Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Tρύφων Καλαμίτσης, «Εξ αναστροφής», θεατρικό έργο- Α’Μέρος

$
0
0

 

Λίγα λόγια για το έργο:

Το «Εξ αναστροφής» μπορεί να θεωρηθεί (αυτο)βιογραφικό δράμα. Ο χαρακτήρας της ηρωίδας συντίθεται από τους χαρακτήρες τριών γηραιών γυναικών στις οποίες και αφιερώνεται: την Αντιγόνη (Άντη στο έργο), μια ψυχωτικά τυπική χριστιανή, την Σύλβια: αθηναία εβραία καταγόμενη εξ Ιωαννίνων. Ο πατέρας της χάθηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης των ναζί, κοσμική και διόλου φίλη της Συναγωγής. Και τη Ζάνα: εβραιοπούλα της Σαλονίκης, επιζήσασα νεαρή του Ολοκαυτώματος. Ο σχεδόν παραληρηματικός μονόλογος του φινάλε συνιστά τον αυτούσιο μαρτυριακό λόγο της τελευταίας και μόνης σήμερα εν ζωή. Ο Τζάκος (υποκοριστικό του Ιάκωβος) είναι καθηγητής ελληνικής φιλολογίας στο ιστορικό σχολείο της πόλης. Έχει επανέλθει ύστερα από χρόνια στην Ιερουσαλήμ, επιζητώντας υποσυνείδητα να αναβιώσει το παρελθόν και την κοινή ζωή με τον νεκρό φίλο του και γιό της κυρίας Άντης. Στη φάση αυτή της ζωής του ως ώριμου άντρα, εμφανίζεται ο κατά πολύ νεότερός του Βασίλη τον οποίο ο Τζάκος ερωτεύεται πλατωνικά. Ο Βασίλης ωστόσο ερωτεύεται έναν Ρόμπερτ. Το έργο διαπραγματεύεται ζητήματα πολιτισμικής ταυτότητας, ξενοφοβίας, αντισημιτισμού αλλά και ζητήματα σεξισμού σε ένα σκιερό και υγρό περιβάλλον που εκκολάπτει “το αυγό του φιδιού”.

 

Στην Αντιγόνη,

τη Σύλβια

και τη Ζάνα

 

 

                                           1

 

 Άντη: 82 ετών. Κομψή μες στα μαύρα. Έμφαση στην κόμμωση.

Τζάκος: 45. Διανοούμενος, american styled.

Βασίλης: 29. Εμφάνιση trendy (: late 70’s).

 

 

Απόγευμα. Καθιστικό ανοικτό σε βεράντα με τζαμαρία. Παλαιϊκά έπιπλα σε πένθιμο περιβάλλον. Οσμή από λιβάνι. Χτυπάει το κουδούνι. Η κυρία Άντη σηκώνεται απ’ την πολυθρόνα της για ν’ ανοίξει. Εμφανίζεται ο Τζάκος με δυο βαλίτσες.

 

Τζάκος: Καλησπέρα σας!

Άντη: Καλησπέρα σας! Περάστε! Περάστε, σας περίμενα.

Τζ: Α, σας ευχαριστώ!

Άν: Αφήστε, αν θέλετε, τις βαλίτσες στην κάμαρά σας (Δείχνει μια ανοιχτή πόρτα).

Τζ: (Κοιτάζοντας το δωμάτιο) Δεν άλλαξε τίποτε!…

Άν: Ελάτε να καθήσουμε στη βεράντα. Θα είστε κουρασμένος Από πού έρχεστε;

Τζ: Απ’ την Ιερουσαλήμ

Άν: Έχω πάει στην Ιερουσαλήμ. Δεν είναι στην Ασία;

Τζ: Ναι, στην Ασία. Μπορώ να καπνίσω;

Άν: Ασφαλώς! Θα πάρετε έναν καφέ ή μήπως προτιμάτε γκαζόζα;

Τζ: Καφέ, αλλά θα προτιμούσα απ’ τον δικό μου.

Άν: Ο καφές μου είναι πάντοτε φρέσκος.

Τζ: (Ανάβει τσιγάρο) Αλλά δεν είναι εσπρέσσο.

Άν: Όχι, αλλά είναι πάντοτε φρέσκος.

Τζ: Μπορώ να τον φτιάξω ο ίδιος; Έχω μαζί μου την καφετιέρα.

Άν: Όπως θέλετε!…

Τζ: (Πηγαίνει προς το δωμάτιό του, ενώ εκείνη τον παρακολουθεί με το βλέμμα. Βγαίνει με την καφετιέρα κι ένα κουτί με καφέ) Ωραία!…

Άν: Η κουζίνα…

Τζ: Ξέρω!…

Άν: Ξέρετε;

Τζ: Μα, δε με θυμάστε;

Άν: (Κοιτάζοντάς τον αναγνωριστικά) Όχι, δεν σας θυμάμαι…Καθόλου…

Τζ: Ερχόμουν συχνά κάποτε.

Άν: Όταν ζούσε ο σύζυγός μου;

Τζ: Ερχόμουν κάποτε με τον Γιάννη…

Άν: Το παιδί μου!…

Τζ: Κι αργότερα όμως…Όταν ακόμη οδηγούσατε. Με παίρνατε βόλτες…Τα Σάββατα, μετά το φαί…

Άν: Αλήθεια; (Σκέφτεται) Έτοιμος ο καφές σας;

Τζ: Ναι.

Άν: Ας επιστρέψουμε λοιπόν στη βεράντα. Έχετε πάει στην Αμερική;

Τζ: Ναι, κι έχω μείνει στην Καλιφόρνια.

Άν: Καλιφόρνια!…Πλούσιο μέρος! Παντού μάρμαρο…

Τζ: Μάρμαρο;

Άν: Ναι.

Τζ: Δεν το είχα προσέξει.

Αν: Ναι, ναι! Υπάρχουν τάφοι δέκα μέτρων από μάρμαρο Ελλάδος. Πεντέλης και Κρήτης.

Τζ: Εννοείτε ότι το έφεραν απ’ την Κρήτη;

Άν: Για να υπάρχει…Ενώ στη Γιούτα η γη είναι κρύα…Εκεί πέθανε ο αδελφός μου…

Τζ: Πήγατε και στη Γιούτα;

Άν: Βεβαίως! Κρυφά από τον σύζυγό μου. Του έλεγα ότι πήγαινα για δουλειές στην Αθήνα, κι από κει έβρισκα ένα γκρούπ και ταξίδευα. Έτσι γύρισα όλο τον κόσμο. Στη Ρωσία έχετε πάει;

Τζ: Δυστυχώς όχι.

Άν: Μεγάλη φτώχεια…Όπως και στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά στην Αφρική…

Τζ: Πήγατε και στην Αφρική; Και στην Αίγυπτο;

Άν: Εγύρισα όλη την Αφρική δια ξηράς και δια θαλάσσης…Φτώχεια μεγάλη.

Τζ: Στην Αλεξάνδρεια πήγατε;

Άν: Ζούσε ο αδελφός μου εκεί.

Τζ: Ο ίδιος που ήταν στην Καλιφόρνια;

Άν: ………………

Τζ: Μου είχατε μιλήσει κάποτε για τον αδελφό σας.

Άν: Δεν το θυμάμαι…Εσείς παίρνετε πρωϊνό;

Τζ: Συνήθως όχι. Πίνω μόνο καφέ.

Άν: Εγώ πάλι απαραιτήτως: Τυρί, φρυγανιές, φρούτα και μέλι. Κι έπειτα τον καφέ μου. Έναν καφέ την ημέρα. Και μόνο πρωί.

Τζ: Σοφό!

Άν: Τελειώσατε τον καφέ σας;

Τζ: Όχι ακόμη.

Άν: Θέλετε να πάμε μαζί στο νεκροταφείο;

Τζ: Στο νεκροταφείο;

Άν: Ναι. Είναι η ώρα που πάω.

Τζ: (Διστακτικά) Να πάμε…

Άν: Ο γιατρός μου είπε να περπατάω, ειδάλλως θα παραλύσω.

Τζ: Μήπως έχετε αλκοόλ;

Άν: Θέλετε; (Ανασηκώνεται).

Τζ: Αφήστε, θα πάρω εγώ.

Άν: Στην κουζίνα…

Τζ: Στο ίδιο πάντα ντουλάπι;

Άν: Το ξέρετε;

Τζ: Μα, σας είπα… Μπορώ να κάνω ένα μπανάκι;

Άν: Ασφαλώς! Να ανάψω τον θερμοσίφωνα.

Τζ: Θα τον ανάψω εγώ.

Άν: Αλίμονο! (Σηκώνεται) Είπατε ότι έχετε ταξιδέψει;

Τζ: Αρκετά.

Άν: Και είστε εδώ για διακοπές;

Τζ: Όχι, για δουλειά.

Άν: Για δουλειά…

Τζ: Είμαι καθηγητής.

Άν: Σαν το παιδί μου…Τριανταδύο χρονών ήταν ήδη γυμνασιάρχης…

Τζ: ………..

Άν: Και τι μάθημα δίνετε;

Τζ: Ελληνικά.

Άν: Διορίζεσθε πρώτη φορά;

Τζ: Όχι, είμαι ήδη παλιός.

Άν: Και τόσο νέος!…

Τζ: Σας ευχαριστώ!

Άν: Εδώ θα τα έχετε όλα. Εγύρισα όλο τον κόσμο, αλλά όπως εδώ…

Τζ: Μόνο που το νερό σας….

Άν: Το νερό;

Τζ: Ναι.

Άν: Τι το νερό;

Τζ: Πίνω μόνο εμφιαλωμένο.

Άν: Θέλετε να πείτε ότι το νερό μας δεν είναι καλό;

Τζ: Δε λέω αυτό…ακριβώς.

Άν: Στην Αυστραλία έχετε πάει;

Τζ: Δεν πήγα.

Άν: Πανέμορφα, αλλά το νερό τους…Και στην Ιερουσαλήμ, πώς είναι εκεί το νερό;

Τζ: Σκληρό.

Άν: Κι εγώ. Πίνω μόνο γκαζόζα.

Τζ: Ένα ντους κι επιστρέφω!

Άν: Να σας δώσω πετσέτες.

Τζ: Έχω δικές μου, ευχαριστώ!

Άν: Να κλείσω τον θερμοσίφωνα…

Τζ: Μη σηκώνεστε, θα το κάνω εγώ.

Άν: Τελειώσατε τον καφέ σας;

Τζ: Ναι.

Άν: Έχετε κάτι που να θέλει σιδέρωμα;

Τζ: Δεν πειράζει, θα το κάνω ο ίδιος.

Άν: Θα αστειεύεστε!…

Τζ: Μου αρέσει να σιδερώνω. Με ξεκουράζει.

Άν: Σιδερώνετε κιόλας;

Τζ: (Πηγαίνοντας προς το μπάνιο) Και μαγειρεύω!

Άν: …Έχω ξεχάσει να μαγειρεύω…

 

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

Απόγευμα. Ο Τζάκος διαβάζει στη βεράντα. Μπαίνει η Άντη: Κρατάει ένα λουλούδι, όπως κάθε φορά που επιστρέφει στο σπίτι.

 

Άν: Διαβάζετε;

Τζ: Ναι.

Άν: Καλά κάνετε! Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;

Τζ: Ορίστε!

Άν: Θα σας κούραζε αν θυμιάσω;

Τζ: Όχι.

Άν: Σας ευχαριστώ! Τι διαβάζετε;

Τζ: (Της δείχνει) Το βρήκα στην κάμαρά μου.

Άν: Χριστιανικό;

Τζ: Αμερικάνικο.

Άν: Όπως σας έχω ήδη πει…

Τζ: Θυμιάζετε δυό φορές την ημέρα…

Άν: Το έμαθα από τους γονείς μου.

Τζ: Θα ήταν πολύ ευλαβείς…

Άν: Και τι είπατε ότι διαβάζετε;

Τζ: Ο καιρός των δολοφόνων. Του Χένρυ Μίλλερ.

Άν: Δεν τον έχω ακούσει.

Τζ: Ήταν του Γιάννη.

Άν: Αλίμονο!… Μου έλεγε, Μάνα θα έρθω και θα κλείσω τις πόρτες, να μη μπαίνει καμιά απ’ αυτές… Και δεν ήρθε ποτέ.-

Τζ: …………

Άν: Και τι γράφει;

Τζ: Ότι δεν υπάρχουν θύτης και θύμα.

Άν: Θα μου επιτρέψετε…(Χάνεται στα ενδότερα. Όταν επιστρέψει)

Τζ: Έχετε μια ελαφριά κουβέρτα;

Άν: Κρυώσατε;

Τζ: Έχει υγρασία τη νύχτα.

Άν: Η υγρασία του φθινοπώρου…

Τζ: Ναι.

Άν: (Μονολογώντας) Φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη και καλοκαίρι. Τέσσερις εποχές.

Τζ: Ακριβώς!

Άν: Όπως σας έχω ήδη πει…

Τζ: Ναι…

Άν: Δεν αντέχω τη μοναξιά.

Τζ: Ποιός την αντέχει!

Άν: Δεν κοιμάμαι τη νύχτα…

Τζ: Ούτε κι εγώ!…

Άν: Οι σκέψεις…Αυτές οι σκέψεις…

Τζ: Σα νυχτερίδες…Διαβάζετε Καζαμία;!

Άν: Τον συμβουλεύομαι.

Τζ: Για τις μέρες;

Άν: Και για τις εορτές…

Τζ: Και ποιά γιορτή είναι αύριο; (Πηγαίνοντας προς το δωμάτιό του).

Άν: Δεν ξέρω…(Ξεφυλλίζει τον Καζαμία) Αγίου Ιωάννου του Ερημίτου.

 

Απ’ το δωμάτιο του Τζάκου ακούγεται το τραγούδι Βete Noir του Βryan Ferry

 

Τζ: Πεινάτε;

Άν: Καθόλου!

Τζ: (Κοιτάζοντας έναν Μυστικό Δείπνο στον τοίχο) Το φέρατε απ’ τα Ιεροσόλυμα;

Άν: Αναγνωρίζετε τον Ιούδα;

Τζ: Ποιός είναι;

Άν: Εκείνος με το πουγκί.

Τζ: Κι ο μόνος χωρίς φωτοστέφανο! Γιατί με ρωτάτε;

Άν: Διότι πρόδωσε τον Χριστό.

Τζ: Ποιό ήταν τ’ όνομα του Χριστού;

Άν: Ιησούς. Έτσι δεν είναι;

Τζ: Εβραίϊκο όνομα.

Άν: (Νοσταλγικά) Πανσέληνος στην Ιερουσαλήμ…

Τζ: Θυμάστε;

Άν: Θυμάμαι;

Τζ: Όταν πήγαμε στη Νεκρά…

Άν: Νεκρά;

Τζ: Ναι. Δε θυμάστε;

Άν: Ίσως. Έχει περάσει καιρός;

Τζ: Αρκετός.

Άν: (Μονολογώντας) Στα γεροτραλαλά…Θέλετε να καθήσουμε στη βεράντα;

Τζ: Μείναμε στο Hod. Το θυμάστε;

Άν: Hod;

Τζ: Ναι. Ας καθήσουμε στη βεράντα. Θα πιείτε μια γκαζόζα;

Άν: (Βουλιάζοντας στην πολυθρόνα της) Αν έχεις την καλοσύνη…Καλέ άνθρωπε…

Τζ: Στο Hod…Γιαμαμέλλα;…

Άν: Ζέστη, ε;

Τζ: Και πολλή υγρασία.

Άν: Πού είπατε ότι εργάζεσθε;

Τζ: Στο Πρώτο.

Άν: Πού είναι το Πρώτο;

Τζ: Δίπλα στην Αγορά.

Άν: Αν δεν γίνομαι αδιάκριτη, τι γράφετε με τις ώρες;

Τζ: Τις ζωές των ανθρώπων.

Άν: Και τη δική μου;

Τζ: Ενδεχομένως…

Άν: Της βρίσκετε ενδιαφέρον;

Τζ: Όλες έχουν.

Άν: Και γιατί το κάνετε;

Τζ: Για να σώσω τη μνήμη.

Άν: Στη γραφομηχανή;

Τζ: Στον κομπιούτερ.

Άν: Α!

Τζ: Και δε θυμάστε το Hod;

Άν: Είπατε ότι πήγα μαζί σας;

Τζ: Πήγαμε στη Νεκρά.

Άν: Ναί, ε;…

Τζ: Λέγαμε ιστορίες.

Άν: Είχα ψωρίαση!…

Τζ: Ε, να που θυμάστε!

Άν: Τι ιστορίες;

Τζ: Απ’ το παρελθόν.

Άν: Το δικό μου;

Τζ: Και το δικό μου.

Άν: Έχετε παρελθόν;…

Τζ: Είχατε μόλις βγεί απ’ το νοσοκομείο. Τέσσερις μήνες Εντατική κι άλλους δυο στο κρεββάτι…

Άν: Ατύχημα…

Τζ: Από τότε δεν ξαναπιάσατε το τιμόνι.

Άν: Και τι σας είπα στο Hod;

Τζ: Για ένα όραμα που είδατε στην Εντατική. Τον Ιησού καπουτσίνο…

Άν: Μου είπε: Θα τα καταφέρεις!…

Τζ: Μου λέγατε στίχους…

Άν: Στίχους;

Τζ: Είσαι, δεν είσαι γιός Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου!…

Άν: (Προσπαθώντας να θυμηθεί) Απόψε ήρθα κι’ εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας…

Τζ: …Βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι’ άγρια μίση…

Άν: …Να κλάψω μπρος σ’ το αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας…ψυχής, που έχει ποτέ στον Κόσμο τούτο ανθοβολήσει.1 (Δακρύζει).

Τζ: Το θυμάστε!

Άν: Γιάννενα…

Τζ: Εκεί.

Άν: (Ψιθυριστά) …Της πλέον ωραίας ψυχής…

Τζ: Μου γκρινιάζατε επειδή έπινα: Εγώ φτιάχνομαι με σκέτη γκαζόζα, μου λέγατε. Θυμάστε; Θυμάστε που πήγαμε σ’ ένα κέντρο στην Ιερουσαλήμ; Χορεύαμε οληνύχτα. Έξω χιόνιζε κι εσείς με το βαθύ ντεκολτέ σας!…

Άν: Και τώρα…

Τζ: Με είχατε βγάλει νοκάουτ! Χτυπούσατε τις κλακέτες και χόρευαν όλοι μαζί σας…Θυμάστε; Ξημέρωνε Σάββατο κι η Πολ μας περίμενε σπίτι. Τη θυμάστε την Πολ;

Άν: Τι χαριτωμένη σκυλίτσα!…

Τζ: Θυμάστε το σπίτι;

Άν: (Αβέβαια) Έσερ…

Τζ: Πολ Εμίλ Μποτά έσερ. Δέκα. Ιδού, που θυμάστε!

Άν: Θυμάμαι!

Τζ: Την πήραμε μέσα για να μην κρυώνει. Κοιμήθηκε στο σαλόνι. Κι όταν ξυπνήσαμε…Εγώ, γιατί εσείς αμφιβάλλω αν κοιμηθήκατε, έξω το είχε στρώσει. Χιονισμένη Γερουσαλήμ!

Άν: Γιαμαμέλλα!

Τζ: Λέγατε: Ήρθαμε να σε ζωντανέψουμε, Νεκρά!. Και βουτούσαμε κατευθείαν. Και τη νύχτα στο μπαρ. Και ιστορίες, συνέχεια ιστορίες…

Άν: Και στη Μαμίλλα;

Τζ: Και στη Γιάφφο! Κι εσείς, να μην πίνω! Είχατε δίκιο, γιατί εσείς δε ζούσατε εκεί. Ερχόσασταν για διακοπές, αγνοώντας τον τρόμο. Μια δυο μέρες μαζί μας, κι έπειτα βουρ για τον Σάρλ! Στη Νεκρά…

Άν: Έμαθα γαλλικά, για να μπορώ να του γράφω…(Κλείνει τα μάτια).

Τζ: Κοιμάστε;!

ΣΚΗΝΗ

 

Πρωϊνό στη βεράντα. Ο Τζάκος με το laptop στα γόνατα.

 

Άν: Όπως σας έχω ήδη πει…

Τζ: (Βαρυεστημένα) Ναι…

Άν: Πριν ανατείλλει ο ήλιος…

Τζ: Και μετά;

Άν: Ε, μετά ξαναγυρίζω στο κρεββάτι και περιμένω να ξημερώσει.

Τζ: (Αδιάφορα) Κι ύστερα;

Άν: Ε, όλο και κάτι θα κάνω…

Τζ: (Κοιτάζοντας έξω) Θα βρέξει.

Άν: Φθινόπωρο είναι, θα βρέξει.

Τζ: Στη Θεσσαλονίκη έβρεχε όλη την εβδομάδα.

Άν: Έχεις μεγάλο σπίτι;

Τζ: Στη Θεσσαλονίκη;

Άν: Ναι.

Τζ: Ένα ρετιρεδάκι.

Άν: Έχεις και γλάστρες;

Τζ: Βεβαίως!

Άν: Θυμάσαι τον Κάϊν;

Τζ: Αλίμονο!

Άν: Τόσος κόσμος…

Τζ: Φυσικά.

Άν: (Μονολογώντας) Από τα Γιάννενα…Θα μου επιτρέψετε να λείψω για λίγο… Πρέπει να αγοράσω κάτι…

Τζ: Πήρατε το κλειδί σας;

Άν: (Βγαίνοντας) Το έχω πάντα μαζί μου.

Τζ: (Μονολογώντας) Έχει χάσει τρία ως τώρα…

 

 

 

 

 

 

 

 

2

 

 

 

Χαμηλός φωτισμός, υποβλητική μουσική Tchaikovsky: Symphony No 6, Pathetique. Ο Τζάκος υποδέχεται τον Βασίλη.

 

Τζάκος: Bonjour!

Bασίλης: Ave!

Τζ: Έλα!

Βα: Κοιμάται;

Άν: (Απ’ το δωμάτιό της) Ποιός είναι;

Βα: Ένας φίλος. Ελάτε να γνωριστείτε!

Άν: Καλησπέρα σας!

Τζ: Ο Βασίλης!

Άν: Χαίρω πολύ! Πώς λέγεστε στο επίθετο;

Βα: Ιντζάκης.

Τζ: Ο Βασίλης είναι σχεδιαστής.

Άν: Αλήθεια;

Τζ: Σχεδιαστής επίπλων.

Άν: Και πού έχετε μαγαζί;

Βα: Στη Δημοκρατίας.

Άν: Περνούσα συχνά κάποτε… Εμένα θα μου επιτρέψετε. Είναι ώρα για Καληνύχτα Μαργαρίτα. Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε. Καληνύχτα σας και χάρηκα για την γνωριμία!

Βα: Επίσης, κυρία Άντη.

Τζ: Φοβερή;

Βα: Απίστευτη!

Τζ: Καφέ, ή μήπως…γκαζόζα;

Βα: Καφέ.

Τζ: Εσπρέσσο;

Βα: Φίλτρο!

Τζ: Μέλι;

Βα: Sugar, baby! (Περιεργάζεται τον χώρο).

Τζ: (Φέρνει καφέ) Πώς την βρήκες;

Βα: Ποιά;

Τζ: Την Άντη.

Βα: Power!

Τζ: Ταρταρούγα!

Βα: Πώς δικαιολογεί την παρουσία σου;

Τζ: Ο φίλος του γιού της…

Βα: Μιλήσατε;

Τζ: Ναι.

Βα: Και;

Τζ: Τι και;

Βα: Πώς αντέδρασε;

Τζ: Συμπαθώς.

Βα: Σε θυμήθηκε;

Τζ: Μάλλον.

Βα: Ήξερε;

Τζ: Τι;

Βα: Για σένα.

Τζ: Δεν ακούει τον κόσμο.

Βα: Για μια μητέρα….

Τζ: Δεν έχει τον χρόνο.

Βα: Είναι ογδόντα;

Τζ: Και δύο.

Βα: Ήταν πάντοτε έτσι;

Τζ: Στον κόσμο της, πάντα.

Βα: Αλλά, κοσμική.

Τζ: Μαθήτρια του Ζανό.

Βα: Του Ζανό;

Τζ: Από ετών δεκαέξι.

Βα: Για καιρό;

Τζ: Αρκετό.

Βα: Κέρδιζε;

Τζ: Αλίμονο!

Βα: Τα πάτε καλά;

Τζ: Εν αρχή, ψυχομετρικά τεστ!

Βα: Σε σκάναρε!

Τζ: Τι Μπεν Γκουριόν…

Βα: Γκουριόν;

Τζ: Τ’ αεροδρόμιο.

Βα: Έλεγχος αυστηρός;

Τζ: Ψυχομετρικός!

Βα: Και γιατί τόσο;

Τζ: Ανασφάλεια.

Βα: Θα με πας μια φορά!

Τζ: Το θέλω.

Βα: Αλλά προηγείται το Βερολίνο.

Τζ: Εννοείς πως θα μείνει;

Βα: Ο Ρόμπερτ;

Τζ: Ναι.

Βα: Ακόμη δεν ξέρει. Διαπραγματεύεται.

Τζ: Καλό το Βερολίνο.

Βα: Fiction?

Τζ: Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας!

Βα: Σ’ ευχαριστώ για τη Σαλονίκη.

Τζ: Σιγά!…

Βα: Συμβαίνει για τρίτη φορά.

Τζ: Τι;

Βα: Να είμαι Θεσσαλονίκη, και να είμαι περαστικός.

Τζ: Αυτή τη φορά έμεινες. Τρεις ολόκληρες μέρες!

Βα: Αλλά, δεν είδα Θεσσαλονίκη.

Τζ: Έβλεπες Ρόμπερτ…

Βα: Η πόλη ήταν το φόντο.

Τζ: Οι δυο σας καλά;

Βα: Άψογα.

Τζ: Και το σπίτι;

Βα: Εσύ!

Τζ: Άνετο;

Βα: Ναι, αλλά πολύ Ιερουσαλήμ βρε παιδί μου!…

Τζ: Υπερβάλλεις!

Βα: Ε, ναι!… Ακόμη κι ο Ρόμπερτ…

Τζ: Τι;

Βα: Το βρήκε λίγο… συναγωγή.

Τζ: Υπερβάλλεις!

Βα: Καθόλου.

Τζ: Ενοχλήθηκε;

Βα: Όχι. Αλλά εντυπωσιάστηκε.

Τζ: Γιατί;

Βα: Όλα εκείνα τα αντικείμενα…

Τζ: Κιβωτός!

Βα: Μμμμ…Φτάσαμε μισομεθυσμένοι. Μετά τ’ αεροδρόμιο πήγαμε για ποτό…Προσέχαμε τα έπιπλα…Μην αγγίξουμε πουθενά…

Τζ: Θα βγούμε;

Βα: Αν θέλεις.

Τζ: Πάμε. Χρειάζομαι λίγο αέρα.

Βα: Σου λείπει.

Τζ: Πολύ…Μιλάτε;

Βα: Πολύ.

Τζ: Ελληνοσέρβος, γεννημένος Φραγκφούρτη…

Βα: Και τώρα θα εγκατασταθεί Βερολίνο.

Τζ: Θα πας.

Βα: Οπωσδήποτε!

Τζ: Πότε;

Βα: Όταν εγκατασταθεί για καλά.

Τζ: (Αστειευόμενος) Θα με πάρεις;

Βα: Όχι!

 

ΣΚΗΝΗ

 

Ο Τζάκος μόνος στο καθιστικό. Απ’ το δωμάτιό του ακούγεται η ‘Σαλώμη’ του R. Strauss.

 

Τζ: (Εκνευρισμένος) Τέλος τα σαργουδάκια…Από σήμερα, ό,τι μαγειρεύω θα είναι για μένα… Μουσαφίρης, κυρά μου, όχι οικιακή βοηθός! Κι ύστερα: Αναχωρείς με τα ρούχα που φορείς; Σιγά μη δε βγαίνω… Και το πρωί: Ξύπνησες; Πάλι καλά! Έλεος, ΄Αντη!… Εντάξει, έχασες το παιδί σου…

 

Χτυπάει το τηλέφωνο

 

Βα: Έλα!

Τζ: Έλα, ρε κούκλε!

Βα: Τι κάνεις;

Τζ: Ετοιμάζομαι να την πνίξω!…

Βα: Σου είπα: Όσο περνάει ο καιρός τόσο κι ο κλοιός θα στενεύει.

Τζ: Και τι προτείνεις;

Βα: Ν’ αλλάξεις σπίτι!

Τζ: Και το διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη; Αστειεύεσαι; Πρέπει να το κρατήσω.

Βα: Δε μπορείς να διατηρείς δύο σπίτια. Είναι σκέτη αυτοκτονία.

Τζ: Αυτοκτονία!

Βα: Με πήρε ο Ρόμπερτ.

Τζ: Και;

Βα: Ε, να…

Τζ: Τι;

Βα: Του είπα για τα εισητήρια.

Τζ: Και;

Βα: Ε, κι εκείνος άρχισε να τα μασάει.

Τζ: Ήγουν;

Βα: Πώς;

Τζ: Δηλαδή;

Βα: Ε, να! Μου είπε ότι δεν ξέρει τι θα κάνει ακριβώς τα Χριστούγεννα…

Τζ: Δεν είναι στο Βερολίνο;

Βα: Όχι. Ίσως να μη χρειάζεται τελικά.

Τζ: Και πού είναι;

Βα: Είπε ότι θέλει να κάνει Χριστούγεννα με τη μαμά του.

Τζ: Στη Φραγκφούρτη;

Βα: Μπορεί στη Φραγκφούρτη, μπορεί στη Θεσσαλονίκη.

Τζ: Εντάξει.

Βα: Καθόλου!

Τζ: Γιατί ρε;

Βα: Δεν κατάλαβες! Ο Ρόμπερτ θα κάνει Χριστούγεννα με τη μαμά του, κι εγω μόνος μου στο ξενοδοχείο;

Τζ: Καλύτερα λοιπόν στη Θεσσαλονίκη. Να είσαι σε σπίτι.

Βα: Μόνος; Σιγά! Θ’ αλλάξω τα εισητήρια για μετά τα Χριστούγεννα. Θα προτιμούσα να τον δω Βερολίνο.

Τζ: Θα σου κοστίσει και πιο φτηνά.

Βα: Δε με νοιάζει αυτό.

Τζ: Εσύ θέλεις να δεις Βερολίνο.

Βα: Ακριβώς.

Τζ: Μαζί του.

Βα: Exactly!

Τζ: Kι αν δε γίνει;

Βα: Γιατί να μη γίνει;

Τζ: Άκου! Καλή κι η Θεσσαλονίκη.

Βα: Σου είπα: Προτιμώ Βερολίνο. Ούτε καν την Φραγκφούρτη…

Τα: Να δεις και κανένα μουσείο…

Βα: Μπα!

Τζ: Εγώ πάντως θα πήγαινα κυρίως γι’ αυτό.

Βα: Εσύ…στα μουσεία και στα μαυσωλεία…

Τζ: Σήμερα, παρολίγο να τη σκοτώσω…

Βα: Ογδόντα και δύο;

Τζ: Άκου τι μου είπε το μεσημέρι: Μπήκε στο δωμάτιό μου…

Βα: (Αδιάφορα) Τι σου είπε;

Τζ: -Τι θέλετε; -Να φτιάξω το κρεββάτι σου. -Μια χαρά είναι. -Μια χαρά είσαι; Μια χαρά και δυο τρομάρες! Τρελλάθηκα! Εκείνη ακάθεκτη: Έτσι έλεγαν οι παλιοί.

Βα: Μη χειρότερα!

Τζ: Γι’ αυτό σου λέω…

Βα: Και τώρα πού είναι;

Τζ: Στο υπερπέραν.

Βα: Στις οχτώ παρά δέκα;

Τζ: Ναι. Σήμερα πήγε κάπως αργά. Με περίμενε να γυρίσω, να μαγειρέψω (σπαγγέτι με τόνο) να φάει μαζί μου, και τότε μόνο να φύγει.

Βα: Με τη βροχή;…

Τζ: Ναι!

Βα: Απίστευτη!

Τζ: Τα Σάββατα πηγαίνει απαραιτήτως. Και ξέρεις γιατί; Κάνει, λέει, αιτήσεις.

Βα: Κούφια η ώρα!

Τζ: Άκου!…

Βα: Ναι.

Τζ: Μετά το φαί κρύφτηκα στο δωμάτιό μου για να μη μου ζητήσει να τη συνοδέψω. Δε μπορώ τα νεκροταφεία. Παθαίνω κατάθλιψη. Λοιπόν, είχα βγάλει απ’ την κατάψυξη ένα κρέας κι είχα μόλις ξαπλώσει. Χτυπάει την πόρτα: Είπατε να ψήσω κρεατάκι για τον γάτο; Τα πήρα. Πετάχτηκα έξαλλος και της είπα: Να ψήσετε τον γάτο σας, τ ώ ρ α !

Βα: Και κείνη;

Τζ: Ευτυχής που μ’ εκνεύρισε: Καλά, καλά, μη θυμώνεις! Δεν κατάλαβα ακριβώς.

Βα: Είναι τελείως τρελλή;

Τζ: Είναι εξαρτημένη.

Βα: Τα κατάφερε.

Τζ: Απολύτως.

Βα: Δε θέλω να κάνω Χριστούγεννα μόνος! Οι γονείς μου φέυγουν μεθαύριο για Μελβούρνη. Τη μάνα μου δεν πρόλαβα καν να τη δω… Όλο το καλοκαίρι ξενοδοχείο, και τώρα καπάκι τέσσερις μήνες Μελβούρνη.

Τζ: Έχεις τους φίλους σου.

Βα: Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή.

Τζ: Γι’ αυτό θέλεις να είσαι μόνο με τον Ρόμπερτ;

Βα: Anyway, θα δω τι θα κάνω.

Τζ: Θα βγούμε;

Βα: Δεν έχω κέφι.

Τζ: (Ειρωνικά) Περιμένοντας τηλεφώνημα απ’ τον καλό σου…

Βα: Έτσι…

Τζ: Καλά! Αν αλλάξεις διάθεση, μήνυμα…

Βα: Οk!

Τζ: Φιλιά!

Βα: Φιλιά, bye!

Τζ: Bye! (Μονολογώντας) Μόνο όταν κοιμάται ή όταν λείπει είναι καλή. Και πάλι…(Ακούγεται το κλειδί στην πόρτα.)

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

Ο Τζάκος και ο Βασίλης στη βεράντα. Νύχτα.

 

Βα: Έχεις παρανοήσει.

Τζ: Τελείως.

Βα: Τι θέλει απ’ τη ζωή σου;

Τζ: Να μου την πάρει!

Βα: Όλους θα μας θάψει η σκατόγρια!

Τζ: Της απαγόρεψα να θυμιάζει. Είδες τι έβαλα στη θέση της Βηθλεέμ;

Βα: Είδα!

Τζ: Το ζώδιό του: Ταύρος.

Βα: Η Αρπαγή της Ευρώπης!… Μου λείπει ο Ρόμπερτ.

Τζ: Το ξέρω.

Βα: Είμαι συνέχεια άκεφος.

Τζ: Να διαβάζεις Καβάφη!

Βα: Δε θέλω! Θέλω να το βιώσω…

Τζ: (Ειρωνικά) Αυθεντικά…

Βα: Αυθεντικά!

Τζ: Βίωσέ το, λοιπόν!

Βα: Τι κάνει η Άντη;

Τζ: Κοιμάται.

Βα: Τόσο νωρίς;

Τζ: Κουράστηκε σήμερα. Πήγε και γύρισε με τα πόδια.

Βα: Για οικονομία;

Τζ: Έχει ένα κομψότερο επιχείρημα: Ο γιατρός της είπε να κινείται, για να μην παραλύσει.

Βα: Δεν έχει φόβο…

Τζ: Μου εμφανίζει διαρκώς πράγματα του Γιάννη…Δήθεν τυχαία…

Βα: Επικίνδυνη!

Τζ: Μάγισσα!

Βα: Τι ώρα ξυπνάει;

Τζ: Μα, δεν κοιμάται…Έτσι τουλάχιστον λέει.

Βα: Και τι κάνει;

Τζ: Δεήσεις.

Βα: Κόλλημα.

Τζ: Εντελώς.

Βα: Νιώθω τον Ρόμπερτ ν’ απομακρύνεται.

Τζ: Είναι έτσι κι αλλιώς μακριά.

Βα: Ίσως να είναι και κείνη η ψύξη…

Τζ: Πού την άρπαξε; Σε κανένα club;

Βα: Δε σου είπα ότι θα πήγαινε σ’ ένα gipsy πάρτι;

Τζ: Εκεί!

Βα: Γύρισε στις 11 το πρωί!

Τζ: Εμένα πάντως δεν μου αρέσει το gipsy

Βα: Σέρβος, μη το ξεχνάς!

Τζ: Γιουγκοσλάβος…

Βα: Γεννημένος μεγαλωμένος Φραγκφούρτη.

Τζ: Μιγάς!

Βα: Ένας ακόμη μιγάς!…

Τζ: Εν μέρει χριστιανός κι εν μέρει χριστιανίζων…

Βα: Ο Ρόμπερτ;

Τζ: Εσύ!…

Βα: Μπορεί να μην κάτσει το Βερολίνο.

Τζ: Μπα!;…

Βα: Ίσως να μην γίνει το cafe

Τζ: Πώς έτσι;

Βα: Δεν κατάλαβα ακριβώς.

Τζ: Θα γυρίσει Φραγκφούρτη;

Βα: Αν κρατήσει μόνο το club, θα πετάγεται μια φορά τη βδομάδα.

Τζ: Σε βλέπω Φραγκφούρτη. Σκληρή πόλη…

Βα: Όλες οι πόλεις είναι σκληρές.

Τζ: Είναι.

Βα: Θέλω να φύγω. Νιώθω ν’ ασφυκτιώ.

Τζ: Σου μπήκε το Βερολίνο…

Βα: Γιατί να μη δοκιμάσω;

Τζ: Να δοκιμάσεις!

Βα: Δε φοβάμαι τις δυσκολίες.

Τζ: Δεν είπα αυτό.

Βα: Θέλω να ζήσω με τον Ρόμπερτ. Εκεί!

Τζ: Μόνο που…

Βα: Γιατί κι εκείνος θα είναι καινούριος εκεί.

Τζ: Και όχι μόνο…

Βα: Τι περισσότερο θα μάθαινα από σένα;

Τζ: Θα σου ’δειχνα τα παλιά μαγαζιά. Της φράου Βάντα, ας πούμε.

Βα: Του πρωκτού;

Τζ: Της καθέδρας! Έτσι δεν είναι ντόκτορ;, ρωτούσε τον Πέτρο. Για!, της απαντούσε εκείνος ρουφώντας σαμπάνια.

Βα: Απίθανη!

Τζ: Η σημασία του πρωκτού στη ζωή του ανθρώπου!…Διάλεξη πάνω απ’ το τραπέζι. Στις τέσσερις το πρωί…

Βα: Αριστούργημα!

Τζ: Φράου Βάντα…

Βα: Να μου κάνεις μια λίστα.

Τζ: Να δεις το μουσείο!

Βα: Δεν ξέρω…

Τζ: Να το δεις, ρε μαλάκω!

Βα: Καλά, να το δω.

Τζ: Δέος θανάτου…

Βα: Το πλήρες αβέβαιο.

Τζ: Το νιώθεις;

Βα: Το νιώθω;

Τζ: Οσμές;

Βα: Αρωμάτων.

Τζ: Τα αποξηραμένα!

Βα: Μπορώ να χρησιμοποιήσω την τουαλέττα;

Τζ: Φυσικά. (Βάζει μουσική: Northern Εxposure, Westcoast Edition)

Bα: (Επιστρέφοντας) Υπέροχη τουαλέττα! Κι αυτή η μαύρη γαρνιτούρα στο μάρμαρο! Παντού μάρμαρο…

Τζ: Όπως πρέπει σε μαυσωλείο.

Βα: Γιατί είσ’ εδώ;

Τζ: Η Γκάμπη λέει πως είμαι εδώ για να μάθω.

Βα: Να μάθεις, τι;

Τζ: Δεν ξέρω…

Βα: Κοιμάσαι στο κρεββάτι του…

Τζ: Και γράφω στο γραφείο του, χρησιμοποιώ τα βιβλία του…

Βα: Τους δίνεις ενέργεια…

Τζ: Τα ζωντανεύω.

Βα: Τον ζωντανεύεις!…

Τζ: >Απ’ τη μούμια του χρόνου.

Βα: Μούμια!…

Τζ: Είδα τη μούμια του Ραμσή. Στο Κάϊρο…

Βα: Φρίκη!…

Τζ: Προσκύνημα. Ιερουσαλήμ, Τελ Αβίβ, Κάϊρο. Μεσημέρι… Ιούνιος… Κι ελαφρά μεθυσμένος…

Βα: Πώς ήταν;

Τζ: Πτηνό.

Βα: Ταριχευμένο γεράκι;

Τζ: Έτσι!

Βα: Πώς ένιωσες;

Τζ: Ενώπιον του θανάτου.

Βα: Λες να ξυπνήσει η Άντη;

Τζ: Nα χαμηλώσω τη μουσική;

Bα: Καλύτερα.

Τζ: Είσαι για κανένα ποτό;

Βα: Πόσα;

Τζ: Καναδυό.

Βα: Πάλι;

Τζ: Σχεδόν κάθε βράδυ.

Βα: Πίνεις πολύ!

Τζ: Για ν’ αντέξω. Θα πάμε;

Βα: Ας ξεκινήσουμε από ’δω! Πού είναι το καναδέζικο;

Τζ: Αμερικάνικο.

Βα: Θα μιλάμε αλλιώς.

Τζ: Σ’ άλλο επίπεδο, αλκοόλ…

Βα: Cheers!

Τζ: Λε Χάϊμ!

Βα: Πώς περάσατε σήμερα;

Τζ: Λίγο πριν έρθεις ήμουν έτοιμος να ντυθώ Άντη. Θα φορούσα την καλή της στολή και θα καθόμουν στη βεράντα. Απέναντί της…

Βα: Ψυχώ!

Τζ: Έχω γίνει ψυχάκιας!

Βα: Και η καούκα;

Τζ: Θα έβαζα μια, την ίδια.

Βα: Της δίνεις κανένα φιλί;

Τζ: Προχτές. Κι έκανε σαν τρελλή να διορθώσει την πολύτιμη κόμμωσή της!…LOreal de ParisOctober 1963…(Μιμείται την Άντη) Είδες πώς ήμουν κάποτε;!…

Βα: Τόση κομμωτική!…

Τζ: Τόσες περμανάντ…

Βα: Και τόσες μαθήτριες…

Τζ: Κάθε μέρα η ίδια κασέτα. Και κείνες οι ερωτήσεις…

Βα: Αμείλικτη η ανακρίτρια!

Τζ: Αδυσώπητη.

Βα: Εξομοιώνεσαι!

Τζ: Αντιστέκομαι.

Βα: Μαθαίνεις όμως.

Τζ: Πολλά!

Βα: Ένα δεν κατάλαβα: Πού χάνονται τα εσώρουχά σου;

Τζ: Τ’ ανακάλυψα στο δωμάτιό της!…

Βα: Τα φοράει;!

Τζ: Δε θέλω να το πιστέψω.

Βα: Δε της ρίχνεις στριχνίνη;

Τζ: Με νιώθει σαν αδελφό της…

Βα: Κατάλαβα…

Τζ: Και μου κολλάει σα βδέλλα. Τις προάλλες που έβαφα την κουζίνα, έκοβε συνέχεια βόλτες κάτω απ’ τη σκάλα! Πού πάς χριστιανή μου;!…

Βα: Δε θα πάθαινε τίποτα. Αυτό κατά βάθος επιδιώκει.

Τζ: Δεν είμαι ο σύζυγός της.

Βα: Μα, έτσι σε βλέπει.

Τζ: Μπα…

Βα: Ο υιός εραστής!

Τζ: Εραστής του υιού της…

Βα: Ανατριχιάζω!…

Τζ: Μου θυμίζει τόσο την Αλεξάνδρα…

Βα: Ποιά Αλεξάνδρα;

Τζ: Τη μάνα του Αριστόβουλου.

Βα: Του Καβάφη;

 

 

 

1 Γιοσέφ Ελιγιά, Ιησούς.

2 Γιώργος Ιωάννου, Τα ηλιοτρόπια των εβραίων.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles