Κάτι θέλω να πω να, ούτε που το ξέρω.
Έχει αλέσει μια ευτυχία τόσες δυστυχίες μέσα μου
όταν τους είδα να με ξεπουλάν φτηνά
σ’ ένα πανάκριβο για εκείνους μέλλον μου
που σέρνει ονόματα, των ζωντανών νεκρών
που αφήνει ο καθένας που έχει άστρο πίσω του.
Θα δεις, θα δεις εσύ που… και βλέπουν
οι νεκροί του ογδόντα έξη μες στο γαλάζιο
του επομένου είκοσι μακρινοί, αδρανείς
συγχωρεμένοι από το μικρό τους βίο
ξεγελασμένοι από την περιρρέουσα αυθεντία
για βίους που ήταν για τέχνη ή για θρησκεία
κι αρνήθηκαν την εξουσία του δαίμονα
που αλέθει συνειδήσεις κόκαλα στις αγορές.
*
Το πήρε το τριαντάφυλλο και ξαφνικά
στο μέρος της καρδιάς της έγινε γαλάζιο
μα το άλλο πιο σπουδαίο, φάνηκε αργότερα,
ήταν πως η δια των λέξεων εκπόρθηση,
ας το πούμε έτσι, είχε εγερθεί
κι έβγαινες σαν από βυθό με αγωνία ανάσας
κι ήταν σαν να ξυπνούσες σε μια αξιοπρέπεια
που έφτιαχνε κόσμους αρυτίδωτους
όπου το είπε ήταν σαν από Θεού κι η λέξη
έπεφτε πάνω και γίνονταν στα πράγματα
κι ο χρόνος ήτανε καινούριος κι ατραυμάτιστος
και ταύρος άγριος στην αρένα για τις νέες πληγές.
*
Κάθισες ξημερώματα μ’ εκείνους
που πίναν το λευκό του γάλακτος σ’ ένα γαλάζιο
από κορμί που μες στο κρύο τουρτούριζε
σκυμμένοι όλοι τους σε βάρος απονιάς.
Σκληρότητα με λέξεις τρυφερές δε λέγεται
μα αυτό το μαλακό του ανθρώπου
που σε ώρες δυστυχίας σκέφτεται και πως ευτύχησε
τον κάνει ένα πικρό χαρίεν του γαλάζιου.
*
Ρίξε γαλάζιο πεθαμένου φίλου στην εικόνα
κι ας είναι από Μαδρίτη του τριάντα εννιά
ή από Αθήνα του δύο χιλιάδες, ένας πατέρας
με τα δυο του αγόρια ετών σαράντα ζητιανεύοντας
όσο να γίνει το γαλάζιο αγρίμι να δαγκώσει
με δόντι άγριο εκείνους που τον έριξαν
σε μια επανάληψη Γερμανικού Μεσοπολέμου.
*
Γαλάζια αγάπη τόσο λίγων θέλει ο άνθρωπος
κι ο ποιητής λιγότερων ακόμα
που από μικρός μαθαίνει πως το ν’ αγαπάς
είναι ν’ αφήνεις έξω από τη γυρισμένη πλάτη
αυτών που θα ’θελες να σ’ αγαπούν
άλλους να κλείσουνε στη σημασία τα λόγια σου
να μην κουνάς το δαχτυλάκι σου για μιαν ισχύ
που είναι κάτι περισσότερο
από το ίδιο το γαλάζιο αυτό των λέξεών σου
που είναι πουτάνες και του δημοσιογράφου
ως να τις κάνεις κόρες με μαλλιά στον άνεμο
του αδύνατου από Μητέρας πόθου σου.
*
Χάθηκα σ’ ένα γαλάζιο καφενείο ως να σηκώσω
τον ξηρό το χωλό τον με κομμένη γλώσσα το ρινότμητο
που ήταν πάντα η σκιά τους ώρα δώδεκα κι έτσι
άφησαν όνειρα μικρά θλιμμένα κι αμετάδοτα
με μια σιωπή που προκαλούσε ακατάσχετα ζωγραφική
του πρωσικού πανάκριβου γαλάζιου
που δεν περίσσευε για βαφεί ένας ουρανός.
Σαν το στρατιώτη που δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει
κι ο νόμος λέει πως τον κρατάει πίσω
και τελικά τον εκτελεί ο υπεύθυνος αξιωματικός
αυτός είναι ο τρόπος που επείγονται οι εξουσίες
να βάλουνε στην καθημερινή μας τη ζωή
μίσος γαλάζιου κι ενοχή για τον αδύνατο
που είναι πεσμένος στην άκρη κάθε δρόμου μας
κι έχουν περάσει και τον είδανε πολλοί
ως πάνω του να σκύψει ένας Τελώνης.
*
Γαλάζιοι άνθρωποι κατοικούνε τη σιωπή
αυτό που υπέφεραν τους πέταξε έξω από το λόγο
όπως πετάει από παιδί εσένα ο κόσμος
έξω από τον κόσμο και γράφεις για να ξανακατεβείς
Στην πίσω μεριά του ποιήματος είναι ένα θέλω
από γαλάζιο αμίλητο του πόνου
που αφήνει θες δε θες άρρητα ρήματα για να ποιήσεις
αλλιώς δεν νομιμοποιείται αυτό το εγώ
που άλλο δεν είναι από πρώτο πρόσωπο του ρήματος
να γίνει ένα βήμα για τον πόνο τον αμίλητο.