Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Mατθαίος Θήτα, Δύο ποιήματα

$
0
0

Η κούπα

Μια γυάλινη κούπα του καφέ.
Στο χρώμα του νερού, του τσαγιού, του κρασιού.
Nα ιδρώνει σαν καθρέφτης.
Nα κοχλάζει σαν πρωινή, χειμωνιάτικη ανάσα.

Δίχως ζωγραφισμένα ταξίδια, ηλιοβασιλέματα,
ανάγλυφα φεγγάρια και σκιές.
Δίχως να φωνάζει και να ψιθυρίζει σκέψη, όνειρα, κάτι.
Δίχως φθηνές και πανάκριβες λέξεις άλλων.

Ένα μικρό γυάλινο χερούλι ισορροπεί σταθερά.
Δίνει όση ζέστη αντέχουν τα δάχτυλα.
Αυτή μένει αόρατη, ανέγγιχτη.

Μια γυάλινη κούπα που την ξέρω.
Ένα ζεστό πρωινό στην Στοκχόλμη.
Ένα παράθυρο ρουφάει με λύσσα το μελτέμι.
Στα χέρια του ανιψιού μου.
Στο κομοδίνο μιας ερωμένης.
Τακτοποιημένη, αδιάφορη, γυαλισμένη στον απέραντο, μεταλλικό πάγκο ενός ξενοδοχείου.
Γεμάτη φθηνό κρασί, γλιστραει από τα χέρια ενός μεθυσμένου συμφοιτητή.

Την γυάλινη κούπα του καφέ,
που θα σπάσει.
Θα ραγίσει, θα γίνει θρύψαλα, θα γίνει άμμος.
Θα σπάσει όταν θέλω, όταν δεν με νοιάζει.
Θα ξανασπάσει, θα ραγίζει συνέχεια, θα γίνεται άμμος.
Και δίπλα μου μια ίδια γυάλινη κούπα,
πιο καθαρή, λιγότερο γυαλιστερή το ίδιο αδιάφορη.

Η γυάλινη κούπα μου, με το μικρό γυάλινο χερούλι της.
Ξεχειλίζει, λερώνεται, εξαφανίζεται.
Στεγνή, ραγισμένη, διάφανη.
Φτιαγμένη να κρύβεται στον καφέ, στο κρασί, στο τσάι, στο νερό.

Αβοκάντο

Τολτέκοι, Ζαποτέκοι, Ερνάν Κορτές.
Τροπικός του Καρκίνου, Ιαγουάρος.
Ζωώδεις, ακίνητοι υδρατμοί αγκαλιάζουν θερμούς, γυμνούς ώμους.
Γυαλιστερά, μαύρα μαλλιά γλύφουν παχιά, ιδρωμένα χείλη.
Πολύχρωμα, γεμάτα λάβα υφάσματα ικετεύουν πάλι έναν ολοστρόγγυλο, κοκκινοκίτρινο
πλανήτη.
Θυμάμαι την πρώτη του όψη.
Το καφεκόκκινο τραχύ του δέρμα.
Το πυκνό, ηφαιστειακό του σχήμα.
Γεμάτο αγκάθια αόρατα, τοξικά,
που σε στέλνουν σε έναν κόσμο εσωτερικό, αποπνικτικό, εθιστικό.
Εξάψεις ενοχλητικές, κορύφωση ασυνήθιστη.
Σκέψεις ταξιδιάρες, προσδοκίες.
Τότε δεν επιθύμησα ούτε τον κόσμο του.
Σπάνιο, πολυτελές, περιττό μπροστά μου.
Άγνωστο, εξωτικό.
Άκουγα κοσμογυρισμένους να μιλάνε με θαυμασμο και ανάγκη για αυτό.
Μετά μιλούσαν όλοι, γιατί απλά το έμαθαν.
‘Ολοι που απλά μιλάνε συνέχεια για κάτι.
Περάσαν χρόνια.
Δοκίμασα και ξαναδοκίμασα.
Δεν με κυνήγησαν γυμνοί ανθρωποφάγοι, ούτε γυαλιστεροί ιαγουάροι.
Δεν ξύπνησα ιδρωμένος, πλαι σε ιέρειες, άρρωστος από τον οίστρο τους.
Θυμάμαι και δεν θυμάμαι το άρωμά του.
Χωρίς σπάνια μπαχάρια να τσιμπάνε.
Χωρίς οσμή λεμονάτη, να διώχνει την υγρασία της ζούγκλας.
Κάτι απλοϊκό, απεριόριστο.
Να κοιμηθείς και να ξυπνησεις δίπλα του.
Θυμάμαι όμως, την ευγενική του υφή
Τροφή για γέρους, για αδέρφια.
Τροφή για ερωμένες που θέλεις να μείνουν όμορφες για πάντα.
Δαγκώνω, χορταίνω.
Ευγενικά, καθημερινά, καθαρά.
Με συγκινεί λίγο ή καθόλου.
Το βαριέμαι λίγο ή καθόλου.
Δροσερό πρωινό κάτω από ένα καραγάτσι.
Σαβάνα, Ατλαντικός, Τροπικός του Καρκίνου.
Όλα είναι δίπλα μου.
Ήσυχα, γνώριμα.
Τα έχω δεί τόσες φορές, εξάλλου.
Οι ιαγουάροι, οι Μάγιας και οι πυραμίδες, οι τολτέκοι και ο Ερνάν Κορτές.

The post Mατθαίος Θήτα, Δύο ποιήματα appeared first on Ποιείν.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles