Ἡ Λαμπρὴ ποὺ περίμενε ὁ Γιάννης τοῦ κυρ-Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη ὁ ἀλαφροΐσκιωτος. «Εἶχε βαρεθῆ τὴν Σαρακοστήν, ἐπόθει τὸ Πάσχα, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ προεορτάζῃ».
Ἡ Λαμπρὴ ποὺ περίμενε ὁ Κώστας Κρυστάλλης. Βασίλεψαν στὴν Ἄρτα τὰ μάτια του, στὰ εἰκοσιέξι του χρόνια, 22 τοῦ Ἀπρίλη τοῦ 1894, ξημερώνοντας ἡ Μεγάλη Πέμπτη.
Ἡ Λαμπρὴ ποὺ περιμένουμε, «ἀλαφροΐσκιωτοι» τοῦ καιροῦ μας, κάτω ἀπὸ τὴ βαριά του σκιά. Εἴθε «μὲ ἰσοκράτη ἕνα κλωνὶ» νὰ ψάλουμε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», νὰ βιώσουμε τὴν Ἀνάσταση…
Α. Κ.,
Σπάρτη, Μεγάλη Τετάρτη, 20-4-2022
______________________
Α΄
[…] Ὤχ, Θέ μου, τί νὰ εἶναι; εἶπε τὸ Μαλαμώ. Ἔλα, Πολύζο, νὰ ἰδῇς καὶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ἡ πόρτα εἶναι κλειδωμένη ἀπὸ μέσα.
Ἐπλησίασεν ὁ ἄνθρωπος, ἔκρουσεν, ὤθησεν ἰσχυρῶς. Εἰς μάτην. Ἡ θύρα ἦτο πράγματι μανδαλωμένη.
― Τί πειρασμὸς εἶναι αὐτός; ἔκραξε τὸ Μαλαμώ, συνάπτουσα τὰς χεῖρας. Τὰ σανίδια λείπουν ἀπ᾿ ἔξω, ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς κλειδωμένη, κι οὐρλιάσματα ἄχαρα ἀκούονται μέσα. Τί νά ᾽ν᾿ αὐτό; Μπαίνουν τάχα καὶ στὶς ἐκκλησιὲς πειρασμικὰ πράγματα;
Ἀπ᾿ ὅλον τὸν ἀκατάληπτον βόμβον τοῦ ἤχου τοῦ ἀκουομένου, ἡ ἀκοή των αἴφνης διέκρινε δὶς ἢ τρὶς τὰς λέξεις: «Χριστὸς Ἀνέστη».
― Χριστὸς Ἀνέστη, ἐπανέλαβεν ἡ Μαλαμώ. Κι ἀκόμα τώρα πέρασε τὸ μεσοσαράκοστο.
Ἦτο τῷ ὄντι Σάββατον τῆς Δ´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν.
[…] Ὁ Γιάννης εἶχεν ἀνάψει στὰ μανάλια ὅλα τ᾿ ἀπόκηρα, ὅσα εἶχεν εὑρεῖ ἐκεῖ, εἶχε χύσει τὸ λάδι ἀπὸ τὰ κανδήλια, εἶχε κενώσει ὅλον τὸ λαδικόν, ποὺ ηὗρεν εἰς τὸ ἑρμάρι τῆς βορειοδυτικῆς γωνίας, καὶ εἶχε κατορθώσει νὰ [τ᾿] ἀνάψῃ ὡς πυροφάνι μόνον δύο κανδήλια ἐκ τῶν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ τῶν πρὸ τοῦ Τέμπλου καὶ τοῦ προσκυνηταρίου, καὶ ηὐφραίνετο ψάλλων τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ὅπως αὐτὸς ἤξευρεν. Εἶχε βαρεθῆ τὴν Σαρακοστήν, ἐπόθει τὸ Πάσχα, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ προεορτάζῃ. […]
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Τὸ Χριστὸς Ἀνέστη τοῦ Γιάννη»
Τοῦ Γιάννη τὸ Χριστὸς Ἀνέστη
Δὲν εἶν’ ἀλλόδοξος διαβάτης
στῆς φύσης τὴν τρανὴ γιορτὴ
αὐτὸς ὁ βιαστικὸς ὁ ψάλτης
μὲ τὴν παράταιρη φωνή.
Τοῦ Γιάννη τὸ Χριστὸς Ἀνέστη
στὴ μέση τῆς Σαρακοστῆς
ἄσπρο σπιτάκι ἀπ’ ἀσβέστη
σὲ τούτη δῶ τὴ μαύρη γῆς.
Πάνω του ἀγράμπελη μεθάει
κι ὁ βιαστικὸς ἀφοῦ σταθεῖ
πάλι τὸ δρόμο του τραβάει
μὲ ἰσοκράτη ἕνα κλωνί.
Ἀλαφροΐσκιωτο τὸν λένε
ποὺ στὰ ξωκκλήσια τριγυρνᾶ
γελοῦν τὰ μάτια του, δὲν κλαῖνε
μὲ τ’ ἀποκέρια φῶς κερνᾶ.
Τοῦ Γιάννη τὸ Χριστὸς Ἀνέστη
στὸ μεσοστράτι τῆς ζωῆς
ἄσπρο σπιτάκι ἀπ’ ἀσβέστη
σὲ τούτη δῶ τὴ μαύρη γῆς.
Πάνω του ἀγράμπελη μεθάει
κι ὁ γνωστικὸς ἀφοῦ σταθεῖ
πάλι τὸ δρόμο του τραβάει
μὲ ἰσοκράτη ἕνα κλωνί.
Ἄρτα, Πάσχα τοῦ 2011
*****
Β΄
«Ὄταν μάθαμε ὅτι ὁ Κώστας πῆγε στὴν Κέρκυρα, τηλεγραφούσαμε καὶ ξανατηλεγραφούσαμε σὲ πατριῶτες μας νὰ μάθουμε τί γίνεται. Μᾶς ἔγραψε ἕνα δυὸ φορὲς καὶ μᾶς ἔλεγε ὅτι πάει πάντα στὸ χειρότερο. Τότε τοὔγραψα καὶ τὸν παρακάλεσα νἄρθη στὴν Ἄρτα νὰ τὸν περιποιηθῶ. Μᾶς ἀπάντησε ὅτι ἔρχεται καὶ νὰ πᾶμε στὴν Κόπραινα νὰ τὸν παραλάβουμε. Ἐπῆγα στὸ λιμάνι καὶ μὲ ἀγωνία περίμενα τὸν ἐρχομό του. Ἦρθε τὸ βαπόρι καὶ οἱ ἐπιβάτες κατέβαιναν. Μόνο ὁ Κώστας δὲν φαινότανε πουθενά. Τότε ἕνας ἀξιωματικὸς μοῦ λέει:
―Ζητᾶς κανένα ἄρρωστο;
―Ναί, τοῦ ἀπάντησα.
―Μέσα εἶναι στὴν κουκιέττα. Ἄν δὲν τὸν βοηθήσεις εἶναι ἀδύνατο νὰ κατέβη μονάχος του.
Ἀνεβαίνω στὸ βαπόρι, ψάχνω παντοῦ, μὰ δὲν τὸν βρίσκω, δὲν ἔβλεπα τὴ θωριά του. Καμιὰ φορὰ κυττάζω πιὸ προσεχτικὰ σὲ μιὰ κουκιέττα καὶ τὸν βλέπω μισοκοιμισμένο, ἀδύνατο, χλωμό, πετσὶ καὶ κόκκαλο, ἀγνώριστο. Πηγαίνω κοντά του, τὸν χαϊδεύω, τοῦ λέγω λόγια παρηγορητικὰ καὶ σιγὰ σιγὰ τὸν κατεβάζω ἀπὸ τὸ βαπόρι, τὸν βγάνω στὴν παραλία, κι ἀπ’ ἐκεῖ τὸν φέρνω στὴν Ἄρτα. Φέραμε γιατρούς, τοῦ πήραμε φάρμακα, μὰ ἡ ἀρρώστεια του προχωροῦσε. Τἰς λίγες μέρες ποὺ ἔζησε δὲν ἔδειχνε καμιὰ ἀνησυχία. Μονάχα μοῦ ’λεγε νὰ πλένω τὰ χέρια μου ὅταν τοῦ δίνω τὰ γιατρικὰ καὶ νὰ μὴν ἀφήνω τὰ παιδιὰ νὰ πλησιάζουν. Τὶς δυὸ τελευταῖες μέρες ρωτοῦσε μὲ κάποια στενοχώρια, γιατὶ δὲν ἔρχεται ὁ πατέρας ἀπὸ τὸ χωριό.
―Κι αὐτὸς ὁ πατέρας, ἔλεγε, ἀργεῖ. Τὸν εἶχα εἰδοποιήσει καὶ ἦρθε καὶ μετὰ τὸν ἐρχομό του ὁ Κώστας μας ξεψύχησε τὴν αὐγὴ στὶς 22 τοῦ Ἀπρίλη» (1)
«…ξημερώνοντας ἡ Μεγάλη Πέμπτη…» (2)
__________
- Ἀφήγηση τῆς Μαρίας Βασιώτη, τῆς ἀδελφῆς τοῦ Κρυστάλλη. (Ἅπαντα, τοῦ Κώστα Κρυστάλλη, Εἰσαγωγή-Σχόλια Κ. Πορφύρη, Εἰσαγωγή, σσ. κβ΄-κγ΄).
- Ὁ τσέλιγκας, Μιχ. Περάνθη, (σ. 322).
Κάποια Λαμπρὴ
Ὅταν ἡ ζήση εἶν’ ἀπὸ κούνια μητριά,
μέσα στοῦ Φέξη ὁ αὐγερινὸς δὲ λέει νὰ φέξει.
Σκιὲς τοῦ Ἅδου κουβαλοῦν τὰ σωθικά,
βουνὸ κι ἀγέρι κι ἕνας πόνος κάθε λέξη.
Στὸ σιδηρόδρομο καὶ βράδυ καὶ πουρνὸ
κι ὅμως, τὸ ξέρω, εἶναι ὄνειρο ἡ φυγή μου.
Μονάχα αἷμα, αἷμ’ ἀνέλπιδο ξερνῶ
καὶ κάποιοι στίχοι κομματιάζουν τὸ κορμί μου.
Ἀπὸ τῆς Ἄρτας τὸ στενάκι ξεκινοῦν
μικρὰ ἀητόπουλα γι’ ἀητοφωλιὲς τῆς Πίνδου
τὰ εἰκοσιέξι μου τὰ χρόνια ποὺ κοιτοῦν
τὰ δυό σου μάτια καὶ σοῦ δίνουν τὴν εὐχή μου:
Κάποια Λαμπρή, πού ’ναι ἀνέσπερο τὸ φῶς,
κάποια Λαμπρή, ποὺ θ’ ἀγαπᾶς καὶ θ’ ἀγαπιέσαι,
νὰ ρθεῖ γιὰ πάντα νὰ σὲ πάρει ὁ Σταυραητός,
στὰ δυὸ φτερούγια του, στὰ οὐράνια νὰ γεννιέσαι…
Ἄρτα, 1986
________________
Σημείωση:
Καὶ τὰ δύο ἀδημοσίευτα στιχουργήματα ἀνήκουν σὲ ἀντίστοιχους κύκλους μελοποιημένων ποιημάτων-τραγουδιῶν.
Τὸ πρῶτο γράφτηκε ὡς ἐπίγευση συναυλίας ἀφιερωμένης στὸν κυρ-Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ποὺ δόθηκε στὴ Σπάρτη στὶς 3-4-2011, ἐμπλουτίζοντας τὸ θησαυρισμένο ἀπὸ τὸ 1985 ὑλικό μου.
( Ἀπόσπασμα: https://www.youtube.com/watch?v=Votbnu2jgi4 )
Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ κατακλείδα μιᾶς ἑνότητας μὲ μελοποιημένα ποιήματα τοῦ Κώστα Κρυστάλλη καὶ ἀντίστοιχα κείμενα, συμπυκνώνοντας πολλὰ βιογραφικά του στοιχεῖα. Ἡ ἐργασία αὐτὴ τοῦ 1986, γραμμένη γιὰ τὸν ἀγαπημένο ποιητὴ τῆς Ἄρτας, τῆς γενέθλιας πόλης μου, παρουσιάστηκε για πρώτη φορὰ στὴ Σπάρτη, στὶς 16-4-2019.
( Ἡ συναυλία: https://www.youtube.com/watch?v=hsQtOp1uYXo&t=2921s )
The post «Ἡ Λαμπρὴ ποὺ περίμεναν» (γράφει η Αναστασία Κόκκινου) appeared first on Ποιείν.