Ανάκριση
Φύτρωσε μέσα στο κρεβάτι μου ένα φως
και σας ρωτώ πώς να το σβήσω, πώς.
Ρίχνω νερό, ρίχνω κουβέρτες μα δεν σβήνει
είναι ένα μάτι που με τρώει.
Φύτρωσε μέσα στο κρεβάτι μου ένα φως
και εγώ στους δρόμους τριγυρίζω συνεχώς
γεμάτος τρόμο κι αγωνία που δεν σβήνει
δεν ξαναπάω στο κρεβάτι με το φως να μ’ ανακρίνει
δεν ξαναπάω στο κρεβάτι με τ’ απαίσιό του το μάτι.
Φύτρωσε μέσα στο κρεβάτι μου ένα φως
κι όλο μου λέει πες μου, λέγε πώς.
Τραβάει τις ρίζες απ’ τις σκέψεις και φωνάζω
γονατιστός κι εξαντλημένος το κοιτάζω.
Δεν τον αντέχω, δεν αντέχω πια τον πόνο
κι ένα προς ένα φανερώνω κάθε πόνο.
Τέλειωσε η ανάμνηση κι ετούτη τη βραδιά
κι εγώ σωρός στου δωματίου τη γωνιά
βλέπω τα θύματα να με κοιτούν θλιμμένα
με βήμα αργό να με κυκλώνουν
και να δείχνουν προς εμένα
και δεν μπορώ να τους κοιτάζω, δεν μπορώ
γιατί είναι ολόιδιοι εγώ.
*
Άγρια μυστικά
Πάρε εσύ τη χρυσή γλάστρα γύρω απ’ την τρέλα
και τις νύχτες φόρεσέ την γυμνή,
βγες γυμνή σε χορό στο κορμί μου και γέλα
δεν μπορώ πια ν’ αντέξω προβατάκια αγάπης κυκλοθυμικά
δεν μπορώ σε πρεβάζια λευκά,
με πληγώνει η αγκαλιά της παρθένας που λιώνει.
Πες “ναι”, πες να σ’ αρπάξω στο δικό μου αίμα
βάζω μια κραυγή κι ένα μαχαίρι.
Πες “ναι” στην καταιγίδα που τις νύχτες
μας τ’ αλλάζει σε παγίδες ηδονής.
Πες “ναι” γιατί η αγάπη που το βλέμμα μας
τ’ αλλάζει σε παγίδα ηδονής,πες “ναι”.
Πάρε εσύ τη βροχή της πλημμύρας
που πνίγει και τις νύχτες μούσκεψέ με μ’ αυτήν,
βγες γυμνή στο υγρό μου κορμί για κυνήγι
με σκυλιά και γεράκια θέριζέ μου ηδονές κι άγρια μυστικά,
δεν μπορώ σε κρεβάτια λευκά.
*
Αρκούδες
Ο ουρανός βρέχει αρκούδες που κάνουν τούμπες
και κατεβαίνουν σαν πεταλούδες
ο κόσμος τρέχει ξετρελαμένος απ’ την τρομάρα
τρέμουνε όλοι και ξεφωνίζουν απ’ τη λαχτάρα
Μα οι αρκούδες που κατεβαίνουν
που κατεβαίνουν σαν πεταλούδες
στη γη καθίζουν
χαμογελάνε και τρώνε φλούδες
Και συ που τρως το φαγητό σου αποχαυνωμένος
και συ που αγγίζεις γλυκά σημεία μεθυσμένος
έφτασε η ώρα να βγεις στο δρόμο ξεσπαθωμένος
έφτασε η ώρα να βγεις στο δρόμο με δράκου μένος
Ήρθαν οι βάρβαροι απ’ την Ασία
που περιμένεις κι αν μείνεις μέσα δεν προλαβαίνεις
και θα τη χάσεις μια και για πάντα
την ευκαιρία να πολεμήσεις με τα θηρία
Γιατί οι αρκούδες μόλις μασήσουν όλες τις φλούδες
θα ξαναφύγουν πάλι όπως ήρθαν σαν πεταλούδες
κι εσύ θλιμμένος σ’ ένα κρεβάτι ασβεστωμένος
θα καυγαδίζεις μικροκαυγάδες με δράκου μένος
*
Άσπρο μπλουζ
Στα μάτια μας χορεύει ο χωρισμός
βαμμένος πάλι με τα χρώματα πολέμου
αγάπη που μουσκεύει με βενζίνη ο κυνισμός
το σπίρτο περιμένει και το φύσημα του ανέμου
Και δεν υπάρχει, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη
που να δηλώνει απαπαγάλιστα τη σκέψη
κουμπιά πατάμε με μανία στο κορμί μας
για ν’ ακουστεί το μαγνητόφωνο, η φωνή μας
Στο βλέμμα μας χορεύει ο χωρισμός
κρατά ντουφέκι με το δείχτη στη σκανδάλη
αγάπη που κατάντησε αλήτη ο λυρισμός
ψάχνει να βρει ξυπόλητη τουλάχιστον σανδάλι
Και δε μιλάμε, δε μιλάμε πια με λέξεις
σαν παπαγάλοι ξεφωνίζουμε τις σκέψεις
κουμπιά πατάμε με μανία στο κορμί μας
για ν’ ακουστεί το μαγνητόφωνο η φωνή μας
*
Ο μ’ αγαπάς κι η σ’ αγαπώ
Ο μ’ αγαπάς κι η σ’ αγαπώ
σ’ ένα κρεβάτι είναι κρυμμένοι
κι αγκαλιασμένοι έχουν σκοπό
να μείνουν έτσι εκεί χωμένοι
στόμα με στόμα κολλημένοι
μέρες και νύχτες μήνες χρόνια
ώσπου πια γέροι στα εκατό
να ξεψυχήσουν ξαπλωμένοι
σφιχτά-σφιχτά αγκαλιασμένοι
και με το στόμα και με το στόμα,σε φιλί.
Ένα αγγελούδι τους ταΐζει
τους πλένει και τους ξεσκονίζει
μα ο μ’ αγαπάς κι η σ’ αγαπώ
δεν βρίσκουνε καθόλου ώρα
δεν σταματούν ποτέ πια τώρα
γιατί έχουν στόχο και σκοπό χίλια φιλιά
κάθε λεπτό κάθε λεπτό
ο μ’ αγαπάς κι η σ’ αγαπώ.
Ο μ’αγαπάς κι η σ’αγαπώ
έχουν πεθάνει πια από χρόνια
και στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι,
έχουνε μείνει ξεχασμένοι,
στόμα με στόμα, κολλημένοι.
Μα δεν τους βλέπει ανθρώπου μάτι
γιατί είχαν κρύψει το κρεβάτι
για να μπορούνε κάπου-κάπου
ξεφεύγοντάς του, του θανάτου
να δίνουν να δίνουν ξαφνικό φιλί
*
Σκόνη
Αχ η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη
αχ η ζωή που χάθηκε στη σκόνη
Αχ το φεγγάρι που έσβησε
τ’ ασημένιο φεγγάρι
η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη
Η μέρα μου έρημη κίτρινη μέρα
χαρές που βουλιάξατε
πνιγμένες χαρές μου
Ζωή μου που καίγεσαι
στον κίτρινο αέρα
η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη
η ζωή που χάθηκε στη σκόνη
*
Το τραγούδι της νύχτας
Εκεί σκορπισμέμη στον ύπνο μουσκεύει η ψυχή
θλιμμένη αγαπιέμαι από σκεύη κουζίνας και πράματα
και κάπου στο βάθος της νύχτας αστράφτεις εσύ
σε εικόνες γεμάτες περάσματα.
Αίμα στο σώμα μου και τ’ όνειρο άσπρο
γυμνή-ξαπλωμένη να τρέχω διατάζεις
φαντάζεις απόμακρος και σβήνεις σαν άστρο
αίμα στο βλέμμα μου και τ’ όνειρο άσπρο
στο χώμα μπερδεύτηκα - δεν βλέπω - μ’ αρπάζεις
φωνάζω σαν νήπιο μαι λέξη σαν ”άσ’ το”.
Εκεί διάλυμένη στον ύπνο, βαμμένη χρυσή
με γέλια φλερτάρω ένα σκεύος κουζίνας χαράματα
και μ’ ένα μπουκάλι υγρό γεννημένο εσύ
γυμνή με δικάζεις να βάλω τα κλάματα
‘Να ‘μαι και να ‘μαι” φωνάζω κοντά στον καθρέφτη
”γυναίκα από πέτρα μα ψυχή βιασμένη”
κοιτάζω τη φάτσα μου να βλέπει τον κλέφτη
”να ‘μαι και να ‘μαι” ψελλίζω μπροστά στον καθρέφτη
διακρίνω τη χλόη μου με στάχτη βαμμένη
και κει μπρος στα πόδια μου το σώμα μου πέφτει
”να ‘μαι και να ‘μαι” υστερίζω σιμά στον καθρέφτη
τον χτυπώ με γροθιά και με βλέω σπασμένη.
Ξυπνώ μουσκεμένη κοντά σ’ ένα κάλπικο ψεύτη.
Ξυπνώ μουσκεμένη…
*
Φυλακές ανηλίκων
Α’ μέρος
Ακούστε τα κλειδιά, πως τρίζουνε,
τα κάγκελα ακούστε, πως βροντάνε,
φωνές, από τους φύλακες, που βρίζουνε,
κάτι σαν απομόνωση, ή σαν φαΐ ζητάνε.
Μην κοιμηθείτε μπρούμητα,
μην κοιμηθείτε ήσυχα,
το ‘να σας μάτι ανοιχτό,
γιατί απόψε, έχουν σκοπό,
οι φύλακες στ’ αφεντικό,
σάρκα ανθρώπινη να πάνε,
γιατί ζητάει φαΐ εκλεκτό.
Στην απομόνωση κλειστός,
πέθανε πάλι ένας μικρός,
με κουτουλιές στον τοίχο.
Της φυλακής το καθεστώς,
μαζί όπως πάντα κι ο γιατρός,
γράψαν πως είχε τύφο.
Το θάψαν λέει στην αυλή,
μα υποψιάζομαι πολύ,
πως θα τον φάνε οι φύλακες.
Γι’ αυτό φωνάζαν σα σκυλιά,
εκεί που κλείναν τα κελιά,
με σύρτες κι αλυσίδες.
Β’ μέρος
Στην απομόνωση κλειστός,
χάνει τα μάτια του ο Χριστός,
πάνω στην εικονίτσα.
Με δυο νυχιές κι είναι τυφλός,
σκεφτόταν κι έκλαιγε ο μικρός,
δεμένος μ’ αλυσίδες.
Ήτανε πέντε την αυγή,
όταν ακούστηκε η κραυγή,
που πάγωνε το αίμα.
Στην απομόνωση κλειστός,
ξέρω κομμάτια είν’ ο νεκρός.
Ξέρω κομμάτια είν’ ο νεκρός.
*****
Ο Μιχάλης Μαρματάκης ήταν ο βασικός στιχουργός του γκρουπ «Τερμίτες» (1980-1988)