Έφταιγαν τα ποντίκια, σίγουρα πράγματα, δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η νεύρωση. Μπορεί να ‘ταν ένας μοναχικός άνθρωπος ο Ιούλιος Μεχίας, παλαιοβιβλιοπώλης και γόνος πλούσιας οικογένειας, που έκανε απλά το χόμπι του συλλέγοντας σπάνια βιβλία, η ψυχοπαθολογία του όμως θα ταίριαζε σ’ ένα λογοτεχνικό πρόσωπο ή συγγραφέα, όχι σ’ έμπορο. Σίγουρα πάσχιζε να ξεφορτωθεί την περιουσία του, αλλά ότι θα έφτανε σε σημείο να γίνει κυριολεκτικά βιβλιοφάγος, αυτό πια παρέπεμπε σε ήρωες ρομαντικών εποχών.
Αρχικά τα ποντίκια εισέβαλαν στο βιβλιοπωλείο του, για να μασουλήσουν σελίδες, γρήγορα όμως μπήκαν και στο μυαλό του, σε σημείο μάλιστα που σχεδόν ταυτίστηκε μαζί τους, έγινε ένα ανθρώπινο τρωκτικό. Οι μικροί τετράποδοι εισβολείς κάπως τα κατάφερναν να περνούν απαρατήρητοι, μέχρι που ένα βράδυ ο Ιούλιος Μεχίας, λίγο πριν επιστρέψει στο σπίτι του, ανακάλυψε κάποιες φαγωμένες σελίδες σ’ ένα λατινικό λεξικό του 19ου αιώνα. Τότε ξεκινάει ο εφιάλτης. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε, και μέχρι να ξημερώσει, σκεφτόταν τρόπους ν’ απαλλαγεί από τους παμφάγους δαίμονες. Προμηθεύτηκε σχεδόν τα πάντα, από φόλες και κάθε είδους παγίδες μέχρι μονωτικά υλικά για τρύπες σε τοίχους και πατώματα. Τις επόμενες μέρες βάλθηκε να οχυρώνει το βιβλιοπωλείο του, καθ’ υπόδειγμα της Γραμμής Μαζινό, για την επικείμενη ανθρωπομυομαχία. Όταν ένιωσε έτοιμος για τη νίκη, απλά περίμενε. Ένα όμως δεν υπολόγιζε, τη συγκίνησή του στη θέα ενός ποντικού που σπαρταράει στη φάκα, μ’ ένα λουλούδι από αίμα να ξεφυτρώνει απ’ το στόμα του. Ο παλαιοβιβλιοπώλης τα ‘χασε, κάθισε στο πάτωμα, πήρε το νεκρό ποντικάκι στα χέρια του κι έβαλε τα κλάματα. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο άσχημα. Μυξόκλαιγε σα μικρό παιδί. Μάζεψε γρήγορα φόλες και παγίδες και τις πέταξε στα σκουπίδια. Ξάπλωσε στην πολυθρόνα του γραφείου του, άδειος από σκέψεις, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, κι έμεινε αρκετή ώρα στην ίδια θέση.
Ο Ιούλιος Μεχίας ήταν ένας πράος και καλλιεργημένος άνθρωπος. Μετά από έναν αποτυχημένο γάμο κι ένα δύσκολο διαζύγιο, τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του τον ξόδευε σε μακρινούς περιπάτους. Παρά τον ήρεμο χαρακτήρα του όμως, δεν κατάφερε να ξεπεράσει την εικόνα του άψυχου ποντικιού ούτε τις τύψεις του για το συμβάν. Έτσι ξεκινά να συγκεντρώνει βιβλιογραφία για τα ποντίκια, εγχειρίδια ζωολογίας, ιστορικές αναφορές, εικονογραφικό υλικό και διάφορες ποντικοϊστορίες απ’ την παγκόσμια καλλιτεχνική παραγωγή. Παράλληλα άφησε τα ποντίκια να γίνουν θαμώνες στο βιβλιοπωλείο του, τα τάιζε κιόλας, ώσπου γνωρίστηκαν για τα καλά, ακόμη κι ονόματα τους έδωσε: ο Σελιδούλης, η Εξωφυλλίτσα… Αλλά δεν έμεινε μόνο στη συλλογή βιβλιογραφικού υλικού ούτε στα βαφτίσια τρωκτικών, προχώρησε και σε κάτι εντελώς παράδοξο, έγινε γευσιγνώστης λογοτεχνίας.
Ένας βιβλιόφιλος αρκείται απλά στο ν’ απολαμβάνει ένα έντυπο με τις τέσσερις αισθήσεις του: να το κοιτά, να το φυλλομετρά, να το μυρίζει, τέλος να το διαβάζει μεγαλόφωνα ή νοερά. Ο Ιούλιος Μεχίας ξεπέρασε τα τετριμμένα και χρησιμοποίησε και τις πέντε. Αρχικά κατάπινε ωμές τις σελίδες φτηνών εκδόσεων ηλεκτρονικής τυπογραφίας, με τον καιρό όμως εγκατέλειψε τη δύσπεπτη ωμοφαγία κι εξέλιξε τις ικανότητές του ως σελιδοσέφ, πώς; Με βραστά βιβλία, βιβλιοτηγανιές, βιβλία φούρνου, ό,τι τραβούσε η όρεξή του κάθε φορά. Μάλιστα είχε την ιδέα να δημοσιεύει βιβλιοκριτικές για πρόσφατες λογοτεχνικές εκδόσεις, όπου απέκρυπτε για ευνόητους λόγους τις γευστικές εμπνεύσεις του, χρησιμοποιούσε όμως προκλητικές εκφράσεις, όπως άρωμα βιβλίου, επίγευση ποιήματος, ανθώδες ή γλυκόξινο ανάγνωσμα κ.α. Κατά έναν περίεργο τρόπο, οι κριτικές του απέκτησαν κύρος και πολλές φορές έγιναν αφορμή για έντονους διαξιφισμούς. Απ’ την άλλη, ούτε πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό του Ιούλιου Μεχία να διαπρέψει στη λογοτεχνική κριτική, η λέξη καριέρα του ήταν αποκρουστική, καθόλου περίεργο λοιπόν που σε συζητήσεις με τους θαμώνες του παλαιοβιβλιοπωλείου για κάποιο πρόσφατο άρθρο του, κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι και δήλωνε:
«Η ζωή είναι χόμπι. Ο καθένας βάζει τους δικούς του κανόνες να τη ζήσει. Δείτε εδώ τι συμβαίνει. Χόμπι μου είναι τα βιβλία, το ίδιο ισχύει και για σας. Έρχεστε και συζητάμε, ωραίο δεν είναι; Χομπίστες της ζωής, αυτό δεν είμαστε; Αλλά πόσο δύσκολη κάνουμε τη ζωή μας με τα προβλήματα που διαρκώς ανακαλύπτουμε, βασανιζόμαστε μάταια, δεν δείχνουμε την παραμικρή αξιοπρέπεια στον εαυτό μας, πόσο μάλλον στους άλλους. Εξάλλου, είμαστε τόσο εύθραυστοι όσο ένα ποντικάκι που τσιρίζει στη φάκα…»
Πάντως τα σύγχρονα έντυπα γρήγορα κούρασαν το στομάχι του βιβλιοφάγου. Τα φτηνά μελάνια, με τα οποία ψεκάζονται οι σελίδες, οι κακής ποιότητας κόλλες, αλλά κι ο ίδιος ο γεμάτος χημικά χαρτοπολτός, τον ανάγκασαν τελικά να γίνει φίλος μ’ έναν γαστρεντερολόγο. Έτσι, με βαριά ομολογουμένως καρδιά, απείχε για μερικές βδομάδες απ’ την κυτταρινική διατροφή, οι συχνές κι έντονες ενοχλήσεις σε στομάχι κι έντερο δεν του άφηναν άλλα περιθώρια. Όταν τελείωσε μ’ αυτή την απαίσια δίαιτα, κατέφυγε πάλι στα γνωστά βιβλιομαγειρέματα, αυτή τη φορά προτεραιότητα είχαν οι παλιές εκδόσεις, τα χειρόγραφα, τα παλίμψηστα, οι πάπυροι, ό, τι πιο εύγευστο και παραδοσιακό μπορούσε να προμηθευτεί σε δημοπρασίες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες.
«Το μενού μας έχει σήμερα κάτι εξαιρετικό, μικροί μου διαρρήκτες, μπουρεκάκια περγαμηνής» αναφώνησε ένα μεσημέρι, καθώς τακτοποιούσε στα ράφια του βιβλιοπωλείου κάποιες σπάνιες εκδόσεις που μόλις είχε παραλάβει. Δεν είχε αντιληφθεί πως ένας ηλικιωμένος στεκόταν ήδη στα δυο μέτρα και τον περίμενε.
«Μπουρεκάκια περγαμηνής;» ρώτησε έκπληκτος ο πελάτης.
Ο Ιούλιος Μεχίας γύρισε και τον κοίταξε, με μια έκφραση αμηχανίας και συγχρόνως απελπισίας, σα να ‘χε μόλις καταπιεί αμάσητη ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια.
«Πάντως, αν κρίνω απ’ τις τελευταίες σας κριτικές» συνέχισε βιαστικά ο ηλικιωμένος «… ξέρετε σας παρακολουθώ ανελλιπώς, δίνετε την εντύπωση… μμ… πώς να το θέσω; Τα άρθρα σας είναι πολύ ιδιαίτερα, απολαμβάνω να τα διαβάζω… αλλά, ναι, καιρό τώρα έχω την εξής απορία: αλήθεια, διαβάζετε τα βιβλία προτού τα σχολιάσετε;»
The post Νίκος Βουτυρόπουλος, «Το μυστικό του Ιούλιου Μεχία» appeared first on Ποιείν.