσαι εδώ;
Τζ: Μα… Δεν είστε…
Άν: Δεν είσαι εδώ για να μάθεις;
Τζ: Δεν είστε…..;
Δεν έχει μπει στο πετσί μας ότι όσα χρήματα, όσα πλούτη κι αν έχουμε θα υπάρχει ζήλεια, κακία, μίσος, σκοτωμός, πόλεμος, ολοκαυτώματα…
Ω, Θεέ μου! Ποιός έχει ζήσει ολοκαύτωμα; (Προς τον Τζάκο) Μπορεί να σου τα λέω για να τα γράψεις στο χαρτί, μα όταν τα ζεις και τα έχεις γευτεί, τότε θα έχεις τις άσχημες εμπειρίες που θα σε κυνηγούνε σε όλη σου τη ζωή… (Προς το κοινό) Και θα σας πω, ότι μόνο όταν γευτείτε ένα καλό φαγητό, εσείς έχετε την εμπειρία. Εγώ που δεν το γεύτηκα, πώς θα ξέρω τη γεύση; Έτσι, σας λέω ότι ποτέ δεν ήθελα να γράψω τις εμπειρίες του Ολοκαυτώματος, νομίζοντας ότι θα πάνε τα λόγια χαμένα. Μα ίσως πάλι…Πάλι…Μα σας λέω, ότι πολλές φορές με καίνε τα περασμένα. Το Ολοκαύτωμα που πέρασα χάνοντας τους γονείς μου, τ’ αγαπημένα μου αδέλφια….Κι όταν γύρισα ολομόναχη, γεμάτη ερωτηματικά, να μιλώ στον Θεό και να τον λέω: «Γιατί Θεέ μου, γιατί;» Κι αντί να βρω έναν κόσμο καλύτερο μετά την κατοχή, γιατί είχε μπει στο πετσί μου τα πάντα ματαιότης, αφήνοντας πίσω μου ολόκληρους θεσσαλονικείς εβραίους, βλέποντας όλες τους τις περιουσίες σε ξένα χέρια, που οι ίδιοι οι εβραίοι με κόπους είχαν δημιουργήσει… Κι οι επιζώντες ήταν λίγοι που είχαν επιστρέψει απ’ τα στρατόπεδα και λίγοι απ’ τα βουνά. Και σιγά σιγά άρχισαν πάλι να δημιουργούν την κοινότητα με την υποστήριξη της φυλής…
…Εγώ όταν γύρισα απ’ τα στρατόπεδα ήμουνα μακρυά απ’ την ύλη, ζητούσα άνθρωπο. Αλήθεια, δε μ’ ένοιαζε για χριστιανό ή εβραίο. Αγαπούσα τη φυλή μου μες απ’ την οικογένειά μου…Εβραία…Δίκαιη…Όχι θρήσκα. Αυτό που είχα μάθει απ’ τους γονείς μου, απ’ τον πατέρα μου και την άγια μητέρα μου, και είμαι και θα είμαι πάντα περήφανη για τα όσα πήρα από τους γονείς μου….Πάνω απ’ όλα την αλήθεια, την αγάπη που πηγάζει μες απ’ την αλήθεια. Τα πάντα η αλήθεια, που μας φέρνει την ειρήνη για ένα καλύτερο μέλλον. Για όλη την ανθρωπότητα. Είναι δύσκολη, γιατί δεν βρίσκεις ανταπόκριση…Μα εμείς πρέπει να πολεμήσουμε γι’ αυτήν…
Τζ: Ποιά είστε;
Άν: Είμαι η Αντιγόνη Ζωγράφου, σύζυγος Αλεξάνδρου, και Χάνα Νορδάριο…. Γεννήθηκα το 1922 από εβραϊκή οικογένεια. Από τον Αβραάμ και την Λέα, κόρη του Γιακόβ Μορδοχάι…(Σηκώνει το μανίκι του αριστερού χεριού της) Το νούμερο 46075…Περήφανη για τους γονείς μου, πρώτη κόρη. Ακολούθησαν άλλες δυο, η Ραχήλ και η Συλβίκα…Και ο Βικ μας, ο χαϊδεμένος. Ήμασταν μια αγαπημένη οικογένεια. Ο πατέρας μου…Που δυστυχώς δεν έβλεπε. Έχασε το φως του, όταν εγώ ήμουνα μικρή στο σχολείο. Μεγάλη πίκρα, όταν ο πατέρας μου με σταμάτησε για να μπω στη βιοπάλη. Στο σχολείο πρόλαβα να πάω μέχρι την πέμπτη τάξη… Έπρεπε να συντηρήσω το σπιτικό μας. Η δασκάλα μου, που με είχε σε εκτίμηση ήρθε στο σπίτι να παρακαλέσει τον πατέρα μου να προχωρήσω και ότι θα με συντηρούσε αυτή. «Και ποιός θα συντηρήσει τους μικρότερους κι εμάς», ήταν η απάντησή τους….
Τζ: Θέλετε κάτι…Να πιείτε…;
Άν: (Ανέπαφη) …Τ’ αφήνω όλα όπως είναι, έχω ανάγκη να βγω, να πάρω αέρα, να φύγω από τις σκέψεις που με βασανίζουν…Σκέψεις, που με κυνηγάνε παντού…Ποιές σκέψεις; Η ζωή που πέρασα από τα παιδικά χρόνια, που μας έδωσε λίγες χαρές και πολλές πίκρες…Πίκρες, γιατί; Γιατί ο άνθρωπος δεν κατάλαβε ότι η ζωή είναι πολύ μικρή, κι ότι τίποτα δεν παίρνει μαζί του…Κι ότι μια μέρα τ’ αφήνει όλα και φεύγει, και ότι μόνο η αγάπη για τους ανθρώπους είναι το ωραιότερο πράγμα…Που ομορφαίνει τη ζωή. Αλλά πού είναι η αγάπη;… Δυστυχώς, οι θρησκείες όλες διδάσκουν αγάπη…Ωραία λόγια, αλλά έργα πουθενά. Θα πείτε, γιατί αναφέρω θρησκεία; Διότι αυτή με κατέστρεψε τη γαλήνη μου…Διότι, δυστυχώς, οι άνθρωποι χωρίζονται σε παρατάξεις. Εβραίοι, χριστιανοί, τούρκοι…Και σε πολλές άλλες θρησκείες…Και γίνεται φαύλος κύκλος. Κι αρχίζουν να τρώγονται αναμεταξύ τους. Και το αποτέλεσμα; Αντί να φέρουν αγάπη, φέρνουν μίση και φαγωμάρα. «Κι αγάπη», θα μου πείτε, «γιατί το λες αυτό;» Γιατί τα έζησα και έβγαλα συμπεράσματα…Όλη μου η ζωή ήτανε μια πληγή. Γιατί οι άνθρωποι με τις αντιλήψεις τους…Για τους εβραίους ήμουνα η χριστιανή, για τους χριστιανούς η εβραία…Και μη χειρότερα!…
Θυμάμαι, μετά που γύρισα απ’ τα στρατόπεδα έμεινα σε κάτι ξαδέλφια μου. Μέναμε σε μια συναγωγή μικρή, Φιλίππου, απέναντι από τον Μοσκώφ. Άντρες και γυναίκες. Όταν λέω άντρες, παλικάρια…Με κορίτσια…Ζούσαμε σαν αδέλφια…Πολλά απ’ αυτά τα παιδιά κάνανε μαζί οικογένεια, και μάλιστα άλλα φύγαν στο Ισραήλ και άλλα στην Αμερική…
…Δεν ξέρω γιατί μ’ απασχολεί ακόμα το εβραϊκό θέμα… Και οι εβραίοι είναι λαός με αδυναμίες…Ότι μέσα απ’ αυτόν τον λαό γεννήθηκαν σοφοί μεγάλοι άντρες. Ένα είναι το κακό: Ότι η κοινή γνώμη ποτέ δε βλέπει τον εβραίο σαν λαό. Κι αυτό είναι το λάθος…Και κάνοντας την κριτική εναντίον τους, τους ενώνουνε περισσότερο… «Είμαι ο εβραίος; Τα φταίω όλα εγώ; Δεν μου μένει παρά να είμαι στην ομάδα που μου ανήκει.» Εκεί βρίσκει την κατανόηση, τη σιγουριά, κι από κεί ξεκινάει το κακό. Έκεί μέσα υπάρχουν οι εκμεταλλευτές, και το κακό γίνεται. Και μ’ έναν ξεσηκωμό εναντίον τους, την πληρώνουν όλοι μαζί. Όλοι μαζί για κρέμασμα, όλοι μαζί για σαπούνια στα κρεματόρια…Έζησα τις τρομερές μέρες του διωγμού! Φριχτή εποχή…Θέλει πολλή δουλειά για να φτάσουμε στην επιθυμία μου και να ζήσουμε ειρηνικά…Σ’ αυτή τη γη που ανήκει σε όλους μας και σε κανέναν…Διότι κακήν κακώς ερχόμαστε, την επισκεπτόμαστε και την αφήνουμε πικραμένη…Ποτισμένη με αίμα. Χτυπημένη από τα παιδιά της, αυτή η μάνα γη που έχει τόσες ομορφιές να μας δώσει. Που εμείς οι τυφλοί δεν τις βλέπουμε. Τυφλοί, διότι υπάρχουν οι επιτήδειοι που μας τυφλώνουν για να την χαίρονται αυτοί…Που έτσι νομίζουν…Ούτε αυτοί δεν την χαίρονται!… Για να την χαρούνε, θα ήταν όμορφα να ζήσουμε χωρίς φυλετικές διακρίσεις. Ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να παραδεχόμαστε τους φταίχτες…Ας είναι…
Τζ: Κυρία…
Άν: …Και από την ομάδα μου, να δούμε τους λόγους…Τα συμφέροντά τους. Τι μας φταίει και η κοινή γνώμη είναι εναντίον μας; Πέρασε ο καιρός που το μυαλό ήταν καθυστερημένο. Τώρα υπάρχει η ανώτερη γνώση στην παιδεία… Όχι φανατισμός στους νέους! Είναι κρίμα να τους δηλητηριάζουμε τη ζωή. Ερχόμαστε στη ζωή για να ζήσουμε, όχι για να φαγωθούμε…Γιατί έτσι το θέλουν μερικοί αχόρταγοι, που νομίζουν ότι θα τα πάρουν μαζί τους…Ορίστε!, ανοίξανε τον τάφο του βασιλιά Φίλιππα στην Βεργίνα, όπου είχαν βάλει όλα τ’ αγαθά του μαζί του…Όπως και άλλους τάφους: Πριγκηπόπουλα βρήκαν οι αρχαιολόγοι μετά από 2000 χρόνια…Τα αγαθά τους…Αυτό πρέπει να μας διδάξει ότι η ζωή δεν είναι ένα τίποτα…Ότι σήμερα είμαστε, και φεύγουμε. Γι’ αυτό, ας κάνουμε προσπάθειες να ζήσουμε ενωμένοι, αγαπημένοι, όχι πιά σφαγμούς και αίματα…Για να γίνουν αυτά, πρέπει να παραδεχόμαστε τα σφάλματά μας…
Τζ: Κυρία…Αν…
Άν: (Ανέπαφα) …Τί είναι εκείνο που δεν πάει καλά σε μας και μας κατακρίνουν; Σε τι φταίμε; Πρέπει να διορθώνουμε τα λάθη μας, όπως και οι κριτές να δικάζουν υποθέσεις δίχως προκαταλήψεις…Να δικάζουν υποθέσεις, δίχως προκαταλήψεις. Να μπαίνουν στην υπόθεση…Τι φταίει…Να λάμψει η αλήθεια, προκειμένου να μην πάμε ομαδικώς στη σφαγή…Προτιμότερο να πάνε οι ίδιοι αυτοί που τα προκαλούν, αυτοί που τα δημιουργούν για τα συμφέροντά τους…
Τζ: (Σηκώνεται και βάζει ένα ποτό) Δε θέλετε να πιείτε κάτι;
Άν: (Σαν υπνωτισμένη) …Ω εβραϊκέ λαέ, πόσο σ’ αγαπάω και σε θαυμάζω!…Γιατί είσαι σωστός, έχεις μέσα στην καρδιά σου ανθρωπιά κι αγάπη, κι οι εντολές σου καθαρές και δίκαιες. Ταλαιπωρίες αρκετές τράβηξες και τραβάς, γι’ αυτό σκοτούρες πολλές έχεις. Εγώ τραβήχτηκα απ’ αυτά, γιατί τραβήχτηκα αρκετά και δεν χωρούσα πουθενά και δερνόμουνα σαν αγριεμένο κύμα…Απολωλός πρόβατο ήμουνα και δεν χωρούσα πουθενά…Μα τώρα ξέρω ν’ αγαπώ αληθινά…Και όλα τα όντα ίδια…Μόνο να έχουν ανθρωπιά και να μην τα ξεχωρίζουμε. Και τον Αϊνστάϊν μην ξεχνάς που ήτανε από την ίδια γενιά, μα πού έχει φτάσει!…Δεν ήθελε τη γη να γίνει μοιρασιά… Νοστάλγησε μια γη δίχως σύνορα…Δε φταίς εσύ που μια γωνιά ζητάς και τα παιδιά σου ν’ αγκαλιάσεις. Μα πώς θα γίνουν όλ’ αυτά με σκουριασμένα μυαλά, που αντί τη γη να οργώνουνε βόμβες μας αραδιάζουνε;…Ποιός να ’χει τα πιο πολλά, για να φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη;…Και το αποτέλεσμα είναι ποιό; Να φτάσουμε πιο γρήγορα στο τέλος της ζωής…Και δεν ζητάς πια τίποτα. Η γη σ’ έχει χορτάσει με χώμα αρκετό… Πικραίνομαι που δεν αλλάζετε μυαλά και να τα βάλετε όλοι κάτω, να πετάξετε το εγώ που συμφορές μας φέρνει. Ποιός είναι ο καλύτερος, ποιός ξέρει τα πιο πολλά…Και στο φινάλε: Τι μωρία, τι σοφία;…Βγάλτε θεούς αόρατους, εικόνες χριστιανοί, βγάλτε θεούς που οι ίδιοι φτιάξατε δίχως να τους ελέγξετε! Κι αγαπήστε αληθινά τη γη που σας δίνει τόσα πολλά…Τον ουρανό τον λαμπερό, που τη ζωή μας δίνει, τη θάλασσα που μας κρατεί…Δίχως ζωή δεν θα υπήρχε το φεγγάρι το λαμπρό, που ήδη έχει ξεχαστεί…Τα δέντρα, τα βουνά…Προσκύνα τη φύση, άνθρωπε, ζωή να πάρεις και να δώσεις! Φτάνει που ζεις μες στην ψευτιά από αιώνες. (Προς τον Τζάκο) Ξύπνα! Και τράβα να χαρείς τη φύση, και τη γαλήνη σου να βρεις στη φύση μας τη ζωντανή!…
Τζ: (Τινάζεται απ’ την πολυθρόνα) Κυρία Αντ…
Άν: Χάνα!
Τζ: Ζαλίστηκα…
Άν: Μην πίνεις πολύ! Θα μου κάνεις μια χάρη;
Τζ: Πείτε μου!…
Άν: Θα πεταχτείς να μου βγάλεις εισητήριο για το τρένο;
Τζ: Εισητήριο;
Άν: Ναι!
Τζ: Μα…
Άν: Το νυχτερινό.
Τζ: Θα ταξιδέψετε μες στη νύχτα;
Άν: Πάντα ταξίδευα νύχτα.
Τζ: Αν θέλετε…
Άν: Κι εσύ, νεαρέ μου, να μείνεις εδώ!
Τζ: Σπίτι;
Άν: Χρειάζεσαι σπίτι.
Τζ: Δηλαδή…;
Άν: Ναι!
Τζ: Μα…
Άν: Θα πεταχτείς;
Τζ: Να πάω… Αλλά…
Άν: (Επιβλητικά) Θα μείνεις εδώ και θα γράφεις!
Τζ: Κι εσείς;…Πού θα πάτε;
Άν: Σε μια κοινότητα γιόγκι.-
ΑΥΛΑΙΑ
******************************************************
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Καταγόμενος από την Αλεξανδρεια της Αιγύπτου, γεννήθηκα στον Πειραιά στις 9.9.1957. Σπούδασα βυζαντινή και νεότερη ελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με ειδίκευση στις πολιτισμικές σπουδές (Νεοελληνικές σπουδές και πολιτισμός: ευρωπαϊκός, βαλκανικός, ανατολικός). Η διδακτορική διατριβή μου με θέμα Ελληνοϊουδϊκοί διάλογοι στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη: θέματα ιστορίας φιλοσοφίας και πολιτικού διαλογισμού εκπονήθηκε για το ίδιο πανεπιστήμιο.
Υπηρέτησα το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό στο Στρατηγείο Διοικήσεως Ανατολικής Μεσογείου έχοντας ήδη αρκετές δημοσιεύσεις στον χώρο της λογοτεχνίας.
Ως φιλόλογος δίδάξα στα Χανιά, την Ρόδο, την Ιερουσαλήμ και τον Πειραιά, και ως συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού Μέσης Ανατολής έδρασα κατ’ ανάθεσιν του Κωστή Μοσκώφ (του οποίου υπήρξα και βιογράφος) πρωτίστως στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη, με δρώσα επίσης συμμετοχή στα πολιτισμικά τεκταινόμενα της Αιγύπτου όντας ο πρώτος επιστημονικός διαλέκτης στο Μουσείο Καβάφη.
Ως δημοσιογράφος συνεργάστηκα με τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, το κρατικό και το ιδιωτικό ραδιόφωνο και ως επιστημονικός σύμβουλος συνεργάστηκα για την παραγωγή της ταινίας της Μαρίας Ηλιού Αλεξάνδρεια, έχοντας ήδη εργαστεί και ως μεταγλωττιστής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Εισηγήθηκα και υπέγραψα την πρώτη ελληνική μετάφραση της νουβέλλας του Έντουαρντ Λίττον Το επερχόμενο γένος (: Τhe Coming Race) για τις εκδόσεις Οδυσσέας, 1990, έχοντας επίσης καλλιεργήσει το δοκίμιο και την ποίηση.
Εν κατακλείδι, στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας ενασχολήθηκα με θέματα ελληνικού εβραϊσμού (Η ταυτότητα της ετερότητας: ο έλληνας εβραίος, Ολοκαύτωμα και λογοτεχνία) μελετώντας παράλληλα και τον πολιτισμό του Αγίου Όρους από την ίδρυση του ελληνικού κράτους κι εντεύθεν.
Σήμερα εργάζομαι στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.