«…Χιόνι στο χιόνι
…Ο χρόνος –
Κι ο θάνατος το στρώνει»
Γιάννης Βαρβέρης
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης στο βιβλίο του «Το χιόνι των Αγράφων» ασχολείται με ένα ιστορικό γεγονός, την πορεία της Ταξιαρχίας των Αόπλων στη Ρούμελη το 1948. Το βιβλίο αποτελεί ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με έξι αυτοτελείς ιστορίες, οι οποίες έχουν ως κοινό παρανομαστή τις αντιξοότητες που υπέμειναν οι νέοι, για να φτάσουν στη Μακεδονία και να ενσωματωθούν στα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι πρωταγωνιστές του Χατζημωυσιάδη εκτός από τον Γούσια (διοικητή της άοπλης ταξιαρχίας), είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, άσημοι στα τεφτέρια της ιστορίας, των οποίων τη ζωή παρακολουθούμε από τη στιγμή που κατατάσσονται, οικειοθελώς ή μη, στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού και ξεκινάνε την πορεία τους για το δίκιο του αγώνα.
Ο συγγραφέας, ως τριτοπρόσωπος αφηγητής, πλέκει τις ιστορίες μέσω αναδρομών, προσωποποιήσεων και συμβόλων. Ο κάθε ήρωας έχει και ένα βαθύ τραύμα. Ο Σιάτρας Κυριάκος 16 χρονών, μαζί με τον σκύλο του Άρη, κατατάχθηκε οικειοθελώς στον Δημοκρατικό στρατό για εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα του. Τραύμα του η Αμαλίτσα, το σουβλισμένο του αρνί. Ο Χαράλαμπος Σουρούτσης με το κουτσό ποδάρι, αντάρτης που «μετανόησε», κουβαλάει το στίγμα του δηλωσία και αναζητά το χαμένο σταυρουδάκι της αγαπημένης του που πνίγηκε. Ο Αποστόλης Ουλιόπουλος 16 χρονών, πληγή του η Θεανούλα. Ο Σωτήρης και η Σωτηρία, δίδυμα σφαχτά κρεμασμένα στο τσιγκέλι της πατρικής βίας. Ο Αβραάμ Πολυχρονίδης με την ενοχή του μόνο επιζήσαντα απ’ το ολοκαύτωμα του Μεσοβούνου. Και τέλος ο Γεώργιος Γεωργιάδης, ο ταξίαρχος του Δημοκρατικού στρατού, το μέγιστο θύμα της παράνοιας του πολέμου, με την εικόνα της μάνας και το μισοφαγωμένο πρόσωπο της κοπέλας.
Κάθε κεφάλαιο και μια απώλεια. Επώνυμη πλέον απώλεια. Ο συγγραφέας παίρνει, όπως είπαμε, τους ανώνυμους ήρωες, τους κόκκους του βότσαλου της ταξιαρχίας και τους δίνει υπόσταση. Οι 1.500 λαμβάνουν σάρκα και οστά, είναι τα αγαπημένα μας πρόσωπα και αυτό μας πονά. Εδώ το λογοτεχνικό κείμενο αρχίζει να συνομιλεί με την ιστορία και τα δυο με τον αναγνώστη.
Θα ανοίξουμε λοιπόν διάλογο με το κείμενο με βάση τη θεωρία του Νέου Αισθητισμού της Ιζομπέλ Αρμστρονγκ και συγκεκριμένα με την τεχνική της διαγραφής, του μοτίβου και του ανοιχτού διαλόγου. Δεν θα το αντιμετωπίσουμε με την ερμηνευτική της υποψίας, σαν ένα πτώμα, για το οποίο πρέπει να «νεκρολογήσουμε». Το κείμενο είναι ζωντανό, τα ερωτήματα φλέγοντα και μας παρασύρουν στον χορό.
Ακολουθώντας την τεχνική της διαγραφής βλέπουμε ότι το «Χιόνι των Αγράφων» συνομιλεί με το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, το «Πένθιμο εμβατήριο» του Σωτήρη Πατατζή και κυρίως με την «Ελπίδα πάγωσε στις κορφές» του Πέτρου Ανταίου. Πάνω σε αυτά τα κείμενα έχει επανεγγράψει ο συγγραφέας τις δικές του λέξεις, δημιουργώντας ένα παλίμψηστο με ανοιχτούς αρμούς για να συνεχίσουν ίσως οι επόμενοι συγγραφείς τον διάλογο.
Το χιόνι λειτουργεί ως μοτίβο, επανερχόμενο με ποικίλους συμβολισμούς. Είναι η ελπίδα, η αγνότητα, η παγωνιά, ο θάνατος, στο τέλος όμως είναι ο εξαγνισμός. Ο ίδιος ο Εμφύλιος μπορεί να θεωρηθεί ως το φόντο όπου εγείρεται και ηττάται το απελευθερωτικό όραμα. Η δε ήττα δεν έρχεται μόνο από εχθρικά αλλά και από φίλια πυρά.
Και τώρα η ώρα του ανοιχτού διαλόγου. Δεν θα νιώσουμε τον τρόμο της εγγύτητας. Η υπερβολικά εκ του σύνεγγυς ανάγνωση μας επιτρέπει να αφεθούμε στη δίνη όχι μόνο των λέξεων, μα και των αισθημάτων που απορρέουν από το κείμενο. Μας καλεί να προχωρήσουμε σχεδόν χέρι χέρι με τους ήρωες στις παγωμένες βουνοκορφές, εκεί που το χιόνι βάφτηκε αίμα και θάφτηκε η ελπίδα.
Πολλά τα ανοιχτά ερωτήματα.
Εντέλει ο δημοκρατικός στρατός, ήταν όντως δημοκρατικός; Μιλάμε για επιστράτευση, όπως ακριβώς έπραττε και η πλευρά του εθνικού στρατού ή για «παιδομάζωμα»;
Μας λέει χαρακτηριστικά ο αφηγητής: «Τις επόμενες μέρες ίλη ιππικού θα εξορμήσει στ’ Άγραφα και στον κάμπο, για να μαζέψει όποιους βρίσκει από δεκατεσσάρων μέχρι πενήντα δυο χρονών, γυναίκες και άντρες, καλύτερα χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις. Σε οικογένεια με τρία παιδιά παίρνουν το ένα, σε οικογένεια με τέσσερα τα δύο. «Και αν δεν θέλουν;» ρώτησε κάποιος. «Δεν έχει, σύντροφε, δεν θέλουν».
Μπορεί ο στρατός να είναι δημοκρατικός, όταν τιμωρεί την διαφορετικότητα;
«Ο σοδομισμός, ο κιναιδισμός και κάθε άλλη ανωμαλία», ακούστηκε δυνατά η φωνή του Αρχηγού, «είναι σημάδια παρακμής και διαφθοράς του παλιού κόσμου, που δεν έχουν καμία σχέση με το ήθος και με τα ιδανικά του Δημοκρατικού Στρατού».
Τι θέση κατέχει η προσωπολατρία μέσα στον δημοκρατικό στρατό, πόσο μάλλον τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις για παραδειγματισμό ή για λόγους προσωπικής αντεκδίκησης;
«Όλοι, επίστρατοι, απλοί στρατιώτες και βαθμοφόροι, ήταν εν δυνάμει λιποτάκτες και προδότες και όφειλαν ανά πάσα στιγμή να διαψεύδουν τις σε βάρος τους υπόνοιες με την ατσάλινη προσήλωση στο πρόσωπο του Αρχηγού τους».
«Αυτός (ο Κυριάκος) απ’ την πλευρά του δεν έκανε πίσω, κι ας χρησιμοποίησαν ζωνάρια, βέργες και υποκοπάνους όπλων, μια φορά μάλιστα χύσανε στα δάχτυλά του καυτό λάδι, για πολλές μέρες ήτανε πρησμένα τα χέρια του».
«Ο κίνδυνος που οσφραινότανε από παντού να τον κυκλώνει (τον Γούσια) σαν τις μυρωδιές απ’ τις κοπρισμένες βιολέτες της μάνας του, δεν προερχόταν απ’ τη συνωμοσία των ασυρμάτων, την οποία ακόμη κι αν δεν υπήρξε ποτέ, θα έπρεπε απαραιτήτως να επινοήσει για λόγους παραδειγματισμού».
«Ή εκτελεί την εντολή ή τον πάει στρατοδικείο για ανυπακοή, ήταν η απάντηση του Γούσια» απευθυνόμενος στον Γεώργιο Γεωργιάδη.
Η εξουσία, πολιτική, θρησκευτική είναι συνώνυμο της διαφθοράς και όταν τυποποιείται, γραφοποιείται, τσιμεντοποιείται οδηγεί σε τερατογενέσεις;
«Όταν πέθανε ο ηγούμενος, σηκώθηκαν έριδες για την διαδοχή…» «Μόνο το ενδιαφέρον του τοπικού αστυνομικού τμήματος παρέμεινε αμείωτο, όχι βέβαια για αμιγώς θρησκευτικά ζητήματα, αλλά για τις εξομολογήσεις των πιστών και το παγκάρι του ναού.»
Υπάρχει μεγαλύτερος εξευτελισμός από αυτόν του πολέμου για τον άνθρωπο;
«Από τους χίλιους πεντακόσιους περίπου επίστρατους ούτε τριακόσιοι πενήντα δεν κατάφεραν να φτάσουν. Οι πιο πολλοί ήταν άρρωστοι, με κρυοπαγήματα ή τραυματίες, άλλοι τρέκλιζαν, άλλοι υποβαστάζονταν και κάποιοι τελευταίοι μπουσουλάγανε».
Εντέλει διαστρεβλώνεται η ιστορία;
«Πώς κατέληξαν ύστερα να λένε πως τούτος ο άθλος μόνο με την επική πορεία του Μάο θα ήταν δυνατόν να παρομοιαστεί …, ποτέ του δεν κατάλαβε, ούτε είχε χρόνο να το πολυσκεφτεί.»
Έχει αξία η μετά θάνατον δικαίωση;
«Ο Γεωργιάδης δικαιώθηκε πανηγυρικά λαμβάνοντας μετά θάνατον τον βαθμό του αντιστράτηγου.»
Υπάρχει ηθική στον πόλεμο;
«Σε κάθε περίπτωση, όφειλε να γνωρίζει ότι οι μεγάλες ήττες θέλουν τους φταίχτες τους και οι νέες αυλές θέλουν τους αυλικούς τους»
Μήπως εντέλει η ζωή στον πόλεμο μετατρέπεται σε κόλαση και ο θάνατος σε γλυκό ύπνο στην αγκαλιά της μάνας, που την λαχταράς;
«τη μάνα του, θα τη δει να ’ρχεται στο παιδικό του δωμάτιο, να κάθεται πλάι του, να τον φιλάει, να τον σκεπάζει και θα κοιμηθεί για πάντα…»
Ο αφηγητής εξιστορώντας τα δεινά του πολέμου, «άνθρωποι ξυπόλυτοι, ρακένδυτοι, πεινασμένοι να έρχονται από το πουθενά και να πηγαίνουνε στο πουθενά» μας υπενθυμίζει «συμπυκνωμένη την ιστορία του εμφυλίου» με τον πιο ζωντανό και παραστατικό τρόπο και μας κάνει συμμέτοχους στην ανάγκη διαφύλαξης της ειρήνης.
Το έργο αποτελεί ένα «κτήμα ες αει», μια μυστική παπαρούνα με ανεξίτηλη πατημασιά πάνω στον χρόνο, που κανένα λευκό σάβανο δεν μπορεί να σβήσει.
Βιβλιογραφία:
1. Peter Barry, Γνωριμία με τη θεωρία (Βιβλιόραμα, 2013)
2. Πέτρος Ανταίος, Η ελπίδα πάγωσε στις κορφές (Οδυσσέας, 1999)
3. Άρης Αλεξάνδρου, Το κιβώτιο (Κέδρος, 2012)
4. Σωτήρης Πατατζής, Πένθιμο Εμβατήριο (Εστία, 2005)
5. Στρατής Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω (Εστία, 2010)
6. Γιάννης Βαρβέρης, Ο θάνατος το στρώνει (Ύψιλον, 2000)
The post Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, «Το χιόνι των Αγράφων», εκδ. Κίχλη, 2021 (γράφει η Ελένη Σ. Αράπη) appeared first on Ποιείν.