Τη νύχτα που δίκαζα τους αντιεμβολιαστές
αγόρευσα με πάθος πως δεν είναι δυνατόν
να γνωρίζεις το γείτονα που πέθανε
τον ξάδερφο που διασωληνώθηκε
την κοινωνία που ρημάχτηκε
από την κλεισούρα και την ύφεση
και να μη σπεύδεις πρώτος να χτυπήσεις
το εμβόλιο στον ώμο.
“Ο έχων γνώση ένοχος” αγόρευσα
εγώ, ο μανιώδης καπνιστής
ο παχύσαρκος
ο μεθυσμένος οδηγός
ο μεσόκοπος που τρέμει το σκοτάδι
σα βυζανιάρικο με πάνες.
Τη νύχτα που δίκαζα τους αντιεμβολιαστές
σταμάτησα απότομα την αγόρευση
κι άρχισα ξανά να κλαίω γοερά
επειδή μόνον ό,τι αγαπάς σε πείθει
να σηκώσεις με προθυμία το μανίκι.
***
Τη νύχτα που απαγορεύθηκε η κυκλοφορία
στο σπιτικό μου ήταν μεγάλη η γιορτή.
Βατράχια παρδαλά χόρευαν πα στα νούφαρα
κοάζοντας καινούριες λέξεις στα κουνούπια
πευκοτραινόρμηγμα, συννεφοτρόπιο, ηλιολουσία.
Μπαμπά, πού ήταν κρυμμένες οι νεράιδες;
Τ’ ειν’ όλες αυτές οι λάμψεις;
Στο φεγγαρόφως πώς περιστρέφονται
οι χιονάνθρωποι σαν μπαλαρίνες;
Ψυχή δε σαλεύει, κοριτσάκι μου, έξω στους δρόμους.
Τώρα που έγινε υποχρεωτική η παρουσία
μέσα στο σπίτι τους θερίζει η κατάθλιψη
μες στο δικό μας συνωστίζεται η ευτυχία.
***
Όταν το πλήθος συγκεντρώθηκε μες στο κεφάλι μου ουρλιάζοντας
πες μας εσύ, ποιητή, εάν υπάρχει συνωμοσία
αφέθηκα σε μιαν ακατανίκητη επιθυμία
να τους μάθω μια προσευχή.
Πιστεύω στον άνθρωπο που τριπλασίασε τη ζωή του ανθρώπου
και που κατάλαβε πώς βρέθηκε εδώ
δίχως κεριά, θυμιατά και καντήλια
μα με τη δίψα της αληθείας.
Η επιστήμη είναι θρησκεία.
***
Στις μονάδες εντατικής θεραπείας και τα νεκροτομεία
νεκροί κι ημίνεκροι μασκοφορεμένοι
έδιναν το καλό παράδειγμα σε νοσηλευτές και νεκροθάφτες
μέτρα να τηρούν και αποστάσεις.
Οι νοσηλευτές όμως ντύνονταν σα γιατροί
οι νεκροθάφτες έθαβαν τους νεκρούς για να ζήσουν
και δεν μπορούσαν με τίποτα να πειστούν
ότι αυτή η ζωή χρήζει υπερασπίσεως.
Ξάπλωναν στα κρεβάτια των αρρώστων οι νοσοκόμοι
οι νεκροθάφτες άραζαν στις νεκροφόρες
προκαλώντας το χάρο να έρθει.
Κι όπως ο χάρος έπαιρνε τις ψυχές τους
άφηνε τα κορμιά τους κενά
να περιφέρουν την αχαριστία τους σαν τρόπαιο.
***
Όταν καταστράφηκε ολοσχερώς η οικονομία
εμφανίστηκε η πανδημία.
Άνθρωποι πληρώνονταν για να μετρούν ακινησία
δάνεια δόθηκαν άνευ υποθηκών
χρήματα φύτρωσαν μες στις γλάστρες
σα σπέρματα που βλαστάνουν χωρίς νερό.
Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αυτή η πανδημία
έσκουζε νυχθημερόν το πλήθος
εμείς ξέρουμε για κατεστραμμένη οικονομία
φόρους, θαλασσοδάνεια και χώμα χωρίς νερό.
Κι όπως αποχωρούσε, χαμογελούσε η πανδημία.
The post Δημήτριος Μουζάκης, “Τα πέντε δάχτυλα της πανδημίας” appeared first on Ποιείν.