Μια παρουσίαση του άρθρου της Lila Abu-Lughod
Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
ΕΞΙΧΝΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΒΕΔΟΥΙΝΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η Lila Abu–Lughod, ανθρωπολόγος και καθηγήτρια στο Τμήμα Γυναικείων Σπουδών και Ισότητας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, έχει ασχοληθεί με το «γυναικείο ζήτημα» στη Μέση Ανατολή για πάνω από είκοσι χρόνια. Μία από τις πρώτες της εργασίες αφορούσε στο συναίσθημα, την ποίηση και την ιδεολογία του φύλου, σε μία κοινότητα Βεδουίνων στην Αίγυπτο, δίνοντας έμφαση στον λόγο των εντοπίων, ο οποίος θεωρείται ως ιδεολογικό εργαλείο αλλά και ως μια μορφή κοινωνικής πρακτικής που δημιουργεί και αναδημιουργεί συλλογικές αναπαραστάσεις. Σταδιακά – επικεντρώνοντας τις μελέτες της στην εννοιολόγηση του φύλου και επηρεασμένη από την μετα-αποικιοκρατική θεωρία – οδηγήθηκε σε μια ιστορική και πολιτική προσέγγιση των φεμινιστικών πρακτικών στη Μέση Ανατολή, ενώ μία από τις μεταγενέστερες εργασίες της αφορούσε στην αιγυπτιακή τηλεόραση ως μέσου διαπαιδαγώγησης που επιδρά καταλυτικά στις τοπικές κουλτούρες και συμβάλλει καθοριστικά στην πολιτισμική παραγωγή των εθνών.
Ένα από τα πιο γνωστά της έργα, που εκδόθηκε το 1986, είναι το «Veiled Sentiments: Honor and Poetry in a Bedouin Society», όπου τα αποσιωπημένα συναισθήματα και ο τρόπος που αυτά εκφράζονται μέσα από την απαγγελία ποιημάτων, αντιμετωπίζονται από την συγγραφέα ως μια μορφή ασυνήθιστης, διακριτικής, καθημερινής, πλην όμως ανατρεπτικής και γι’ αυτό αποτελεσματικής γυναικείας αντίστασης απέναντι στην ανδρική κυριαρχία. Η ρομαντική αυτή αντίληψη της Abu-Lughod για την αντίσταση, διαμορφώθηκε – όπως η ίδια αναφέρει – μέσα από τη λαϊκή ποίηση, αλλά και την ανθρωπολογική βιβλιογραφία, που παρουσίαζε τους νομάδες βοσκούς γοητευτικά υπερήφανους και ελεύθερους.
Στο παρόν άρθρο, η συγγραφέας, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στις ίδιες θεματικές έρευνας, τροποποιεί τη θέση της, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στην προγενέστερη δουλειά της, αλλά και σε όλους όσοι από τους θεωρητικούς εξιδανικεύουν αυτές τις ιδιότυπες μορφές μη συλλογικής ή μη οργανωμένης αντίστασης αθωώνοντάς τες. Έχοντας σαν θεωρητικά εφόδια τις απόψεις του Gramsci για την «Ηγεμονία», του Foucault για την «Μικροφυσική της Εξουσίας» και την παραγωγική της φύση, καθώς επίσης και του Bourdieu για το «Έθος» και τη «Συμβολική Βία», η Lila Abu–Lughod προσεγγίζει αυτή τη φορά την κοινωνία των Βεδουίνων με έναν πρωτότυπο κατά την άποψή μου τρόπο. Επιχειρεί, μέσα από τις διάφορες μορφές αντίστασης των γυναικών, που παρατηρούνται μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, να αναδείξει τις μορφές εξουσίας που υφέρπουν και που τις γεννούν.
Η φυλή την οποία εξετάζει ονομάζεται «Awlad ‘Ali» και εντοπίζεται στην δυτική έρημο της Αιγύπτου. Πρόκειται για πρώην βοσκούς που εγκαταστάθηκαν στις αιγυπτιακές ακτές, από τα σύνορα με τη Λιβύη μέχρι την περιοχή δυτικά της Αλεξάνδρειας. Δεν είναι πια νομάδες, αυτοχαρακτηρίζονται όμως Άραβες, δηλώνουν ότι διατηρούν συγγενικούς δεσμούς με τους Βεδουίνους της Ανατολικής Λιβύης και επιμένουν να διαχωρίζουν τους εαυτούς τους τόσο από τους αγρότες όσο και από τους αστούς Αιγυπτίους της κοιλάδας του Νείλου. Από την άλλη πλευρά, το Αιγυπτιακό κράτος – με την επιτήρηση, την κατάταξη στο στρατό, τον έλεγχο των μετακινήσεων, τη φορολογία, κλπ – επιχείρησε ήδη από τη δεκαετία του ’70 να τους ενσωματώσει στην επικράτειά του. Η αντίσταση βέβαια των Βεδουίνων στην κατάσταση αυτή ήταν σθεναρή, καθώς οδηγήθηκαν στο να κυκλοφορούν με πιστόλια και καραμπίνες, να τρέπονται σε φυγές, να διεξάγουν λαθρεμπόριο, να συλλαμβάνονται, να ανακρίνονται, να φυλακίζονται, να εξαπατούν και να φοβούνται τους «σκύλας γιους της κυβέρνησης» όπως συχνά χαρακτήριζαν τα ανώτερα κυβερνητικά στελέχη οι γυναίκες, οι οποίες ένα μόνο τρόπο αντίστασης είχαν στην περίπτωση αυτή: Το ψέμα – προφυλάσσοντας τους άνδρες.
Η Lughod λοιπόν, μέσα απ’ τις τρομοκρατικές αυτές καταστάσεις που βίωσε και η ίδια, οδηγείται τελικά στο να αμφισβητήσει την ρομαντική ιδέα περί «ευγενούς αγρίου». Ο ευγενής δεν ήταν καθόλου ευγενής και ο άγριος καθόλου άγριος. Όσο για τις γυναίκες; Παρότι αρχικά το ενδιαφέρον της δεν επικεντρωνόταν σε αυτές, στην πορεία ανακάλυψε πολύ ενδιαφέρουσες μορφές αντίστασης απ’ την πλευρά τους. Αντιστάσεις, δηλαδή, που ανέπτυξαν μέσα στους κόλπους τής δικής τους ανδροκρατούμενης κοινωνίας και που φάνηκαν στην ανθρωπολόγο εξαιρετικά χρήσιμες για να μελετήσει – μέσα απ’ αυτές – τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας. Συγκεκριμένα, περιγράφει τέσσερις μορφές από αυτές.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
Α. Μυστικά & Σιωπή
Τα μυστικά και η σιωπή είναι η πρώτη μορφή αντίστασης που περιγράφει η Abu-Lughod, η οποία εντοπίζεται στον έμφυλα διαχωρισμένο χώρο των γυναικών, εντός του οποίου αυτές αψηφούν καθημερινά τους περιορισμούς που τους επιβάλλουν οι ηλικιωμένοι άνδρες της κοινότητας. Αυτό που παρατηρείται σε αυτήν την μορφή αντίστασης, είναι ότι οι γυναίκες συνεργάζονται μεταξύ τους για να αποκρύψουν διάφορα ζητήματα από τους άνδρες, καλύπτουν η μία την άλλη σε ασήμαντες δραστηριότητές τους, καπνίζουν στα κρυφά και σβήνουν γρήγορα τα τσιγάρα όταν κάποιος άνδρας πλησιάζει, προστατεύουν το απαράβατο της ξεχωριστής τους σφαίρας, εντός της οποίας αισθάνονται ότι απορρίπτουν την εξουσία.
Β. Παρεμπόδιση Γάμων
Μια δεύτερη, ευρέως διαδεδομένη, μορφή αντίστασης των γυναικών είναι εκείνη που προβάλλουν οι Βεδουίνες στο γάμο, καθώς ο έλεγχος στην επιλογή συζύγου είναι μια από τις πιο βασικές μορφές εξουσίας που ασκούν οι οικογένειες και ιδίως οι ηλικιωμένοι άρρενες συγγενείς, όπως ο πατέρας ή τα αδέλφια. Φαινομενικά, η εξουσία των ανδρών είναι απόλυτη, καθώς οι γάμοι κανονίζονται μεταξύ συνεργατών, φίλων και πατρογραμμικών συγγενών, και δεν αναιρούνται. Στην πραγματικότητα όμως οι διακανονισμοί αυτοί είναι τόσο περίπλοκοι, με τις γυναίκες να συμμετέχουν έστω και στοιχειωδώς σε αυτούς, διαθέτοντας όμως κάποιους τρόπους αντίδρασης και αντίστασης, έως ακόμη και του σημείου να απορρίψουν έναν γάμο. Δύο είναι τα τεχνάσματα που μετέρχονται στην περίπτωση αυτή. Το ένα είναι η πειθώ και το άλλο – όπως εγώ το χαρακτηρίζω – είναι η υστερία.
(…δια της πειθούς)
Τον πρώτο γυναικείο λόγο, πάνω στο ζήτημα αυτό, τον έχουν οι μητέρες, οι οποίες, δια της επιχειρηματολογίας έναντι του συζύγου τους, είναι ικανές να αποτρέψουν έναν ανεπιθύμητο για την κόρη τους γάμο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μιας οικογένειας στην οποία αποφεύχθηκε ο γάμος της μεγαλύτερης σε ηλικία ανύπαντρης κόρης. Καθοριστικός, σε ένα τόσο ανατρεπτικό για την κοινωνία των Βεδουίνων αποτέλεσμα, ήταν ο ρόλος της μάνας, η οποία κατάφερε να πείσει τον άντρα της ότι ο γαμπρός δεν ήταν αντάξιος του τρόπου με τον οποίο είχαν μεγαλώσει την κόρης τους. Η οικογένειά του ζούσε σε σκηνές – κάτι στο οποίο δεν είχαν οι ίδιοι συνηθίσει – και ο λόγος μάλιστα αυτού του τρόπου εγκατάστασής τους ήταν ότι είχαν εμπλακεί σε κάποιας μορφής βεντέτα, γεγονός που θα εξανάγκαζε τον γαμπρό να τρέπεται σε φυγή, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Συνεπώς, η κόρη τους, τον περισσότερο καιρό θα ζούσε χωρίς αυτόν και – το πιθανότερο – θα έμενε συντόμως χήρα. Τελικά ο πατέρας επείσθη, η μητέρα βρήκε μιαν αληθοφανή δικαιολογία για να τους πουν και ο γάμος απετράπη. Συμπέρασμα: Η μάνα, ορισμένες τουλάχιστον φορές, τα καταφέρνει μια χαρά με τον πατέρα.
(… δια της υστερίας)
Ο δεύτερος και τελευταίος γυναικείος λόγος περί γάμου, ανήκει βέβαια στην ίδια την κακόμοιρη τη νύφη. Αυτή, έναν μόνο τρόπο αντίστασης διαθέτει. Την υστερία. Τραγελαφική θα χαρακτήριζα τη διήγηση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία, με τη μέθοδο αυτή, είχε καταφέρει να αποτρέψει στη ζωή της τρεις ολόκληρους γάμους. Αναφερόμενη σε έναν απ’ αυτούς, ισχυριζόταν πως δεν τον ήθελε επειδή ήταν ξάδερφός της και πολύ μεγαλύτερός της. Οι συγγενείς έσφαζαν αρνιά για την «χαρά» της κι εκείνη φώναζε και έκλαιγε απαρηγόρητη. Κάποια στιγμή, ο πατέρας της, την απείλησε ότι θα την σκοτώσει με την καραμπίνα και αυτή έφυγε να βρει παρηγοριά στην παραδίπλα ρεματιά. Εκεί φάνηκαν και τα πρώτα συμπτώματα πραγματικής βεβαίως υστερίας, καθώς άρχισε έντρομη να καλεί τα πνεύματα για να την κυριεύσουν. «Κυριεύστε με, πνεύματα, κυριεύστε με» φώναζε, έως τη στιγμή που κάποια συγγενής την πλησίασε, την παρηγόρησε και εντέλει την φιλοξένησε στη σκηνή της για να κοιμηθεί. Δεν είχε όμως γλιτώσει ακόμη από τον γάμο. Δώδεκα μέρες μετά, οι γυναίκες συγγενείς του γαμπρού, ακολουθώντας προφανώς κάποιο γαμήλιο έθιμο, πήγαν στο πατρικό της για να βάψουν μια μαύρη κορδέλα και να την τοποθετήσουν στην κορυφή της τέντας του σπιτιού. Υποθέτω πως αυτό γινόταν προς ένδειξη πένθους του πατέρα για την απώλεια της κόρης, η οποία τελικά προθυμοποιήθηκε να τους βοηθήσει και ισχυριζόμενη πως πάει να φέρει την βαφή, την αναποδογύρισε επάνω της και έγινε από την κορυφή έως τα νύχια μαύρη. Ο πατέρας της, απορημένος αυτή τη φορά, την πλησίασε και της πρόσταξε να πλυθεί. Εκείνη κλαίγοντας υπάκουσε, αντιστάθηκε όμως αργότερα με απεργία πείνας. «Πέρασαν δώδεκα μέρες και δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου» θα πει, ισχυριζόμενη πως δεν πεινούσε. Όταν πάντως το επιχείρησε και πάλι, της ξανά έκαναν συζήτηση για τον γαμπρό. Τότε συνέβη το απίστευτο. Κατά την περιγραφή της, έγινε έκλειψη ηλίου και σκοτείνιασαν τα πάντα. Τράπηκε και πάλι σε φυγή. «Έτρεξα με τα πόδια, μέχρι που έφτασα στου θείου μου. Ήμουν σε κακή κατάσταση. Ήμουν χάλια» θα αφηγηθεί. Ο γάμος πάντως δεν είχε αποτραπεί. Ενώ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχε ακουστεί τίποτα στο σπίτι για το ζήτημα αυτό, κατά το Φθινόπωρο, την επισκέφθηκαν και πάλι οι συγγενείς του γαμπρού, ζητώντας από την οικογένειά της να γίνει ο γάμος. Τότε εκείνη άρχισε να ουρλιάζει, προφανώς με τέτοιο υστερικό τρόπο, που εντέλει η υστερία της αποδείχτηκε ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντίστασης απέναντι στο γάμο αυτό.
(…δια της χλεύης)
Τρόπος αντίστασης πάντως υπάρχει, όχι μόνο στην περίπτωση προσπάθειας να αποφευχθεί ένας γάμος, αλλά και σε εκείνη της μη αποτροπής του ή του φόβου έναντι αυτού. Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, ως ιδεώδες τέχνασμα, έχουμε την χλεύη, η οποία συχνά εκφράζεται μέσα από τα τραγούδια. Χαρακτηριστικό είναι το γαμήλιο εκείνο τραγούδι, μέσω του οποίου περιπαίζονταν οι συγγενείς του γαμπρού για την υποδεέστερη κοινωνική τους θέση, καθώς, απευθυνόμενο στη νύφη, λέει: «Δεν έχεις την ίδια κοινωνική θέση με εκείνους. Πραγματικό σου ταίρι είναι κάποιος με χρυσά σιρίτια». Ή το άλλο, που τραγουδούσαν συχνά οι ανύπαντρες κοπέλες αντιδρώντας σε πιθανούς γάμους με ξαδέλφια: «Καταραμένος να ‘ναι ο γιος του θείου. Θεέ μου, μη με κάνεις να πάρω συγγενή». Τέλος, και εκείνο που εκδήλωνε την απέχθειά τους για τους ηλικιωμένους: «Δεν θα πάρω γέρο άντρα… Όχι εγώ… Δεν θα πάρω το γερασμένο φέσι στο βουνό… Αυτό που θέλω είναι το νέο… Peugeot».
Γ. Σεξουαλικά ασεβείς συζητήσεις
Η τρίτη μορφή αντίστασης σχετίζεται, κατά την Abu-Lughod, με τις σεξουαλικά ασεβείς συζητήσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα υποκρύπτουν την γυναικεία κοροϊδία έναντι των ανδρών και του ανδρισμού τους, σε αντίφαση βέβαια με το γεγονός ότι η κοινωνία των Βεδουίνων τιμά τους άντρες, ενώ οι γυναίκες τούς σέβονται, καλύπτονται γι’ αυτούς και τους φοβούνται. Η κοροϊδία αυτή παίρνει συνήθως τη μορφή αστεϊσμών μέσα από τις αφηγήσεις λαϊκών ιστοριών και συζητήσεων, που γίνονται πίσω από την πλάτη των ανδρών και υποδηλώνουν την ευχαρίστηση των γυναικών όταν οι άνδρες αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στα ιδεώδη πρότυπα της κοινωνικής υπεροχής τους, της ανδρικής κυριαρχίας τους και της σεξουαλικής τους αυτονομίας. Πάντως, το σημαντικό στις αστείες αυτές ιστορίες είναι ότι γυναίκες τις διηγούνται, γυναίκες τις ακούνε, και γυναίκες αντιδρούν με γέλια σε ζητήματα που φοβίζουν τους άντρες, όπως για παράδειγμα ο εξευτελισμός τους εάν εκδηλώσουν την επιθυμία τους για μια γυναίκα ή εάν δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της συνουσίας τους με αυτήν. Ξεχωριστό παράδειγμα της γυναικείας αυτής τάσης είναι η ιστορία ενός άνδρα, που διαθέτοντας δύο συζύγους, τιμωρούσε αυτήν που του ήταν πιστή και αντάμειβε εκείνη που τον απατούσε. Η εθελοτυφλία του, εξαιτίας της οποίας ακολουθούσε αυτή την τακτική, έγινε αυτομάτως αντικείμενο κοροϊδίας εκ μέρους των γυναικών.
Διάφορες πάλι άλλες αφηγήσεις, αντιστρέφουν τους ευρέως διαδεδομένους όρους περί γυναικείας υστέρησης σε επίπεδο φυσιολογίας, παρουσιάζοντας τα αρσενικά γεννητικά όργανα ως σημάδι έλλειψης. Έλλειψης της μήτρας, ενώ μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία θέλει τον άνδρα εντελώς ευνουχισμένο, καθώς τα εξαιρετικά προνόμια που προσδίδει το αρσενικό μόριο στην κοινωνία των Βεδουίνων, κάνουν τις γυναίκες να επιθυμούν να του κοπεί από τη ρίζα, και μάλιστα με τον πιο φρικαλέο τρόπο: να του φάει το «μόριο» ένας λύκος! Η ιστορία αυτή πάντως ολοκληρώνεται, όταν ο λύκος τρώει ολόκληρους και τους δυο συζύγους.
Δ. Τα ghinnăwa
Τα ghinnăwa είναι η τέταρτη και τελευταία μορφή αντίστασης που εξετάζει η Abu-Lughod, εξηγώντας πως αυτά είναι ποιήματα ή μικρά τραγούδια, τα οποία απαγγέλλονται κυρίως από γυναίκες και νεαρούς άνδρες, συνήθως σε συνθήκες ισότητας και εν μέσω συζητήσεων μεταξύ οικείων προσώπων. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι – δια μέσου αυτών – οι άνθρωποι αποκαλύπτουν συναισθήματα τα οποία διαφέρουν ριζικά από εκείνα που εκφράζουν στις συνηθισμένες τους συζητήσεις. Συναισθήματα, δηλαδή, ευαισθησίας και αγάπης. Πολλά από αυτά αναφέρονται στις σχέσεις με το άλλο φύλο, απέναντι στο οποίο – στις καθημερινές δραστηριότητές τους και εκτός ποιητικού πλαισίου – Βεδουίνοι και Βεδουίνες αντιδρούν με θυμό και άρνηση. Στην πραγματικότητα, η ποίηση αναδεικνύει όσα συναισθήματα παραβιάζουν τον ηθικό κώδικα των Βεδουίνων, καθώς, βάσει αυτού, η ευαισθησία ερμηνεύεται ως έλλειψη αυτονομίας και η αγάπη ως ανηθικότητα. Απέναντι λοιπόν σε τέτοιου είδους ερμηνείες, οι γυναίκες αντιστέκονται μέσα απ’ τον λόγο της ποίησης, η χρήση της οποίας φανερώνει ότι ακόμη και τα συναισθήματα είναι κοινωνικά και πολιτισμικά καθορισμένα.
Πάραυτα, ενώ το ποιητικό αυτό είδος θεωρείται παρακινδυνευμένο και μη ισλαμικό, με αναγνωρίσιμο τον ανατρεπτικό του ρόλο, δημιουργεί ιδιαίτερο θαυμασμό στους Βεδουίνους, γεγονός που κάνει εμφανή και την εκτίμησή τους για την ίδια την αντίσταση εν γένει, η οποία στρέφεται ενάντια στην δημόσια σφαίρα και στις ανδρικές δραστηριότητες, είτε αυτές είναι παραδοσιακές και βασίζονται στη φυλή, είτε σύγχρονες και κατευθυνόμενες από την αιγυπτιακή κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, όμως, η εκτίμηση των ανδρών προς την αντίσταση, έρχεται σε αντιπαράθεση με τις αυστηρές κοινωνικές δομές που θεμελιώνονται στην άνιση διαφορά των φύλων, ενάντια στις οποίες στρέφονται οι γυναίκες προκειμένου να παρέμβουν δυναμικά και να αντιδράσουν. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι διάφορες μορφές αντίστασης παράγονται μέσα από τις αντίστοιχες σχέσεις εξουσίας και δεν μπορούν να μελετηθούν ανεξαρτήτως από αυτές. Για παράδειγμα:
1η μορφή αντίστασης – Τα Μυστικά και η Σιωπή: Αυτή η μορφή αντίστασης, όπου οι γυναίκες προασπίζουν τον έμφυλό τους χώρο και αισθάνονται ελεύθερες να κάνουν και να λένε ότι θέλουν μέσα σε αυτόν, υποδεικνύει αντίστοιχα και μια μορφή εξουσίας, αυτή που προκύπτει μέσα από τις απαγορεύσεις των ανδρών, η οποία ασκείται έντονα στις γυναίκες και ενάντια στην οποία οι ίδιες στρέφονται. Στην πραγματικότητα όμως οι γυναίκες, αντιστεκόμενες με τέτοιον τρόπο σε αυτήν, επί της ουσίας αναπαραγάγουν την εν λόγω εξουσία καθώς: α) Αποδέχονται τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που τους επιβάλλονται. β) Υποστηρίζουν στο σύνολό του το σύστημα κοινωνικού διαχωρισμού των φύλων.
2η μορφή αντίστασης – Παρεμπόδιση Γάμων: Στην δεύτερη μορφή αντίστασης, στην προσπάθεια δηλαδή των γυναικών να παρεμποδίσουν κάποιους γάμους, γίνεται εμφανής και μια δεύτερη μορφή εξουσίας. Αυτή δηλαδή που ασκείται από τους άνδρες, στην προσπάθειά τους να ελέγχουν αυτοί πλήρως τους διακανονισμούς των γάμων. Στην πραγματικότητα οι γυναίκες αναπαράγουν αυτή την εξουσία, αποδεχόμενες τον ανδρικό έλεγχο εντός του οποίου έχουν μάθει να ελίσσονται.
3η μορφή αντίστασης – Οι Σεξουαλικά Ασεβείς Συζητήσεις: Στην αντίσταση που επιχειρείται μέσα από τις σεξουαλικά ασεβείς συζητήσεις, γίνεται εμφανής μία τρίτη μορφή εξουσίας. Αυτή που προκύπτει μέσα από την ιδεολογία της διαφοράς των φύλων και μέσα από τους κώδικες της ηθικής και του ελέγχου της γυναικείας σεξουαλικότητας. Και πάλι οι γυναίκες, με τη συγκεκριμένη αντίδρασή τους, αναπαραγάγουν την εξουσία, καθώς εκ των πραγμάτων αποδέχονται τον κυρίαρχο ηθικό κώδικα και απλώς τον καλαμπουρίζουν.
4η μορφή αντίστασης – Τα Ghinnăwa: Το ίδιο συμβαίνει και με τα ghinnăwa, τα οποία κάνουν εμφανή – στην πιο καθαρή μορφή – όχι μόνο την εξουσία που ασκείται μέσω ενός συγκεκριμένου ηθικού κώδικα, όχι μόνο την αναπαραγωγή των κοινωνικά καθορισμένων συναισθημάτων, αλλά και το συμφέρον που έχουν οι κυρίαρχοι στις εν λόγω κοινωνικές δομές από τις αντιστάσεις. Στην πραγματικότητα, οι αντιστάσεις τέτοιου τύπου, αμβλύνουν το αίσθημα καταπίεσης που δημιουργείται στους ανθρώπους από τις εξουσιαστικές δομές, αφήνοντάς τες να υπάρχουν.
(συνοψίζοντας)
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως η Abu-Lughod διόλου τυχαία δεν επιτίτλισε το άρθρο της ως «Ο Ρομαντισμός της Αντίστασης», καθώς αυτό που ισχυρίζεται είναι ότι έννοιες όπως «Φωνές», «Ανατροπή», «Διαφωνία», «Αντίλογος», «Αντίσταση» κ.ο.κ., περιγράφουν συμπεριφορές που είναι μόνο φαινομενικά ανατρεπτικές, ενώ επί της ουσίας αναπαράγουν και συντηρούν τις υφιστάμενες εξουσιαστικές σχέσεις μέσα στις οποίες αναπτύσσονται.
ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
Σύμφωνα με τη συγγραφέα, τα πλεονεκτήματα που έχουμε προσεγγίζοντας την αντίσταση ως μέσο διάγνωσης της εξουσίας είναι πολλά:
1) Με δεδομένο το γεγονός της αυξανόμενης δυσαρέσκειας για τους κλασικούς πλέον τρόπους με τους οποίους γίνεται κατανοητή η εξουσία, η συγκεκριμένη προσέγγιση έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη κατανόηση της πολυπλοκότητας της φύσης και των μορφών κυριαρχίας, απεγκλωβίζοντας ακόμη και την έννοια της «ιδεολογίας» από την μαρξιστική της εκδοχή, που διαχωρίζει την ιδέα από την πράξη.
2) Επιπροσθέτως, γίνονται εμφανείς και οι επιπτώσεις των διαφόρων μορφών αντίστασης στις αντίστοιχες μορφές κυριαρχίας, που στην προκείμενη περίπτωση τις συντηρούν και δεν τις ανατρέπουν.
3) Ένα τρίτο πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα εντοπισμού των ιστορικών μεταβολών που συμβαίνουν στις μορφές και τις μεθόδους εκάστης εξουσίας.
Σ’ αυτό το τελευταίο ζήτημα, η Abu-Lughod επιχειρεί να εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους οι Βεδουίνες βιώνουν τις ριζικές μεταβολές στην κοινωνική και οικονομική ζωή τους, λόγω της σταδιακής ενσωμάτωσης της κοινωνίας τους στην αιγυπτιακή κουλτούρα. Όπως χαρακτηριστικά λέει, «Με μια πιο προσεκτική ματιά σε πράγματα που αρχικά μπορεί να φαίνονται ασήμαντα, ίσως προκύψουν σημαντικά στοιχεία για τη δυναμική της εξουσίας, όταν οι τοπικές κοινότητες ενσωματώνονται στα σύγχρονα κράτη και εντάσσονται στην ευρύτερη κοινωνία».
Πάνω στο θέμα αυτό, κάνει τρεις παρατηρήσεις που αφορούν στην τύχη των παραδοσιακών μορφών ανατροπής, στη σταδιακή εμφάνιση νέων αντιδράσεων και στην ανάπτυξη μιας νέας μορφής αντίστασης.
Η τύχη των παραδοσιακών μορφών ανατροπής
Όσον αφορά στην τύχη των παραδοσιακών μορφών ανατροπής, η Lughod παρατηρεί πως ορισμένες απ’ αυτές σταδιακά χάνονται, όπως οι λαϊκές ιστορίες, λόγω της επίδρασης της αιγυπτιακής τηλεόρασης στη ζωή των Βεδουίνων. Άλλες πάλι ενσωματώνονται σε ευρύτερες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα η παραδοσιακή ποίηση, που έλαβε νέα πνοή μέσα από τις τοπικές ημι-εμπορικές ηχογραφήσεις. Ταυτόχρονα όμως μεταβάλλεται και η χρήση τους, όπως στην περίπτωση των ghinnăwa, τα οποία έχουν μετατραπεί σε σχεδόν αποκλειστικό μέσο ανδρικής αντίστασης. Οι ηλικιωμένες γυναίκες συνεχίζουν να τα τραγουδούν ή αναπολούν το γεγονός πως κάποτε τα τραγουδούσαν, αλλά δεν έχουν πια την ευκαιρία της δημόσιας απαγγελίας τους, ενώ οι νεαρές γυναίκες δεν έχουν αποκτήσει τη συνήθεια ή το ταλέντο να το κάνουν. Αντιθέτως, οι άνδρες, λόγω της δυνατότητας που έχουν να μπαίνουν στα στούντιο και να ηχογραφούν, χρησιμοποιούν τα ghinnăwa ως μέσο διαμαρτυρίας και αντίστασης στην αυξανόμενη εξουσία των ηλικιωμένων συγγενών τους. Η εξουσία των τελευταίων έχει γίνει πλέον ανελαστική λόγω των συνεπειών που έχει η οικονομία της αγοράς στην κοινωνία των Βεδουίνων (εισαγωγή νομίσματος, ιδιωτικοποίηση της γης, εξαφάνιση της φυλετικής αρχής της ισότητας, κοινωνική ανισότητα κ.ο.κ.).
Σταδιακή εμφάνιση νέων ενδείξεων αντίδρασης των γυναικών
στους περιορισμούς της ελευθερίας μετακίνησή τους
Σχετικά με τις νέες μορφές αντίδρασης που η Abu-Lughod παρατηρεί, επισημαίνει πως τα τελευταία χρόνια οι διαξιφισμοί ανάμεσα στις ηλικιωμένες γυναίκες και τους γιους ή τους εγγονούς τους συνεχώς αυξάνονται, καθώς οι τελευταίοι – εξ αιτίας του όλο και πιο αστικοποιημένου και άρα πιο αποξενωμένου κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν – γίνονται ακόμη πιο αυστηροί απέναντι στις γυναίκες των οικογενειών τους. Οι μεγαλύτερες αρχίζουν να εκφράζουν έντονα την αγανάκτησή τους, καθώς συγκρίνουν τις παρούσες συνθήκες διαβίωσης με το παρελθόν, το οποίο τους παρείχε περισσότερη ελευθερία μετακίνησης. Από την άλλη πλευρά, παραπονιούνται και οι έφηβες καθώς νιώθουν φυλακισμένες, με έντονο το αίσθημα της οκνηρίας και της βαρεμάρας. Γενικά οι γυναίκες έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν ένα πολύ σοβαρό και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Αυτό της συκοφαντικής κατηγορίας. Η αντίστασή τους όμως απέναντι στους περιορισμούς που υφίστανται υπό τον φόβο της δυσφήμισής τους, δεν υποδηλώνει ότι αυτές υιοθετούν νέες ιδέες ή συνειδητοποιούν τις δυνατότητές τους για ελευθερία. Αντίθετα, αντιδράσεις τέτοιου τύπου δείχνουν ότι οι γυναίκες απλώς «διαισθάνονται» την πίεση αυτή και αντιδρούν παρορμητικά απέναντι στις νέες μορφές εξουσίας, οι οποίες προέκυψαν από τη μόνιμη εγκατάσταση σε συγκεκριμένο μέρος, την γειτονία τους με ανθρώπους που δεν είναι συγγενείς και τον συνακόλουθο αυστηρότερο διαχωρισμό των φύλων.
Ανάπτυξη μιας νέας μορφής αντίστασης
Τέλος, η Abu-Lughod παρατηρεί την εμφάνιση μιας νέας μορφής αντίστασης, που σε αντίθεση με τις προηγούμενες, όπου η διαμάχη εξελισσόταν μεταξύ των δύο φύλων, φέρνει τις νεαρές σε σύγκρουση με τις μεγαλύτερες και σε συμμαχία με τους άνδρες της γενιάς τους. Μία από τις εκδηλώσεις αυτής της μορφής έχει να κάνει με τα… εσώρουχα!
(Τα εσώρουχα…)
Οι Βεδουίνοι συνήθως κοιμούνται με τα ρούχα. Αυτό σημαίνει πως η νεοεμφανιζόμενη επιθυμία των νεαρών γυναικών να αγοράζουν νυχτικά – προφανώς ως συνέπεια της αιγυπτιακής τηλεόρασης και του δυτικού καταναλωτισμού – τις έφερε αντιμέτωπες με τις μαμάδες, τις γιαγιάδες και τις θειάδες τους, οι οποίες, επ’ ουδενί λόγω δεν μπορούσαν να δεχτούν, ότι οι νεαρές ξεντύνονταν τα βράδια. Η επιμονή όμως των κοριτσιών, άμβλυνε – κατά κάποιο τρόπο – τις αντιστάσεις τους, μετατοπίζοντας σταδιακά το όριο ανοχής από τα νυχτικά στους στηθόδεσμους. Οι μητέρες σκανδαλίζονταν από την ανάδειξη του γυναικείου στήθους και ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για την έλλειψη σεμνότητας των κοριτσιών τους. Τα όρια ανοχής όμως συνεχώς μετατοπίζονταν κι έτσι από τους στηθόδεσμους περάσανε στα καλλυντικά, τις ενυδατικές κρέμες και τα κοκαλάκια. Μέχρι το 1987 είχε γίνει πλέον παράδοση, όλα αυτά τα είδη, να επιδεικνύονται μαζί με τα προικιά τους.
Η κατασπατάληση πολύτιμων χρημάτων ήταν μία από τις δικαιολογίες που προέβαλλαν οι ηλικιωμένες προς τις κόρες και τις εγγονές τους, όπως επίσης και το γεγονός πώς όλα αυτά γίνονταν… προς τέρψιν των συζύγων! Βέβαια, αυτό δεν σήμαινε ότι οι ίδιες δεν προσπαθούσαν να διατηρήσουν στα νιάτα τους την εύνοια των δικών τους συζύγων. Απλώς, εκπλήρωναν το καθήκον αυτό με την νοικοκυροσύνη τους και την καλή τους φήμη. Άλλωστε, είχαν με το μέρος τους και τους συγγενείς τους, οι οποίοι ασκούσαν πίεση προς τους συζύγους όταν αυτοί τις κακομεταχειρίζονταν. Τέλος, διέθεταν κι ένα ισχυρό προνόμιο: Τον ρόλο τους ως μάνες.
Οι γυναίκες αυτές της μεγαλύτερης γενιάς, δεν είναι ότι δεν έχουν ένα ορισμένο πρότυπο περί ομορφιάς. Απλώς αυτό προκύπτει μέσα από την ιδέα που έχουν περί αξιοπρεπούς συμπεριφοράς και από την εξαιρετική σιγουριά που διαθέτουν για τον εαυτό τους. Αυτό τις κάνει να είναι άγριες, αυταρχικές και να φωνάζουν τόσο πολύ, που – σύμφωνα με τα δικά μας πρότυπα – θα τις χαρακτηρίζαμε «ανδρογυναίκες». Έτσι λοιπόν, η δυτικού τύπου θηλυκότητα των κοριτσιών, δημιουργεί ανάμεσα σε αυτές και τις μητέρες τους ένα «χάσμα γενεών» ανυπέρβλητο. Οι μαντίλες γίνονται όλο και πιο αραχνοΰφαντες, τα φορέματα, τα υποδήματα, τα ρολόγια και λοιπά αξεσουάρ όλο και πιο πολυπληθή, και η προσπάθεια των νεαρών να αποφύγουν την τραχύτητα των μανάδων τους όλο και πιο εντατική και επίμονη.
Ακόμη και οι απόψεις τους περί γάμου άλλαξαν. Όχι ότι δεν εξακολουθούν να τον παρεμποδίζουν. Η συνήθεια αυτή παρέμεινε. Επιχειρούν όμως να αποφύγουν, όχι τα ξαδέλφια ή τους ηλικιωμένους της φυλής, αλλά κάθε φτωχό και άμοιρο ανήρ. Με άλλα λόγια, η γυναικεία φαντασίωση σκιαγραφεί πλέον ένα σύζυγο πλούσιο (ή τουλάχιστον με σταθερό μισθό) και μορφωμένο (ή τουλάχιστον πιο εξοικειωμένο με τον αιγυπτιακό τρόπο ζωής), ο οποίος θα είναι ικανός να τους αγοράζει όλα όσα επιθυμούν: Από κρεβάτια, τουαλέτες και σιφονιέρες, έως πλυντήρια ρούχων και μπιμπελό. Το όνειρό τους είναι να γίνουν νοικοκυρές, ενώ το βιοτικό τους επίπεδο εξαρτάται αποκλειστικά από την καλή θέληση των συζύγων, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια έχουν υιοθετήσει ένα νέο σύστημα αμοιβών και ποινών προς τις γυναίκες τους, το οποίο σχετίζεται με την αγορά ή την στέρηση καταναλωτικών προϊόντων.
(Μεταβολές στις γαμήλιες τελετές)
Ακόμη πιο ενδεικτικές της κατάστασης αυτής, είναι οι μεταβολές που έχουν επέλθει στις τελετές των γάμων. Κι ενώ κάποτε αυτοί αποτελούσαν σημαντική ευκαιρία για την παραγωγή και αναπαραγωγή της σεξουαλικότητας εκείνης που νομιμοποιούσε την απόσταση των δύο φύλων, υποβαστάζοντας τις αντίστοιχες κοινωνικές σχέσεις των Βεδουίνων, σήμερα πλέον οι γάμοι έχουν αναχθεί σε πεδίο αντιπαράθεσης των νεαρών γυναικών με τις ηλικιωμένες, καθώς οι τελευταίες αντιδρούν στις σύγχρονες, δυτικού τύπου, συνήθειες των αιγυπτιακών γαμήλιων τελετών. Το μακιγιάζ, τα εντυπωσιακά ρούχα, καθώς επίσης και το γεγονός ότι η νύφη κάθεται δίπλα στο γαμπρό δημόσια, συνιστά γι’ αυτές μεγάλο σκάνδαλο. Αυτό όμως που τις ενοχλεί ακόμη περισσότερο, είναι ότι η νύφη – μετά το γάμο – πηγαίνει με το γαμπρό στο σπίτι… ηθελημένα!
Για τη φυλή των Awlad ‘Ali, ο σωστός γάμος θα πρέπει να επικεντρώνεται στη «δημόσια διακόρευση της νύφης», η οποία συνιστά ολοήμερη γιορτή και επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή τόσο της νύφης και του γαμπρού, όσο και με αυτήν των συγγενών και φίλων. Η τελετή αυτή (διότι περί τελετής πρόκειται – μην τρελαθούμε) πραγματοποιείται μέσα από συμβολικές αναπαραστάσεις της εισόδου σε σπίτια και του ανοίγματος δρόμων, καθώς και παλινδρομικών κινήσεων του πλήθους, οι οποίες αναπαριστούν τη συνουσία και παραπέμπουν στην γονιμοποίηση. Αυτή η τελευταία, θα οδηγήσει (φυσικά) στη γέννηση παιδιών, τα οποία θα ενισχύσουν (φυσικά) το γένος του άνδρα και μόνον.
Στην πραγματικότητα, η «δημόσια διακόρευση της νύφης» αποτελεί μέρος ενός δραματικού ανταγωνισμού μεταξύ των οικογενειών, αλλά και μεταξύ ανδρών και γυναικών. Μία τελετή, η οποία πλέον δεν πραγματοποιείται από τους νεότερους, ενώ όσα από τα υπόλοιπα έθιμα διατηρούνται, έχουν αλλάξει στους συσχετισμούς των αντιτιθέμενων ομάδων, έτσι που η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο φύλων έχει μετατραπεί σε μια ζηλότυπη συμπεριφορά έναντι των ομοφύλων (στο ελληνικό συμφραζόμενο π.χ. η γυναικεία σκέψη «τι παλικάρι πήρε αυτή…» ή η ανδρική υπόνοια του τύπου «τι κοπελάρα πήρε ο αλήτης…»).
Η Σχέση της Αντίστασης με την Εξουσία
Γίνεται λοιπόν σαφές, πως αυτή η νέα μορφή αντίστασης που έχουν αναπτύξει οι νεαρές γυναίκες ως προς τις μεγαλύτερες και τους συγγενείς τους, καθώς και η ταυτόχρονη εξάρτησή τους από τους συζύγους και την οικονομική ευμάρειά τους, φέρνει στην επιφάνεια μια νέα μορφή εξουσίας. Αυτή που προκύπτει από την παγκόσμια οικονομία και την επίδραση της αιγυπτιακής κοινωνίας στον τοπικό πολιτισμό τους. Η μεν πρώτη προάγει τον ατομικισμό, η δε δεύτερη – εξαρτώμενη της πρώτης – στηρίζεται στην διάσπαση των συγγενικών δεσμών. Στοχεύσεις που εντέλει, μέσα από τη νέα μορφή αντίστασης των γυναικών, επιτυγχάνονται. Επομένως, ούτε και αυτή η αντίσταση είναι ανεξάρτητη από τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται υπό τις νέες, σύνθετες και πολύ-πολιτισμικές συνθήκες. Η κατάσταση αυτή, που θυμίζει κουτάκια να βρίσκονται μέσα σε μεγαλύτερα κουτάκια, στην πραγματικότητα συγκροτεί μια σειρά από πεδία αλληλοκαλυπτόμενων και διαστραυρωνόμενων μορφών υπαγωγής, οι επιπτώσεις των οποίων στη ζωή των ανθρώπων διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με την ιστορική συγκυρία.
Για παράδειγμα – και για να γενικεύσουμε στο επίπεδο ολόκληρης της Βεδουίνικης κοινωνίας φεύγοντας πλέον από το εστιασμένο ζήτημα των γυναικών – η εμφάνιση του ισλαμιστικού στοιχείου στην περιοχή, μπορεί να ερμηνευτεί ως μία ακόμη μορφή αντίστασης απέναντι στην καινούρια και δυτικόκεντρη εξουσιαστική δομή. Πιο συγκεκριμένα να αναφερθεί, πως όσοι από τους Βεδουίνους Awlad ‘Ali εμπλέκονται και διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τους θεσμούς και την πολιτισμική ζωή του κοσμικού αιγυπτιακού κράτους (π.χ. σχολεία ή/και ραδιόφωνο, τηλεόραση, μόδα, καταναλωτισμός κ.ο.κ.), δηλαδή όσοι από αυτούς ζουν σε μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις, δεν είναι τυχαίο πως εκδηλώνουν ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον για το ισλαμικό κίνημα. Πιθανώς να μην κατανοούν πλήρως τις σχέσεις καθυπόταξης μέσα στις οποίες καθημερινά εμπλέκονται. Το σίγουρο όμως είναι πως τις διαισθάνονται και αυτομάτως αντιδρούν ως προς αυτές. Βοηθούσης της ιδιαίτερης ιστορικής περιόδου όπου από τη δεκαετία του ’80 τα ισλαμικά κινήματα εξαπλώνονται σε όλη την έκταση της Μέσης Ανατολής, οι Βεδουίνοι εκείνοι – άνδρες και γυναίκες – που αισθάνονται την καταπίεση του «εκσυγχρονισμού», βρίσκουν ένα τρόπο διεξόδου και αντίστασης μέσω των κινημάτων αυτών.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει η Lughod, «Αν στον αραβικό κόσμο, εν γένει, το ισλαμικό κίνημα συμβολίζει την αντίσταση στις δυτικές επιρροές, στον καταναλωτισμό, καθώς και στον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο από την εκδυτικισμένη ελίτ, στην κοινότητα των Awlad ‘Ali αποτελεί την ιδανική απάντηση, το σύμπτωμα, κι επομένως το κλειδί, για την κατανόηση των αντιφατικών δικτύων από σχέσεις εξουσίας στα οποία έχουν παγιδευτεί». Για τους νεαρούς Βεδουίνους, το ισλαμικό κίνημα αποτελεί μέσο διπλής αντίστασης, τόσο απέναντι στις παραδοσιακές εξουσιαστικές δομές που βασίζονται στη συγγένεια, όσο και σε εκείνες που δημιουργήθηκαν από το σύγχρονο και καπιταλιστικό αιγυπτιακό κράτος. Ταυτόχρονα όμως, οι φονταμενταλιστικές πρακτικές που υιοθετούνται μέσω αυτού, επιβάλλουν στους ανθρώπους μια σειρά από απαιτήσεις στις οποίες οφείλουν να ανταποκριθούν και οι οποίες διαμορφώνουν μια τρίτη εξουσιαστική δομή, εκείνη του θρησκευτικού εθνικισμού, που έρχεται σε αντίφαση με τις πρώτες ταλανίζοντάς τους.
Η Lila Abou-Lughod, αντιστρέφοντας έτσι τη γνωστή φουκοϊκή φράση που λέει πως «όπου υπάρχει εξουσία, υπάρχει αντίσταση», οδηγείται στο συμπέρασμα πως «όπου υπάρχει αντίσταση, υπάρχει εξουσία». Προεκτείνοντας λοιπόν τη σκέψη της, θα τολμούσα να προσθέσω πως εφόσον «η βία παράγει βία», μία απ’ τις μορφές της είναι η αντίσταση, η οποία αναπαράγει – ενδεχομένως παράγοντας νέες μορφές – την κάθε είδους εξουσία.
ΠΗΓΕΣ:
Τσιμπιρίδου Φωτεινή (Επιμ.) «Μουσουλμάνες της Ανατολής» - Αναπαραστάσεις, πολιτισμικές σημασίες και πολιτικές, Αθήνα: Κριτική, 2006.
Τίτλος Πρωτοτύπου: «The romance of resistance: tracing transformations of power through Bedouin women», στο American Ethnologist 17 (1) 1990.