Κάποτε γνώρισα τον πιο αποτυχημένο του κόσμου συγγραφέα. Αν και τα κείμενά του σε κανέναν δεν άρεσαν και κανείς δε τα διάβαζε, εκείνος ασταμάτητα συνέχιζε να γράφει. Από τους κριτικούς στους οποίους δείγματα είχε αποστείλει της δουλειάς μου, οι περισσότεροι δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν. Κι οι λίγοι οι καλόψυχοι εκείνοι που του απαντούσαν, δίχως καμιά ευγένεια ή τακτ, παντελώς τον απέτρεπαν απ’ το να γράφει. Εκείνος όμως, αν και βέβαια ταπεινωνόταν, από ένα πάθος άσβεστο θαρρείς οδηγούμενος, απτόητος συνέχιζε, κείμενα γράφοντας σκοτεινά, παράξενα, τα οποία αναγνώστης ουδείς ενδιαφερόταν να διαβάσει.
Το φαινόμενο αποτυχημένος συγγραφέας, θέλοντας από καιρό να μελετήσω εξ απόψεως ψυχολογίας, τον εν λόγω κύριο προσέγγισα, την εμπιστοσύνη του προσπαθώντας να κερδίσω. Με τον καιρό ανακάλυψα ότι ο αποτυχημένος αυτός της συγγραφής και της ζωής, δεν άφηνε βιβλιοπαρουσίαση που να μην πήγαινε, δεν άφηνε βιβλίο νέου συγγραφέα που να μην πρόσθετε στη συλλογή του. Όσο μάλιστα κι αν τον προκάλεσα, ουδέποτε εκστόμισε κουβέντα για κάποιον άλλον. Μα εγώ το βαθύτερο κίνητρο αναζητούσα που τον έκανε να γράφει. Εφόσον τα κείμενά του ούτε δημοσίευε, ούτε επιθυμούσε να δημοσιεύσει, το κίνητρο του βεβαιότατα δεν ήτανε η προβολή κι η φήμη.
Μια μέρα που τυχαία τον συνάντησα, μοναχικό όπως πάντα, σε μια στιγμή απότομα ανοίχτηκε και μού’ πε: “ξέρεις αδερφέ, τίποτα δεν αγαπώ πιότερο απ’ το να σωπαίνω. Μα κάθε βράδυ μου χτυπάει την πόρτα η ασχήμια, μ’ ακούς; Κάθε βράδυ το Κακό μου τσακίζει την πόρτα. Μ’ ένα απαίσιο στόμα, στη μύτη μου σχεδόν τα δόντια του ακουμπώντας, χαχανίζει. Με νύχι γαμψό τις νύχτες με παίζει, καθώς η γάτα το πληγωμένο περιπαίζει ποντίκι, και μάτι να κλείσω δε μ’ αφήνει. Τις σάρκες της σιωπής μου ξεσκίζει, τη σιωπή μου με μίσος σπαράσσει, τη σιωπή μου αχόρταγα καταβροχθίζει. Κάπως έτσι, ξέρεις, βγαίνουν όσα γράφω. Άπεπτα υπολείμματα σιωπής με την αγωνία της ύπαρξης”.
Η διάμετρος όμως του κύκλου σε κάποια σημεία στενεύει, ο ήλιος δεν δύει και τ’ αστέρια αρνούνται το φως τους να δώσουν, κάθε φορά που η καρδιά του ανθρώπου πονά. Ποιος τότε του σύμπαντος τον πόνο απορροφά σαν κραδασμό; Ο αποτυχημένος αυτός της συγγραφής και της ζωής, φίλος μου στάθηκε γνήσιος. Κάθε που το τραύμα μου γύμνωνα μπροστά του, το αβάσταχτό του βάρος με ξαλάφραινε. Όταν μια σταγόνα νερού με παράπονο του έδειχνα, να ανασαίνει τον έβλεπα μέσα στην σκοτεινιά των θαλασσών.
Πέθανε ο φίλος μου, μια μέρα, απ’ τη γνωστή αρρώστια, άγνωστος πέθανε όπως έζησε. Μέχρι την τελευταία του μέρα έγραφε, ιδέες ακατέργαστες, στίχους, μισόλογα, επιγράμματα, στροφές. Κι ας ήξερε πως δε νοιαζότανε κανείς να τα διαβάσει. Σαν τελευταία του επιθυμία μου παρέδωσε, ένα σημείωμα με δυο δικές του σκέψεις, στους κύκλους των λογοτεχνών να το δημοσιεύσω. Λόγια παλαβά, δυσνόητα, σαν όλη την υπόλοιπη ζωή του: “Έλα άγιε θυμέ μου”, έγραφε, “κι εσύ αγία επιθυμία μου, μ’ απάθεια ελάτε για να δείτε. Στης ομορφιάς το περιβόλι, άνθη φανταχτερά απλώνονται μυριάδες, για κάθε επιθυμία και ανάγκη. Άνθη που δε μπορείς μήτε όμορφα μήτε άσχημα να τα πεις. Άνθη άοσμα, ολότελα άνοστα και γι’ αυτά ακόμα του αγρού τα ζωντανά. Μα όχι, προς Θεού ησυχάστε. Κάτι μαραμένα πέταλα παίρνω μαζί μου. Εκείνα που έραιναν για χρόνια την ψυχή μου”.
↧
Ιωάννης Πρίμπας, «Ένας αποτυχημένος συγγραφέας»
↧