Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Ρούλα Καραμήτρου, Πέντε Τραγουδάκια

$
0
0

1.Του δύο δέκα του χιλιάρικα, λερή κληρονομιά

Μια κερά μ’ένα φουρό
μια φορά κι έναν καιρό
είχενεν πολλά σκυλιά
πεινασμένα ως τ’αυτιά

Τα λυπήθηκε η δόλια
π’αγυρτάγαν σα διαόλια
κι εσηκώνει το φουρό
και τους δείχτει νιο ντορό

Δω καλά μου, για ελάτε
και σας έχω για να φάτε
λιχουδιά λαχταριστή
θα σας πνίξω βρε μ’αυτή

Μια και δυο τα εσβερκώνει
χουβαρντού αναθρεμμένη
και κινάει να τα δένει
με λουκάνκα η ψημένη

Άι μωρ’ σκλιά μου, άι χορτάστε
κι έχω αρμαθιές μπαμπάτσκες
λουκανίκων, λουκαντρέων
λουκακώτσων των σπουδαίων
λουκατζώρτζων πριγκιπέων
και φρανκφούρτης για σιχτίρι
λουκαχμάκηδων γιωργάκηδων
ευθυτενών κι ωραίων

μα φάτε, φάτε… φάτε ζωντανά μου, φάτε
εφαρδύναν οι μασέλες, ξεχειλώσανε οι κλιές μπίτισαν κι οι αρμαθιές, γίνηκαν κερά και σκύλοι να γελάς και να τους κλαις

και κει στης πείνας τις αρχές
στου δύο δέκα του χιλιάρικα το βγες
ένα το πιο διαβαστερό και σοφαρό
που τοχε στείλει ο θεός για δώρο,
ταβάνι να χουνε τα άλλα τα σκυλιά
πόσο πολύ μπορεί να ξεχειλώσει μια κοιλιά εκεί που μάσαγε μιαν αρμαθιά γκαβάντζα εσηκώθη απ’ανάγκη ισχυρή μια που ως άρρεν ίπρεπε ορθός να κατουρεί κι όσο εψαχνότανε για να βρει που είχενε καταχωνιάσει κείνο που εμπέρδεψε με τη σκληρή τη βούρτσα του θανάση του ρθε ιδεάκι τιριλό… όχι ρε θεία!
δεν ειμαστε σα λόγου σου από χωριό
ορμάτε αδέρφια, πόδια γοφιά μεριά κοιλιά φάτε όπως μας έμαθε η θεια φάτε σκυλούμπες μου, ώμους δαχτύλια και αυτιά φάτε την κι ειν χαζιά η θεια φάτε την κι είναι σας ελέγω προς δικαίου, δυτικού ντορός τεό ντορός, τεό συν μόνο κι αυτό ίσως υπευθύνου, ο ντορός αφού μονάχη αλαφροκάνταρη η θεια έκανε το φουρό λωρό κι ανάθρεψε αντί παιδιά σκυλιά, γερόντια ξυγκιάρικα σκυλιά του δύο δέκα του χιλιάρικα, λερή κληρονομιά

2.Σήψη στο χωριό

Δύο δύο δέκα
Δέκα δέκα θα κατρακυλάς σκαλιά
για τις δυο μου φτήνιες για τις δυο κοπριές π’ όταν σου τις φτύνω, ντύνεσαι λεκές

Πλάκα στο χωριό πλάκα στο χωριό
Ζίμενς βατοπέδι κι άγιος ο θεός

Δύο δύο δέκα
Δέκα δέκα θα σου στέλνω χρεωστικά
για τις δυο σου φάρες και για οχτώ γενιές θα χεις να χρωστάεις και να μυξοκλαις

Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
ούριο ποντικάκι ο κυρίαρχος λαός
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
τ ‘άκουσες, ω φάδερ εγιωργέψαν τον υιό;

Δύο δύο δέκα
Δέκα θα σου άδω, γιε του στο αυτί
και τούτονε το χρόνο και τ’άλλον που θα ρθει και κείνον με το τρία και το έξι γιαλαντζί για να μην ξεχάσεις τη νέα μας αρχή

Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
ούριο ποντικάκι ο κυρίαρχος λαός
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
τ ‘άκουσες, ω φάδερ εγιωργέψαν τον υιό;

Δύο δύο δέκα
Δέκα λέει θα μου χώνει τα τζιβιά
π’έγλυψες τρεις στάλες πειναλέοντα
μια για τη ρεμούλα δυο για την κλεψιά
κι ας χρωστάει ο γιόκας τον Αχέρωντα

Σήψη στο χωριό σήψη στο χωριό
τ’ άκουσες πατέρα βρώμισε χτικιό

Δύο δύο δέκα
Δέκα δέκα κι ο πλερούπαις το αυτό
Ντο εφτάς πατέρα νταβράντισεν ο γιος;
Ντο εφτάς πατέρα, γύρισες πλευρό;

Σήψη στο χωριό σήψη στο χωριό
τ’άκουσες πατέρα λέρωσα κι εγώ

Δύο δύο δέκα
Δέκα κι αν γυρίσεις πάλι απ’ την αρχή
ωσότου εξυπνήσεις, ωσότου σηκωθείς
ωσότου μου εγυρίσεις συγγνώμη διαδρομής

Σήψη στο χωριό σήψη στο χωριό
ξύπνησε πατέρα, βγες μαζί μου εμπρός

Δύο δύο δέκα
Δέκα δέκα ν’ανεβούμε τα σκαλιά
να διώξουμε γιαβόλια και πρίγκιπες υιούς με δρόμους τα καριόλια, τους ντεμέκ ταγούς

Να γιάνει το χωριό να γιάνει το χωριό
Να μυρίσει δίκαιο ξανά λαό

3.Άξιος να ‘μαι βιος

Κίνδυνο για λίγο να χαθώ
δεν μου μέλλει και γω κάποτε να ζήσω
μια που πάντα έχω πλοηγό
στη τζιπάρα μου λολίτα τη φωνή σου

λολίτα λύση μου
κουκλίτσα ψύξη μου
ακρίβηνα την πλήξη μου
αγόρασα υστερία

σαν πιάνω ουρανό, φιμέ οροφής στενό
σινιέ μετέωρος , σικέ αγέρωχος
τα φώτα μου πνεμόνια μου
τους που μ’ αργούν να σβήσω

τζιπάρα Κυριακή, ακούεις αλλαγή
η λόλα σιωπηλή
σε μέρες που μας φτούνε
σε προκάτ αλληλουχία

βορρά σ’ ένα κρυφτούλι
ανήμπορου γονιούλη
φωλιάζω τις ανάγκες σας
φονιάζω τα όνειρά μου

χάρη σ’ένα θεούλη
λεφτούλι δανεικούλι
στου δρόμου το θεριό
του γιόκα και της κόρης μου
την εκδρομή ταίζω

άξιος να ‘μαι βιος
λαμπρός συνεχιστής
του άφατου μανούλα
γιος σου, τρυγητής

άξιος να μαι βιος
βαγόνι συνεργός
πρεζόνι του θανάτου μου
στη φτιάξη, μπαμπακούλη σε χαρίζω

χαρτί τσαλάκωμένο, πρωϊνό παράδομένο
στο φάντασμα που ρούφηξε απ τον ξύπνιο μου το αναπάντεχό μου, το λάθος το δικό μου που ίσως και να ζύγωνε τον άγνωστο εαυτό μου που ίσως και να έσμιγε ένα δικό εγώ μου

4.Φουρνιά για βρώση στα στερνά

Στης παραμύθας το τελείωμα
στου ίσου την αναλλαξιά
από νωρίς νωρίς προσφέρθηκα
φουρνιά από έκπτωτη γενιά

Φουρνιά ακουλσίζη, γιου κληρονόμου
και κορασίδος πλαδαρής
που κατσκωθήκαν μάνα πατέρα
επί κλινός συζυγικής

Φουρνιά από μίξερ, ναι πρώτη μούρη
φουρνιά των ευ και των αλέ
αλέ γαμάτων γιαπηδοφρύνων
ευ ηττημένων κυριλέ

Ευ διαβασμένων ευ χαρισμένων
σ’ αλέ δασκάλους και γονιούς
ευ μαχομένων καταταγμένων
σ’ αλέ πολέμους χλιαρούς

Ευ λαλημένων παρκαρισμένων
Ευ ευερέθιστων θυτών
Ευ αφημένων ευ αρνημένων
Ευ καιρών αναμασητών

Ξανά !!!

Ευ λαλημένων παρκαρισμένων
Ευ ευερέθιστων θυτών
Πόρτες σαλούν φαληρημένων
Ευ γόνοι παραβιαστών

Φουρνιά με φούρια
φουρνιά καινούρια
δοσμένη μες στο χαβαλέ
σε τοπ λοχίσκους
εν λόφτ σοφίσκους
κρατικοφιόγκους μαλαρμέ

Γι αυτό είμαι μπάοκ είμαι και θρύλος
σε συμμορίες υπαρκτός
γενιά διατάξτε, φουρνιά εντάξτε
απασχολήσιμος εχθρός

γενιά διατάξτε, φουρνιά εντάξτε
ευ αναλώσιμος σωρός
για λίγο χώρο και κάτι χρόνο
παιδιού αντίλαλου θυμός

Στης παραμύθας το τελείωμα
στου ίσου την αναλλαξιά
από νωρίς νωρίς προσφέρθηκα
φουρνιά που ζέχνει τη γενιά
φουρνιά για βρώση στα στερνά

5.Μία, του φόβου φτέρα

Μιαν ιστορία θα σας πω
για τον με το στανιό πατρόν
που να κινά με το λοιπόν
και για το τέλος θα φυλά
ένα… για δυο… φιλιά πεπόν

και το λοιπόν…

Μια, που ποδέχτηκάν τη με ευκές, κορούα
να ζήσει, να μας εζήσει η κοπελούα
μια στέλα μια μπέλα
μια της μαμάς κοπέλα
μια που ποδέχτηκάν τη με ευκές κορούα

σ’ ένα δρομί καθόντουνε θλιμμένη
απ ‘ άκρη σ’ άκρη μπερδεμένη
και κοίταγε μιαν άλλη, μία του φόβου φτέρα μιαν ακριβή, μια φιλενάδα του αγέρα σ’ ένα δρομί καθόντουνε θλιμμένη

εκοίταγέν τη και εφώναζε
και έκλαιγε και μέριαζε
με το θυμό φοβιό
απ την εικόνα μερτικό
εκοίταγέν τη και εφώναζε

τη φτέρα που ελυσσούσε
και τ’αγεριού χιμούσε
τη φτέρα που φοβότανε
μη δεν εζήσει και ριχνότανε
τη φτέρα που ελυσσούσε

κουνί κουνί κουνίτσα
πάρε και με μπίνα μανίτσα
και πε του φιλενάδου σου τ’αγέρα
να με κεράσει και εμέ φοβέρα
κουνί κουνί κουνίτσα

να πίνει το φοβιό, να σπάζει
να δίνει στο φευγιό, ν’ αδειάζει
δρόμος να μου γενεί
τρελογυριό θεριό, φωνή
να πίνει το φοβιό, να σπάζει

η πεθυμιά σου προσταγή λέει η κούνια φτέρα κι αρπάχτει της μαμάς της, τη θλιμμένη θυγατέρα που εμπερδεύτηκε κι εγέλασε σαν, μάνα φτέρα την εστέναξε μα εντρεπόταν και πως κόμπιαζε!
λες και τη ρίζα της ξελόγιαζε
η πεθυμιά σου προσταγή λέει η κούνια φτέρα

έτσι τα φρύδια ρίχτει τ’ αγέρι και γρυλίζει κορούες έφταξα κι εγώ να παίξουμε σφυρίζει δεξά λαβώνω και ζερβά γιατρειές σας εσκορπάω σβουράω και σιμώνω σας, τον πόνο σας ζητάω έτσι τα φρύδια ρίχτει τ’ αγέρι και γρυλίζει

κράτα με κράτα με μάνα φτερούα
κράτα με να ξεφύγω η κοπελούα
μη με αφήσεις να σου φύγω
και τις ευκές της κούνιας μου να πνίγω
κράτα με κράτα με μάνα φτερούα

και πέμψε μεν της, γκρεμνολούλουδη κούνια φτερούα πέμψε με ανεμώνα πεισμωμένη κοπελούα να με φοβάται, μην απ το στανιό φοβιό, δε ζήσω να με φοβάται, μην κι αυτή τη ζήση της χαρίσω

πέμψε με, της μάνας μου κούνια φτερούα
να μην φοβάται άλλο, μην της αποθάνω
μα να φοβάται μην εφοβιασμένη της μαράνω πέμψε με της μάνας μου κούνια φτερούα

κρουνών ροή, του φόβου φτέρα
άλλη της ρίζας μου, ίδια μύχια μέρα
να χει θεριό νερό να πίνει
το φόβιο τέρας να μικρύνει
κρουνών ροή, του φόβου φτέρα

έτσι τελεύει ως εδώ η ιστορία
μα μην του τάξεις του παιδιού
και δη φιλί, μόν’ από χρεία
ένα…για δυο;
φιλιά πεπόν…ε γαλαρία ;)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles