ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ
Ενοικιάζεται
ένα μέτρο και εβδομήντα δύο εκατοστά
Σώμα.
Απόπειρες συνουσίας, πολλές.
Απόπειρες έρωτα, μετρημένες.
Απόπειρες αυτοκτονίας, μια.
Σε περίοδο κρίσης ενοικιάζεται,
έφτασε πια τη μέση ηλικία
με μόνη κατάχρηση αυτή
των αισθήσεων, κυρίως, της όρασης.
Ενοικιάζεται. Δεν πωλείται,
αφού η κάτοχός του επιστρέφει, κάθε που
ο άνθρωπος νυχτώνει δίχως φως.
Πληροφορίες εντός.
*
ΜΙΛΑΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ
Μιλάω για σένα
σαν ένα ελάχιστο του χρόνου
που υπήρξε
Μιλάω για σένα
σαν μια μετάφραση
του ανώφελου της συγκίνησης
Σαν ένα χαμόγελο,
που δεν πρόλαβε στα μάτια να φτάσει
_όχι γιατί η χαρά ήταν λίγη_
σαν ένα δάκρυ,
που δεν πρόλαβε από τα μάτια να κυλήσει
_όχι γιατί ο πόνος δεν ήταν πολύς_
αλλά γιατί δεν ήσουν
ούτε χαρά, ούτε πόνος
σαν ένα «ίσως»
μιας κάποιας πιθανότητας.
Μιλάω για σένα
που έμεινες λίγο στο πολύ
μιας ανάμνησης,
_σε ενεστώτα χρόνο_
που το τυχαίο δε μας άφησε
να ζήσουμε,
_σε παρελθόντα χρόνο_
Μιλάω για σένα
χωρίς να ξέρω
αν,
κάπου,
υπάρχεις
ακόμα (;)
μιλάω για σένα.
*
ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΕΓΩ
Δεν είδα εγώ,
το κρεμασμένο από τα συρματοπλέγματα σώμα.
Το λιμάνι μου, ήταν η φυγή του.
Δεν είδα εγώ,
το παιδί που έψαχνε στους κάδους
το μισοφαγωμένο τοστ.
Τα σκουπίδια μου, ήταν η τροφή του.
Δεν είδα εγώ,
φωτιά από εφημερίδες
να ζεσταίνει σαθρά υπόγεια.
Το εφήμερο νέο μου, για να περάσει η νύχτα.
Ούτε είδα πώς μεταναστεύει το όνειρο.
Φοβήθηκα μη χάσω την αρχή του στα χέρια
που ζητούσαν το ευρώ.
Την αγωνία για επιβίωση δεν είδα.
Εμείς γεννιόμαστε δυτικά
η ανάγκη μας είναι προϊόντα.
Δεν είδα εγώ,
λαθραία ζω εδώ
ο τόπος, μοιάζει πέρασμα.
*
ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΑΙ, ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΡΑ
Τσεκάρω το χρόνο.
Σαράντα και, σαράντα παρά.
Παραμιλώ στοιχηματίζοντας με το φως,
σχηματίζοντας (σ) τα στενά
του κορμιού σου χωρίσματα…
Μην κοιτάξεις πίσω
στο απολιθωμένο δάσος
της ηδονής σου τα απόνερα
σκιές νωθρές απόγευμα,
δεν είναι τα χέρια που θα σε ντύσουν
δεν είναι τα μάτια που θα σε γδύσουν
δεν είναι ο τόπος σου_ εκεί.
Μην κοιτάζεις πίσω.
(στου γραφείου την άκρη
ρουφώ το στεναγμό μιας
συρραφής από φωτογραφίες)
Είμαι στο ύψος της διχασμένης σου συνείδησης
η βροχή, το χιόνι, το χαλάζι,
σαν καιρικό φαινόμενο που κάθε φορά
κοιτάς και είναι αλλιώς και σε ξαφνιάζει,
ο άνεμος που ανοίγει το χαμόγελό σου
είμαι, ο τόπος σου_ εγώ.
(στου γραφείου την άκρη
ρουφώ το στεναγμό μιας
συρραφής από φωτογραφίες)
… (μου) αρκεί μια σελίδα σου
να τελειώσει το άλμπουμ
(σου) αρκεί μια σκέψη μου
να ενώνει το βλέμμα
στου χρόνου τον τόπο.
Σαράντα και, της ζωής σου εγρήγορση
σαράντα παρά, του ονείρου μου αλήθεια.
*
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Στο λιμάνι,
με τ’ ασάλευτα πλοία
ένας κόσμος δύσκολος
και η ευτυχία μια λέξη
μπαλονάκι στον αφρό
στο λιμάνι
ρύποι ζωής που επιπλέουν
στο λιμάνι,
που τον ορίζοντα συνθέτουν οι γερανοί
μια σθεναρή αγκύλωση μνήμης
για το χρόνο που κάθισε στα σκαλάκια
και ένα σαξόφωνο που κάνει φάλτσο
στην κυκλοφορία του ετοιμόρροπου σήμερα
τέλη Οκτώβρη.