Επιλογή ποιημάτων ΕΔΩ:
Τα αγάλματα στην ποίηση και η ποίηση των αγαλμάτων αποτελεί ένα σταθερό νοηματικό μοτίβο που συναντά κανείς σε δεκάδες ποιητές σε συγχρονικό και διαχρονικό επίπεδο. Ο συμβολισμός τους χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως, ανάλογα των προθέσεων των δημιουργών. Από σύμβολα πολιτισμικής κληρονομιάς τονώνοντας το πατριωτικό συναίσθημα, μέχρι αφύπνισης του ερωτισμού, βλέπε τον Καβαφικό Ενδυμίωνα και φιλοσοφικής ανθρωποκεντρικής προέκτασης, όπως εκείνα του Σεφέρη που «γίνουνται αλαφριά, μ’ ένα ανθρώπινο βάρος» ή ποιητικής μυθοπλασίας όπως του συντοπίτη του Λέντζου, Παυλόπουλου και δεκάδων άλλων ποιητών.
Τι εννοεί όμως ο Λέντζος με τα δικά του αγάλματα και δη εωθινά; Θα έλεγα πως συγγενεύουν με αυτά τα αγάλματα που δημιουργεί ο κινέζος καλλιτέχνης Li Hongbo ο οποίος χρησιμοποιώντας χιλιάδες φύλλα λευκού χαρτιού φτιάχνει γλυπτά που ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια των θεατών, γινόμενα άλλοτε μακριά και εύπλαστα και άλλοτε επιστρέφοντας στο αρχικό τους σχήμα. Γιατί τα αγάλματα του Λέντζου είναι απολύτως σάρκινα, έχουν δέρμα, μαλλιά, αίμα, λέξεις, φόβο, πάθος, πένθος, μνήμη. Είναι οι άνθρωποι μέσα του, είναι ο κόσμος γύρω του. Για αυτό και δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που καταφεύγει στα αγάλματα για να εκφραστεί. Το υπονοεί ήδη και στο βιογραφικό του, στο αυτί των βιβλίων του, το ίδιο λακωνικό πάντα: «Ο Δημήτρης Λέντζος γεννήθηκε στο χωριό Μηλιές του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας το 1960. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα».
Μια ζωή δηλαδή εν μέσω δυο αγαλμάτων. Της αρχέγονης μνήμης και της ζωντανής εμπειρίας. Αυτή η απόσταση από την Αρχαία Ολυμπία στην Αθήνα είναι το χώμα στο οποίο ριζώνουν οι ήρωες των έργων του Λέντζου, είτε είναι ποιητικοί είτε θεατρικοί είτε διηγηματικοί, παραμυθικοί και βεβαίως στιχουργικοί. Γράφει με το σεφερικό «μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια του που του εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρει πού να τ’ ακουμπήσει» κι αυτό το βαρύ κεφάλι είναι από τη μια πλευρά η παράδοσή του, η καταγωγή του – ο τόπος του λειτουργεί πάντα ως ένα μεταβίωμα και όχι απλώς ως μια αναμνησιολογία- και από την άλλη πλευρά η σύγχρονη ζωή, «η ποινή των βράχων», όπως γράφει ο ίδιος, προσπαθώντας ως άλλος Προμηθέας να «ζει έτσι ακόμη τίμιος και πιστός».
Είναι ο ίδιος αυτός ο αχθοφόρος αγαλμάτων του πρώτου εξαιρετικού ποιήματος του βιβλίου. Αυτός που μεταφέρει ένα άγνωστο ακέφαλο άγαλμα που όσο κι αν ρωτά τους επισήμους και τους ειδικούς, ποτέ δεν μαθαίνει ποιο είναι, όχι γιατί δεν ξέρουν, αλλά γιατί στην ουσία δεν τον ενδιαφέρει. Το σταμάτημά του μπροστά στο πορνείο –ενώ σέρνει το καρότσι με το άγαλμα- το πότισμα του βασιλικού και το σταυροκόπι του, είναι ο πραγματικός δρόμος του αγάλματος και όχι οι ομιλίες στη μεγάλη πλατεία που το περιμένουν. Αυτός είναι και ο κόσμος του Λέντζου, ένας σύγχρονος νεορεαλιστής δημιουργός, ο οποίος δημιουργεί ταυτιζόμενος με την άποψη του σκηνοθέτη, Ρομπέρτο Ροσελίνι, όταν μίλησε για τον ιταλικό νεορεαλισμό: «Είναι για μένα», είπε, «πάνω απ’ όλα, μια ηθική θέση από την οποία κοιτάζει κανείς τον κόσμο -στη συνέχεια μετατρέπεται σε αισθητική θέση, το ξεκίνημα είναι όμως ηθικό».
Έτσι και στον πυρήνα κάθε του μυθοπλασίας βρίσκεται ένα ουμανιστικό στοιχείο ακόμα και αν περιγράφει ένα προσωπικό ερωτικό συναίσθημα ή μια φωτογραφία γυναίκας ή τον ίδιο του τον εαυτό στον καθρέπτη. Το κέντρο βάρους των ποιημάτων του Λέντζου, είναι ο άνθρωπος των κοινωνικών ανισοτήτων, ο άνθρωπος των παθών, ο τσαλακωμένος άνθρωπος, ο ελλειμματικός, ο τραγικός των μικρών πραγμάτων και υποσχέσεων. Όχι πια ο άνθρωπος της διάψευσης των μεγάλων οραμάτων. Όπως αυτός που το άσπρο πουκάμισο που του σιδέρωνε η μάνα του με την ευχή να το φορέσει στο γάμο του, το φόρεσε στην κηδεία της μένοντας ανύμφευτος. Όπως η πρωταγωνίστρια που βγήκε σε άδεια αίθουσα και υποκλίθηκε στο πραγματικό της κοινό, σε αυτό πραγματικό χειροκρότημα της εσωτερικής της ανάγκης. Κι αυτή την ερμηνεία μόνο οι καθαρίστριες που την επευφήμησαν, θα μπορούσαν να την αισθανθούν. Όπως οι γέροι μετανάστες, όπως γράφει σε άλλο ποίημα, οι οποίοι γυρίζουν στον τόπο τους σκάβοντας με τα χέρια να βρουν κάτι, αλλά «τι να βρουν πια στα μακρινά κενοτάφια της μνήμης με τα μαύρα νύχια από τις αγκαλιές των τσακισμένων». Όπως εκείνος ο νεαρός δίχως προσωπικά στοιχεία ταυτότητας – «άλλοι λένε πως ήταν άγαλμα»- που χάθηκε μέσα στην πόλη και η ζωή του κινδυνεύει και που «τον αναζητεί μονάχα η μάνα του».
Τέτοιες μικρές ανθρώπινες ιστορίες βρίσκονται διάσπαρτες μέσα σε αυτή τη συλλογή ως μια ανθρωπογεωγραφία μιας εποχής και περιοχής, που ο φακός των σημερινών είναι θαμπωμένος ξανά από συλλογικές (α)συνειδητότητες και δημόσια οράματα, από ψυχοπαθολογικά εγκλήματα και από ζωή μέσα από τις ζωές των άλλων. Γιατί βλέποντας καθημερινά όλους αυτούς τους ψηφιακούς ανθρωπιστές, τους ηθικολόγους, τους ετοιμοπόλεμους κάθυγρους των δυσάρεστων γεγονότων, τους άτεγκτους της Δικαιοσύνης -οι οποίοι κατά Μάνο Χατζιδάκι «περιφρουρούν την ουσία του νόμου όσο και η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω περιφρουρεί την αγιοσύνη και το χριστιανισμό»- διαβάζοντας τα ποιήματα του Λέντζου αναφωνείς: Τι χρόνος τούς απομένει για τον άνθρωπο, μέσα στο χρόνο που αφιερώνουν για να σώσουν την ανθρωπότητα; Γιατί ακριβώς αυτό παράγει η ποίηση του Λέντζου, την ευαισθησία για τον άνθρωπο και όχι την ανθρωπότητα. Εκφράζει απολύτως αυτό που γράφει ο Λατινοαμερικάνος πεζογράφος, Χούλιο Ραμόν Ριμπέϊρο, στο βιβλίο του «Ρήσεις του Λουδέρ»: «Όχι, σας παρακαλώ –διαμαρτύρεται ο Λουδέρ, όταν έρχονται να τον ψάξουν ακόμη μια φορά για να υπογράψει κάποιο ανθρωπιστικό μανιφέστο ή για να συμμετάσχει σε κάποια συνάντηση για τον καταπιεζόμενο λαό- Το να αγαπάς την ανθρωπότητα είναι εύκολο, το δύσκολο είναι να αγαπάς τον πλησίον σου».
Στην ποίηση, λοιπόν, του Λέντζου οι άλλοι είναι τα πρόσωπα που τον βιογραφούν και συμπάσχοντας τούς δίνει τη φωνή του. Οι άλλοι όμως είναι και ο ίδιος του ο εαυτός: Όπως γράφει σε ποίημα της συλλογής: «απόψε θα γράψω ένα τραγούδι για μένα, για αυτόν τον άλλον» ακολουθώντας την αιώνια ρήση του Ρεμπώ. Τον αναζητά με την επίγνωση της μη επιτυχούς σύλληψής του. Και αυτή η αέναη αναζήτηση είναι και το χέρι που τον σπρώχνει στην τέχνη. Όπως και κάθε ουσιαστικό καλλιτέχνη.
Σε τεχνικό, τώρα, επίπεδο, η γραφή του Λέντζου είναι απολύτως συμπαγής. Κανένα φτιασίδι, κανένας πλεονασμός, καμία παραπάνω λέξη στα οικοδομήματά του. Ο ρυθμός των ποιημάτων σε οδηγεί την ουσία του νοήματος. Πλάθει τις εικόνες μέσα από αντικείμενα που έχουν ενεργητικό και όχι περιγραφικό ρόλο στην ιστορία. Η δημοτική ρυθμολογία υπάρχει και στα δημοτικοφανή του, αλλά και στα ποιήματα που δεν συγγενεύουν νοηματικά ή τεχνοτροπικά. Επιπλέον, την ίδια στιγμή που αισθάνεσαι ότι διαβάζεις μιαν απόλυτα ρεαλιστική ιστορία παρεμβάλει τη μεταφυσική του αγωνία και την ποιητική του τεχνική και το απαύγασμα είναι ένα κράμα που ανυψώνει το έργο στον κόσμο της γήινης τέχνης και όχι του απόκοσμου ουρανού των Ιδεών.
Εωθινός από άκρη σε άκρη ο Λέντζος, ψέλνει τα δικά του τροπάρια του όρθρου γιατί έζησε και ζει μέσα στη μέρα, πολεμά στα χαρακώματά της, πεθαίνει και ανασταίνεται κάθε ξημέρωμα και αγάλλεται μέσα στα «ωραία υπερώα τείχη των λέξεων» στα οποία έχει κλειστεί δια παντός. Μέσα σε αυτές τις λέξεις που έχουν ανθρώπινη μυρωδιά και που στο τέλος πάντα θα καταλήγουν σε ένα και μόνο ρήμα: «σε αγαπάω», όπως κλείνει και αυτή εδώ η ποιητική συλλογή.
The post Δημήτρης Λέντζος, «Εωθινά Αγάλματα», εκδ. Μετρονόμος, 2018 (γράφει ο Σπύρος Αραβανής) appeared first on Ποιείν.