Όσα ποτέ δεν είπαμε
Πόσο όμορφοι οι αγροί το φθινόπωρο, με τον ήλιο ακόμα να λάμπει,
Μα εμείς σαν τυφλοί τ’ απαρνιόμαστε, γιατί ο θάνατος μέσα μας λάμνει·
Κι αν με κόπο τα χείλη μας σκάσουμε, κι αποδεχθούμε την εύθυμη μέρα,
Τα σωθικά μας βαριά ματώνουνε, γιατί δεν λέμε την αλήθεια ως πέρα.
Της αγάπης της πρώτης η φλόγα μας τέμνει, με το φως ριζωμένο βαθιά·
Κι απ’ το ψέμα του πόνου η αγωνία μας μένει, ο κόσμος μην δει την νυχιά.
Έτσι χρόνια η ζωή μας ξεφτίζει πίσω από μάσκες και ήχους γιορτής,
Καθώς η καρδιά μας από θλίψη σαπίζει, απ’ τις πράξεις αυτές της σιωπής.
Το μόνο που αντλούμε μια κουτή υπερηφάνεια, από ένα στήθος που σπάει η καρδιά·
Πόσο ο κόσμος θα έμοιαζε αλήθεια στα ουράνια αν φανερώναμε τα σωθικά!
Όμως ζούμε ανταλλάσσοντας τ’ ολοζώντανο ψέμα μεταξύ μας σαν κάτι ιερό,
Ενώ τρώει της καρδιάς μας τις χρονιές ένα-ένα, κάθε τι που κρατάμε κρυφό.
Θυσία το σώμα σε λερό βωμό γέρνει, ή ναό απώτερης γης,
Εις υγείαν των δογμάτων κρασί στα φέρετρα φέρνει, θεαθήναι μιας τάχα γιορτής·
Έτσι νικάμε κι αντέχουμε με μια ξέμακρη μνήμη, τα καταφέρνουμε παραδόξως καλά,
Όμως οι καρποί του αιώνα πεθαίνουν χειμώνα απ’ τον πάγο που σπάει την καρδιά.
*
Ο σύντροφος δεν κάνει ποτέ λάθος
Στο Hungerford μάθαμε το δόγμα,
Το δόγμα μάθαμε στο Bourke·
Το μάθαμε σε στιγμές καλές
Το μάθαμε από εμπειρίες πολλές.
Το μάθαμε στου λιμανιού την άκρη
Και στης ξερής λίμνης τη λάσπη:
«Ανεξαρτήτως τι ένα ταίρι φτιάνει,
Ένας σύντροφος ποτέ λάθος δεν κάνει!»
Σαν Βασιλιάς ως προς αυτά
(ότι κι αν κάνει δεν μετρά)
μοιράζεται αρχοντικά με θύελλα ή καλοκαιριά
Το Θρόνο της Ζωής με σε αγκαλιά.
Το μάθαμε σαν φυλακή βρεθήκαμε
Και μ’ αυτό σε τραγούδι ενωθήκαμε:
«Ανεξαρτήτως τι ένα ταίρι φτιάνει,
Ένας σύντροφος ποτέ λάθος δεν κάνει!»
Θα λένε πως είπε κουβέντα πικρή
Όταν λείπει ή έχει πεθάνει
Όμως μένουμε στη μνήμη του πιστοί,
Ασχέτως τι έχει πει.
Και δίχως ίχνος από δισταγμό
Χτυπώντας καίρια στο ψαχνό,
Τον συκοφάντη διαλύουμε με πάθος-
Ο σύντροφος δεν κάνει ποτέ λάθος!
*
Τελικά
Τ’ ανήσυχα φαντάσματα της Ωκεάνιας νύχτας, από πόλη κι ερημιά έχουν εκλείψει·
Το πνεύμα μου στην πρωινή δροσιά ζητάει να ξαναζήσει, παρότι πέθανε στο ήλιου τη δύση·
Το ποτάμι είναι βαθύ, τα ρεύματα ισχυρά, το χορτάρι πράσινο, φτάνει αρκετά ψηλά,
Κι έτσι ο κόσμος γαλήνια θα σκεφτώ ωραίος είναι τελικά.
Φως πάθους σε ονειροπόλα μάτια, και μια σελίδα αλήθειας αποστηθισμένη,
Απ’ το πνεύμα που νόμιζα νεκρό η άκρατη συγκίνηση καρδιάς ψυχρά μεγαλωμένη,
Ένα τραγούδι που ταξιδεύει στην καρδιά του συντρόφου, κι ένα δάκρυ περηφάνιας που κυλά–
Και η ψυχή μου δυνατή! και ο κόσμος για μένα ένας σπουδαίος κόσμος τελικά!
Άσε τους εχθρούς μας στα συντρίμμια τους, στην ντροπή ή το λάθος που τους ορίζει
(Είναι πικρός ο άνθρωπος πως φταίει όταν γνωρίζει)·
Το σκοτεινότερο μας παρελθόν ας μένει σκοτεινό, και ας θυμόμαστε μονάχα τα καλά·
Διότι, γλυκιά μου, πρέπει να πιστέψω ότι ο κόσμος μας μειλίχιος είναι τελικά.
Πιθανόν το θεώρησα υπερβολικά απλό, και τυφλός να στάθηκα ίσως·
Μα θα κρατώ το πρόσωπο στο ανατέλλων φως, ακόμα κι αν ο διάβολος στέκεται από πίσω!
Ακόμα κι αν ο σατανάς ξοπίσω μου σταθεί,, δεν θα δω τη δική του σκιά,
Μα θα διαβάζω το μέλλον στου πρωινού τα αστέρια ενός αθώου κόσμου τελικά.
Ξεκουράσου, κορίτσι, τα μάτια σου φθαρμένα — έχεις πάρει τη χείριστη πλεύση μακριά–
Το φάντασμα του ανθρώπου που ίσως υπήρξα εγκατέλειψε την καρδιά μου σή-μερα·
Θα ζήσουμε για τη ζωή και τα άριστα που φέρνει ώσπου να πέσει του λυκόφωτος μας η σκιά·
Η καρδιά μου δυναμώνει, και ο κόσμος, γλυκιά μου, είναι θαυμάσιος κόσμος τελικά.
*
Χωρισμός
Γνωρίζαμε ελάχιστα τον κόσμο,
Και ζούσαμε αρμονικά -
Ασήμαντα πράγματα χάλασαν τη ζωή μας
Πως έτσι θα συνέβαινε το γνώριζα καλά.
Είπανε η αγάπη μας πως ήτανε νεκρή,
Πώς να γνώριζαν κάτι τέτοιο ωστόσο;
Αχ! και να ήτανε λιγάκι πιο μικρή
Δεν θα είχαμε λογομαχήσει τόσο.
Γνωρίζαμε ελάχιστα τον κόσμο,
Και ήμασταν μεταξύ μας αβροί,
Ακούσαμε τι έλεγαν οι άλλοι
Και γίναμε κι οι δύο μας τυφλοί.
Είπανε πως ήταν ο εγωισμός,
Μα να το γνώριζαν πως ήτανε σε θέση;
Αχ! και να είχαμε κι οι δυο πιότερο εγωισμό
Δεν θα είχαμε χωρίσει έτσι.
Μα κι αν ακόμα στη γη όλα μοιάζουν χαμένα
ο θεός δείχνει κάποιο σημάδι -
Γονάτισε δίπλα στο άδειο σου κρεβάτι,
Κι εγώ στο δικό μου θα γονατίσω πλάι,
Και ας προσευχηθούμε για μέρες ευτυχισμένες -
Σαν εκείνες που στο χθες έχουν σβήσει
Αχ! και να ’χαμε τότε μαζί γονατίσει
Δεν θα είχαμε έτσι χωρίσει.
*
39
Ξύπνησα αυτό το πρωινό
Μόνο τον κόσμο για να βρω ότι είναι ωραίος-
Προς τα σαράντα περπατώ,
Κι ούτε μια τρίχα μου θαρρώ γκρίζα δεν έχω· Νέος
Προς την τετάρτην της ζωής πάω δεκαετία,
Όπου το σθένος όλο της αρχίζει πια να δείχνει,
Δίχως του χρόνου εμφανή να έχουν γίνει ίχνη,
Παρά τ’ όλο μερίδιο που ’χω στην αμαρτία.
Ακολουθούν τα ολοζώντανα τα ζωηρά Σαράντα!
Τα Σαράντα! Τα Σαράντα!
Ακολουθούν ολοζώντανα τα ζωηρά Σαράντα!
Δέκα μας φύλαξε η ζωή χρόνια καλά στην πάντα.
Όλη η εφηβεία πικρή και μαυρισμένη,
Θαμμένος επιτάφιος των παιδικών των χρόνων-
Σαν κάτεργο υπαίθριο σε ξηρασίας χρόνο,
Σαν εργαστήρι δουλικών, αυτά ήταν και μόνο.
Οι χρόνοι όμως των είκοσι την έχουνε καλύψει,
Κι όλος ο κόσμος φαίνεται να είναι ιδανικός-
Θα βρούμε στα Σαράντα μας όλο και κάποια λύση,
Έτσι ώστε να καλύψουμε των νιάτων το κενό.
Έρχονται τα ελεύθερα, τα εκτενή Σαράντα-
Τα Σαράντα! Τα Σαράντα!
Έρχονται τα ελεύθερα και εκτενή Σαράντα!
Δέκα μας φύλαξε η ζωή χρόνια καλά στην πάντα.
Τα είκοσι ήταν τίμια,
Τα πιο γενναία, νομίζω·
Όλοι μέσα σε πρόβλημα,
Στη δουλειά και στο πιοτό·
Όλοι μέσα σε πάλη,
Για χρήμα ή έπαινο.
Μα στα Σαράντα θα βρεθούν
Μέρες σε μποέμ ρυθμό.
Έπονται τα σοφότερα Σαράντα!
Τα Σαράντα! Τα Σαράντα!
Έπονται τα σοφότερα Σαράντα!
Δέκα μας φύλαξε η ζωή χρόνια καλά στην πάντα.
Των τριάντα τα χρόνια υπήρξανε χρόνια μιας κάποιας μοίρας·
Σαν μία μάχη ατέλειωτη παρασκηνιακά.
Πιο σκληρά ήτανε τα χρόνια των τριάντα
Κι ακόμη μελανότερα κι απ’ τα εφηβικά·
Δεν τα άντεξα, τα υπέφερα-
Ξένα μου αυτά τα χρόνια·
Όμως μ’ αφήνουν τώρα πια,
Γιατί είμαι τριάντα εννιά.
Καταφθάνουν τα δριμύτερα Σαράντα!
Τα Σαράντα! Τα Σαράντα!
Και ορίστε τα νοσταλγικά Σαράντα!
Δέκα μας φύλαξε η ζωή χρόνια καλά στην πάντα.
********************
The Things We Dare Not Tell
The fields are fair in autumn yet, and the sun’s still shining there,
But we bow our heads and we brood and fret, because of the masks we wear;
Or we nod and smile the social while, and we say we’re doing well,
But we break our hearts, oh, we break our hearts! for the things we must not tell.
There’s the old love wronged ere the new was won, there’s the light of long ago;
There’s the cruel lie that we suffer for, and the public must not know.
So we go through life with a ghastly mask, and we’re doing fairly well,
While they break our hearts, oh, they kill our hearts! do the things we must not tell.
We see but pride in a selfish breast, while a heart is breaking there;
Oh, the world would be such a kindly world if all men’s hearts lay bare!
We live and share the living lie, we are doing very well,
While they eat our hearts as the years go by, do the things we dare not tell.
We bow us down to a dusty shrine, or a temple in the East,
Or we stand and drink to the world-old creed, with the coffins at the feast;
We fight it down, and we live it down, or we bear it bravely well,
But the best men die of a broken heart for the things they cannot tell.
*
A Mate can do no Wrong
We learnt the creed at Hungerford,
We learnt the creed at Bourke;
We learnt it in the good times
And learnt it out of work.
We learnt it by the harbour-side
And on the billabong:
‘No matter what a mate may do,
A mate can do no wrong!’
He’s like a king in this respect
(No matter what they do),
And, king-like, shares in storm and shine
The Throne of Life with you.
We learnt it when we were in gaol
And put it in a song:
‘ No matter what a mate may do,
A mate can do no wrong!’
They’ll say he said a bitter word
When he’s away or dead.
We’re loyal to his memory,
No matter what he said.
And we should never hesitate,
But strike out good and strong,
And jolt the slanderer on the jaw –
A mate can do no wrong !
*
After All
The brooding ghosts of Australian night have gone from the bush and town;
My spirit revives in the morning breeze,
though it died when the sun went down;
The river is high and the stream is strong,
and the grass is green and tall,
And I fain would think that this world of ours is a good world after all.
The light of passion in dreamy eyes, and a page of truth well read,
The glorious thrill in a heart grown cold of the spirit I thought was dead,
A song that goes to a comrade’s heart, and a tear of pride let fall –
And my soul is strong! and the world to me is a grand world after all!
Let our enemies go by their old dull tracks,
and theirs be the fault or shame
(The man is bitter against the world who has only himself to blame);
Let the darkest side of the past be dark, and only the good recall;
For I must believe that the world, my dear, is a kind world after all.
It well may be that I saw too plain, and it may be I was blind;
But I’ll keep my face to the dawning light,
though the devil may stand behind!
Though the devil may stand behind my back, I’ll not see his shadow fall,
But read the signs in the morning stars of a good world after all.
Rest, for your eyes are weary, girl — you have driven the worst away –
The ghost of the man that I might have been is gone from my heart to-day;
We’ll live for life and the best it brings till our twilight shadows fall;
My heart grows brave, and the world, my girl, is a good world after all.
*
The Separation
We knew too little of the world,
And you and I were good—
’Twas paltry things that wrecked our lives
As well I knew they would.
The people said our love was dead,
But how were they to know?
Ah! had we loved each other less
We’d not have quarrelled so.
We knew too little of the world,
And you and I were kind,
We listened to what others said
And both of us were blind.
The people said ’twas selfishness,
But how were they to know?
Ah! had we both more selfish been
We’d not have parted so.
But still when all seems lost on earth
Then heaven sets a sign—
Kneel down beside your lonely bed,
And I will kneel by mine,
And let us pray for happy days—
Like those of long ago.
Ah! had we knelt together then
We’d not have parted so.
*
39
I only woke this morning
To find the world is fair—
I’m going on for forty,
With scarcely one grey hair;
I’m going on for forty,
Where man’s strong life begins,
With scarce a sign of crows’ feet,
In spite of all my sins.
Then here’s the living Forties!
The Forties! The Forties!
Then here’s the living Forties!
We’re good for ten years more.
The teens were black and bitter,
A smothered boyhood’s grave—
A farm-drudge in the drought-time,
A weary workshop slave.
But twenty years have laid them,
And all the world is fair—
We’ll find time in the Forties,
To have some boyhood there.
Then here’s the wide, free Forties—
The Forties! The Forties!
Then here’s the wide, free Forties!
We’re good for ten years more!
The twenties they were noble,
The bravest years, I think;
’Twas man to man in trouble,
In working and in drink;
’Twas man to man in fighting,
For money or for praise.
And we’ll find in the Forties
Some more Bohemian days.
Then here’s the wiser Forties!
The Forties! The Forties!
Then here’s the wiser Forties!
We’re good for ten years more.
The thirties were the fate years;
I fought behind the scenes.
The thirties were more cruel
And blacker than the teens;
I held them not but bore them—
They were no years of mine;
But they are going from me,
For I am thirty-nine.
So here’s the stronger Forties!
The Forties! The Forties!
And here’s the good old Forties!
We’re good for ten years more.
*****************************
Ο Henry Lawson γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1867 σε μια πόλη της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Ξεκίνησε το σχολείο το 1876, αλλά υπέστη μια μόλυνση στο αυτί περίπου εκείνη την περίοδο κάτι που του προκάλεσε μερική κώφωση η οποία μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων έγινε ολική.
Αργότερα παρακολούθησε ένα καθολικό σχολείο όπου ο εκεί διευθυντής θα διδάξει τον Lawson σχετικά με την ποίηση, αλλά η ανάγνωση έγινε σημαντικότατη πηγή της εκπαίδευσης του, επειδή λόγω της κώφωσής του είχε πρόβλημα παρακολούθησης μέσα στην τάξη
Το 1896, παντρεύτηκε την Bertha Bredt τζούνιορ, κόρη της επιφανούς σοσιαλίστριας Bertha Bredt. Απέκτησαν δύο παιδιά αλλά ο γάμος τους τελείωσε άδοξα.
Για πρώτη φορά δημοσιεύεται ποίημά του το 1887.
Το 1892 κάνει ένα ταξίδι στην ενδοχώρα όπου βιώνει τη σκληρή πραγματικότητα της ξηρασίας που έπληττε την Νέα Νότια Ουαλία. Αυτό έγινε πηγή για πολλές από τις ιστορίες του για τα επόμενα έτη. Σημειώνεται ότι το επίπονο ταξίδι που έκανε ο Lawson μεταξύ Hungerford και Bourke θεωρήθηκε ως το πιο σημαντικό επίπονο ταξίδι στην Αυστραλιανή λογοτεχνική ιστορία και επιβεβαιώνει όλες τις προκαταλήψεις για τη σκληρότητα της Αυστραλιανής ερήμου.
Το 1898 στο Σίδνεϊ είναι εξέχον μέλος της Λέσχης “Dawn and Dusk”, μια λέσχη μποέμ λογοτεχνών φίλων που συναντιούνται εκεί για ποτό και συζήτηση.
Αργότερα, ο αλκοολικός συγγραφέας-ποιητής είναι ίσως η πιο μεγάλη διασημότητα της Αυστραλίας, ενώ ταυτόχρονα ζητιανεύει συχνά στους δρόμους του Σίδνεϊ.
Το 1903 ζητάει ένα δωμάτιο στην επιχείρηση της Isabella Byers η οποία είναι επίσης ποιήτρια. Αυτό σηματοδοτεί την αρχή μιας φιλίας 20 ετών.
Παρά το γεγονός ότι είναι ο πιο διάσημος Αυστραλός λογοτέχνης της εποχής ο Lawson βρίσκεται σε βαθιά κατάθλιψη και είναι μονίμως απένταρος, κάτι που θα τον στείλει ως και φυλακή μετά από αναφορά της πρωην συζύγου του για μη καταβολή της διατροφής των παιδιών του.
Η κ.Byers που τον θεωρεί ως τον σημαντικότερο εν ζωή ποιητή τον βοηθάει στη διαπραγμάτευση με τους εκδότες, την επανασύνδεση με τα παιδιά του, επικοινωνεί με φίλους για να τον συνδράμουν οικονομικά και τον βοηθάει με το πρόβλημα του αλκοολισμού και τα ψυχολογικά του προβλήματα.
Είναι στο σπίτι της κας Isabella Bryers που ο Henry Lawson πεθαίνει από εγκεφαλική αιμορραγία στις 2 Σεπτεμβρίου 1922 και είναι το πρώτο πρόσωπο που κηδεύεται δημοσία δαπάνη.
Το 1949 ο Lawson εμφανίζεται σε γραμματόσημο της Αυστραλίας και το 1966 σε χαρτονόμισμα της χώρας.