Emily Dickinson, Δώδεκα ποιήματα
Όπλο γεμάτο είχε στηθεί
σε μια γωνιά η ζωή μου
σαν ο Αυθέντης από κει
πέρασε – και τον γνώρισα –
και μου ’πε – «Έλα μαζί μου».
Στα δάση τα δεσποτικά
την Ελαφίνα οι δυο μας πια
τριγύρω κυνηγάμε.
Και κάθε που γι’ Αυτόν μιλώ
τα όρη μού απαντάνε.
Κι όμως, εγώ χαμογελώ,
με καίει κατάκαρδα ένα φως,
φλέγεται κάθε λαγκαδιά,
σαν στόμα του Βεζούβιου λες
γελά κάθε πλαγιά.
Κι όταν η νύχτα πέφτει πια,
και φεύγει η μέρα η καλή,
στο προσκεφάλι Του αγρυπνώ
που ’ναι από πάπιας πούπουλο
εκείνο πιο απαλό.
Κι έχθρισσα των εχθρών Του εκεί
στέκω θανάσιμη, σκληρή –
το χέρι στη σκανδάλη
στον τόπο αφήνει μονομιάς
όποιον σημάδι βάλει.
Κι όμως, να ζήσω πιο πολύ
–αχ, να μη βγω αληθινή–
από Αυτόν προσμένω:
ξέρω πώς να σκοτώνω εγώ
μα όχι πώς να πεθαίνω.
~.~
Δώσ’ μου ένα σέπαλο, ένα πέταλο, έν’ αγκάθι
από ένα όποιο του καλοκαιριού πρωινό –
ένα φλασκί δροσιάς – μια μέλισσα ή και δυο
ένα αεράκι από των φύλλων το καλάθι –
και νά με, Ρόδο εγώ!
~.~
Η δίψα σού διδάσκει το νερό
και τη στεριά της θάλασσας η δίνη.
Τη γέννα τη μαθαίνεις στον σπασμό,
στης μάχης τον απόηχο την ειρήνη,
στο ενθύμιο τη στοργή για τον νεκρό,
και το πουλί – μες στου χιονιά τη μήνη.
~.~
Δεν είδα βάλτους όσο ζω,
ωκεανούς δεν είδα –
μα ξέρω τι ’ν’ τα ρείκια εγώ
και πώς μοιάζει το κύμα.
Δεν μίλησα με τον Θεό,
τον Ουρανό δεν βρήκα –
μα τόση πίστη έχω σ’ αυτόν
που είναι σαν να πήγα.
~.~
Μόνη μου δόξα ήσουν Εσύ,
άλλη ποτέ δεν είχα.
Αχ, μόνο αυτό μην ξεχαστεί –
ότι σ’ Εσένα ανήκα.
~.~
Ας τσακιστούν τα ξάρτια μου,
σ’ άλλα πελάη θα πλένε –
κατώι της θνητότητας
αθανασία σε λένε.
~.~
Δεν βγάζει για τα ψίχουλα
μιλιά ο κοκκινολαίμης –
μα μνημονεύει την κυρά
στα χρονικά του τ’ αργυρά.
~.~
Με ρώτησε ήσυχα, απαλά,
αν ήμουνα δική Του –
όχι έναν λόγο, μια ματιά
πήρε γι’ απάντησή Του.
Μ’ άρπαξε έπειτα μακριά,
πέρ’ απ’ της γης τη σκόνη,
σαν άρμα που σ’ ανηφοριά
όλο και σκαρφαλώνει.
Ο κόσμος τότε χάθηκε,
οι τόποι κάναν πέρα,
μ’ αερόστατο μ’ ανέβασε
στο διάσελο του αιθέρα.
Οι θάλασσες γίναν καπνός,
ήπειροι νέες φανήκαν,
η Αιωνιότητα ήταν μπρος
που μας υποσχεθήκαν.
Δεν είχε πια εποχές για μας,
χειμώνα, καλοκαίρι,
του ήλιου στάθηκε η τροχιά –
στο Αέναο Μεσημέρι.
~.~
Κάποια από εκείνα που πετούν:
οι μέλισσες, οι ώρες, τα πουλιά –
δεν έχω εγώ ελεγείες γι’ αυτά.
Κάποια απ’ αυτά που ακινητούν:
η Αιωνιότητα, οι λόφοι, η λύπη –
και τούτο να μου λείπει.
Μα όσα κοιμούνται, θα εγερθούν. –
Και για τα Ουράνια τι να πω;
τι αίνιγμα ανεπίλυτο!
~.~
“Φύση” είν’ αυτό που βλέπουμε:
το απομεσήμερο, η πλαγιά, ένα μελίσσι,
μια έκλειψη ηλίου, ένας σκίουρος –
όχι, ο Παράδεισος ο ίδιος είναι Φύση.
Φύση είν’ αυτό που ακούμε:
ο γρύλλος, το κοτσύφι, η τρικυμία,
το ξαφνικό αστραπόβροντο –
όχι, Φύση θα πει αρμονία.
Φύση είν’ αυτό που όλοι γνωρίζουμε
όμως δεν έχουμε την τέχνη να το πούμε.
Εμπρός σ’ εκείνης την απλότητα,
σοφοί ανήμποροι εμείς, σιωπούμε.
~.~
Το κέφι τ’ ανοιξιάτικο,
η λίγη τρέλα κάνει
ώς και του Βασιλιά καλό.
Μα πιο πολύ αγαπά ο Θεός
τον γελωτοποιό του
που εμπρος σε τέτοια θαύματα
κουράζει το μυαλό του. –
Λες κι όλο αυτό τo τρομερό
το πείραμα το ολόχλωρο
να ήτανε δικό του!
~.~
Ένα έχει μέτρο μοναχό
η αγάπη: την αγάπη.
Μοιάζει ο ήλιος στον τυφλό;
το ίδιο κι αυτή με κάτι.
~.~
The post Emily Dickinson, Ποιήματα (μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης) appeared first on Ποιείν.