AΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
O ΟΣΙΑΝ ΒΟΥΟΝΓΚ (Ocean Vuong) χρονολογεῖ τὴν ἔναρξη τῆς ἱστορίας του δύο γενιὲς πρὶν τὴ δική του, ὅταν ἡ Βιετναμέζα γιαγιά του συνάντησε ἕναν ᾽Αμερικανὸ στρατιώτη στὴ διάρκεια τοῦ πολέμου τοῦ Βιετνάμ. Στὰ «Σπαράγματα σημειωματαρίου» γράϕει:
῞Ενας ᾽Αμερικανὸς στρατιώτης γάμησε μιὰ Βιετναμέζα ἀγρότισ-
σα. ῎Ετσι ὑπάρχει ἡ μάνα μου. ῎Ετσι ὄχι βόμβες = ὄχι οἰκο-
γένεια = ὄχι ἐγώ.
Οὔϕ. (σ. 153)
Εἶναι παράξενο νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι ὀϕείλεις τὴ ζωή σου σ ᾽ αὐτὸν τὸν πόλεμο, σὲ ὅποιον πόλεμο. ῾Ο Βουὸνγκ γεννήθηκε στὸ Βιετνάμ, σ ᾽ ἕναν ὀρυζώνα λίγο ἔξω ἀπὸ τὴ Σαϊγκὸν τὸ 1988, δεκατρία χρόνια μετὰ τὴν πτώση τῆς πόλης καὶ τὴν ἀπόσυρση τῶν ᾽Αμερικανῶν. Στὰ δύο του χρόνια, ἡ οἰκογένειά του ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Βιετνὰμ καὶ νὰ μείνει γιὰ ὀκτὼ μῆνες σὲ ἕναν καταυλισμὸ προσϕύγων στὶς Φιλιππίνες. Μετὰ διέσχισαν τὸν Εἰρηνικό (ἐξοῦ καὶ τὸ σημερινό του ὄνομα Ocean = ᾽Ωκεανός, ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ μητέρα του) καὶ κατέληξαν στὸ Κονέκτικατ τῶν ῾Ηνωμένων Πολιτειῶν, σὲ μιὰν ἐργατικὴ συνοικία τοῦ Χάρτϕορντ. Λίγο μετὰ τὴν ἐγκατάστασή τους, ὁ πατέρας του τοὺς ἐγκατέλειψε καὶ ὁ Βουὸνγκ περιγράϕει τὸ πῶς μεγάλωσε σὲ ἕνα σπίτι γεμάτο γυναῖκες – μητέρα, γιαγιά, θεία. Τὴ μορϕὴ τοῦ πατέρα τὴ σχημάτισε βασισμένος στὴν ὑποκειμενικότητα τῶν ἀϕηγήσεων-μαρτυριῶν τῶν γυναικῶν τῆς οἰκογένειας. ῾Ο πατέρας ποὺ συναντοῦμε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶναι μία ἑρμηνεία τῆς ἑρμηνείας καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ κατέχει κυρίαρχη θέση στὰ ποιήματα· ὁ Βουόνγκ ἀναϕέρεται σὲ αὐτὸν εἴκοσι ὀκτὼ ϕορὲς σὲ τριάντα πέντε ποιήματα).
῾Ο Νυχτερινὸς οὐρανὸς μὲ τραύματα ἐξόδου (στὸ ἑξῆς Νυχτερινὸς οὐρανός) εἶναι ἡ πρώτη ἐκτενὴς ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Βιετναμέζου-᾽Αμερικανοῦ ποιητῆ καὶ πεζογράϕου ῎Οσιαν Βουόνγκ. Προηγήθηκαν δύο μικρὰ τεύχη (chapbooks): τὸ Burnings (Καύσεις) (2010) καὶ τὸ No (῎Οχι) (2013). ῾Ο Νυχτερινὸς οὐρανὸς κυκλοϕόρησε τὸ 2016, ὅταν ὁ Βουὸνγκ ἦταν μόλις 28 ἐτῶν, καὶ ἀπέσπασε σειρὰ διακρίσεων (T.S. Eliot Prize, Whiting Award, Thom Gunn Award, καὶ τὸ Forward Prize γιὰ τὴν Καλύτερη Πρώτη Ποιητικὴ Συλλογή).
Τὰ κύρια θέματα τῶν ἔργων του εἶναι οἱ γονεῖς καὶ ἡ σχέση του μαζί τους, ἡ ἱστορία του καὶ ὁ πόλεμος τοῦ Βιετνάμ, ἡ κληρονομιά του καὶ ἡ θέση του στὴν ἀμερικανικὴ κοινωνία ὡς μὴ λευκοῦ, γκέι ἀτόμου. ῾Ως πρὸς τὶς ρίζες του καὶ τὸ πῶς αὐτὲς ἐμπλέκονται μέσα στὸ ἔργο σημειώνει σὲ μιὰ συνέντευξή του τὸ 2011: «γράϕω τὴν ἱστορία τους [τῆς οἰκογένειάς του] ὥστε τρόπον τινὰ νὰ κρατῶ αὐτὲς τὶς ἱστορίες ζωντανές. ᾽Αλλὰ παίρνω κάποιες ἐλευθερίες ὡς ποιητής».
Η ποίησή του στὸν Νυχτερινὸ οὐρανὸ εἶναι ποίηση πρωτίστως προϕορική. ῾Ωστόσο ὁ Βουὸνγκ δὲν ἀϕήνεται σὲ μιὰν ἠχητικὴ ἀτημέλεια ἢ τυχαιότητα: καλλιεργεῖ τὴ μουσικότητα μὲ ἐπιμονή, στοιχεῖο ποὺ ἐγχαράχτηκε στὴ συνείδησή του ἀϕ᾽ ἧς στιγμῆς γεννήθηκε σὲ ἕνα περιβάλλον ὅπου ἡ σημασία τῶν λέξεων βασιζόταν στὸν ἐπιτονισμό τους καὶ στὶς μικροδιαϕορὲς τῆς ἐκϕορᾶς τους. Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τοῦ ἤχου, ἡ ϕωναισθητική, καθό14 ρισε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο χειρίζεται τὴν ἀγγλικὴ γλώσσα. Πρὸς τὸ παρὸν χρησιμοποιεῖ ἕνα δυναμικὸ καὶ συχνὰ παρηχητικὸ μέτρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ ροὴ τῆς ϕυσικῆς ὁμιλίας. ῎ […]
*************************
ΚΑΤΩΦΛΙ
Μέσα στὸ σῶμα, ἐκεῖ ποὺ καθετὶ ἔχει κι ἕνα τίμημα,
ἤμουν ζητιάνος. Στὰ γόνατα,
παρατηροῦσα ἀπ ᾽ τὴ σχισμή, ὄχι
τὸν ἄντρα νὰ πλένεται, μὰ τὴ βροχὴ
νὰ τὸν διασχίζει: χορδὲς κιθάρας νὰ σπᾶνε
πάνω στοὺς στρογγυλούς του ὤμους.
Τραγουδοῦσε, γι᾽ αὐτὸ
τὸ θυμᾶμαι. ῾Η ϕωνή του–
μὲ γέμισε ἀπ ᾽ ἄκρο σ ᾽ ἄκρο
σὰν σκελετός. ᾽Ακόμα καὶ τ ᾽ ὄνομά μου
γονάτισε βαθιά μου, ζητώντας
νὰ τὸ λυπηθῶ.
Τραγουδοῦσε. Μονάχα αὐτὸ θυμᾶμαι.
Διότι μέσα στὸ σῶμα, ἐκεῖ ποὺ καθετὶ ἔχει κι ἕνα τίμημα,
ἤμουν ζωντανός. Δὲν ἤξερα ὅτι
ὑπῆρχε ἕνας καλύτερος λόγος.
῞Οτι ἕνα πρωί, ὁ πατέρας μου θὰ στεκόταν
–μαῦρο πουλάρι σαστισμένο στὸν κατακλυσμό–
καὶ θ ᾽ ἀϕουγκραζόταν τὴ σϕιγμένη μου ἀνάσα
πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα. Δὲν ἤξερα ὅτι τὸ τίμημα
εἰσόδου στὸ τραγούδι – εἶναι νὰ χάσεις
τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ.
Κι ἔτσι μπῆκα. Κι ἔτσι ἔχασα.
῎Εχασα τὰ πάντα μὲ μάτια
διάπλατα
*
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Σὰν καλὸ παιδί, τραβῶ τὸν πατέρα μου
ἀπὸ τὸ νερό, τὸν σέρνω ἀπ ᾽ τὰ μαλλιὰ
στὴ λευκὴ ἄμμο, οἱ ἀρθρώσεις τῶν δαχτύλων του ἀϕήνουν ἴχνη
ποὺ τὰ κύματα σπεύδουν νὰ σβήσουν. Γιατὶ ἡ πόλη
πέρα ἀπ ᾽ τὴν ἀκτὴ δὲν εἶναι πιὰ
ἐκεῖ ποὺ τὴν ἀϕήσαμε. Γιατὶ ὁ βομβαρδισμένος
καθεδρικὸς εἶναι πιὰ καθεδρικὸς
τῶν δέντρων. Γονατίζω πλάι του νὰ δῶ πόσο βαθιὰ
μπορῶ νὰ βουλιάξω. Ξέρεις ποιός εἶμαι,
μπαμπά; Μὰ ἀπάντηση δὲν παίρνω. ῾Η ἀπάντηση
εἶναι ἡ τρύπα τῆς σϕαίρας στὴν πλάτη του, ξέχειλη
θαλασσινὸ νερό. Εἶναι τόσο ἀκίνητος–
θὰ μποροῦσε νά ᾽ναι ὁ πατέρας τοῦ καθενός, ποὺ βρέθηκε
ὅπως ἕνα πράσινο μπουκάλι θὰ μποροῦσε νὰ ἐμϕανιστεῖ
στὰ πόδια κάποιου ἀγοριοῦ περιέχοντας μιὰ χρονιὰ
ποὺ ποτέ του δὲν ἄγγιξε. ᾽Αγγίζω
τ ᾽ ἀϕτιά του. Μάταιο. Τὸν γυρίζω
ἀνάσκελα. Νὰ τὸ ἀντικρύσω. Τὰ μάτια του
μαῦρα βαθιὰ νερὰ καὶ μέσα ὁ καθεδρικός. Τὸ πρόσωπο
ὄχι δικό μου – μὰ ἕνα ποὺ θὰ ϕοράω
γιὰ νὰ ϕιλάω ὅλους μου τοὺς ἐραστὲς γιὰ καληνύχτα:
ὅπως σϕραγίζω τὰ χείλη τοῦ πατέρα μου
μὲ τὰ δικά μου κι ἀρχίζω
τὸ ἀϕοσιωμένο ἔργο τοῦ πνιγμοῦ.
The post Ocean Vuong, «Νυχτερινός Ουρανός με Τραύματα Εξόδου» (Μετάφραση: Δημήτρης Μαύρος), εκδ. Gutenber, 2021 appeared first on Ποιείν.