Con qué la lavaré?
(Anon. / Juan Vásquez)
Με τι να πλύνω εγώ
τη σκιά στο πρόσωπό μου
με τι να πλύνω εγώ,
να σβήσει τον καημό μου.
Με άνθη λεμονιάς
ας πλένονται οι κυράδες,
με δάκρυα πλένω εγώ
της θλίψης τις χλωμάδες.
*
Vos me matasteis
(Anon. / Juan Vásquez)
Πώς με σκοτώνουν
κόρη, τα μαλλιά σου,
τα λυτά μαλλιά σου
Πλάι στο ποτάμι
είδα μία κόρη,
κόρη, τα μαλλιά σου,
Πώς με σκοτώνουν
τα λυτά μαλλιά σου,
κόρη, τα μαλλιά σου.
*
De donde venis, amore
(Anon. / Enríquez de Valderrábano)
Πουθ’ έρχεσαι, πες μου, αγάπη;
Ξέρω που βρισκόσουν!
Πουθ’ έρχεσαι, φίλε, το ξέρω,
θα στο πω, το ξέρω!
*
De los Alamos vengo, madre
(Anon. / Juan Vásquez)
Απ’ τις λεύκες γυρνάω μάνα,
πώς θροίζουν να δω στ’ αγέρι.
Απ’ τις λεύκες κι απ’ τη Σεβίλια
της αγάπης μου να δώ τα χείλια!
*
Ay luna que reluces (Anon.)
Αχ, πώς φέγγει η σελήνη
όλη τη νύχτα δε σβήνει.
Όμορφο μου φεγγάρι,
όποιο δρόμο έχω πάρει
κάθε νύχτα μου δείχνεις,
όλη τη νύχτα δε σβήνεις.
*
Allá se me ponga el sol
(Anon. / Juan Ponce de León)
Ο ήλιος να δύσει εκεί
που η αγάπη καλεί.
Που η αγάπη μου με καλεί,
εκεί να πάει να κρυφτεί,
να δύσει πριν να χαθώ
μ’αυτό τον καημό.
Εκεί να πάει να κρυφτεί,
που η αγάπη στεκ’ αντικρύ,
να δύσει πριν να χαθώ
μ’αυτό τον θυμό.
*
Ay luna que reluces (Anon.)
Αχ, πώς φέγγει η σελήνη
όλη τη νύχτα δε σβήνει.
Όμορφο μου φεγγάρι,
όποιο δρόμο έχω πάρει
κάθε νύχτα μου δείχνεις,
όλη τη νύχτα δε σβήνεις.
*
Allá se me ponga el sol
(Anon. / Juan Ponce de León)
Ο ήλιος να δύσει εκεί
που η αγάπη καλεί.
Που η αγάπη μου με καλεί,
εκεί να πάει να κρυφτεί,
να δύσει πριν να χαθώ
μ’αυτό τον καημό.
Εκεί να πάει να κρυφτεί,
που η αγάπη στεκ’ αντικρύ,
να δύσει πριν να χαθώ
μ’αυτό τον θυμό.
*
Con amores la mi madre
(Anon. / Juan de Anchieta)
Μ’ έρωτες, γλυκιά μου μάνα,
έπεσα σ’ύπνο βαθύ,
έπεσα σ’ύπνο βαθύ.
κι είδα πάλι στ’όνειρό μου
το κρυφό το μυστικό μου
δεν αξίζω στο πλευρό μου
της αγάπης το φιλί,
της αγάπης το φιλί.
Μα χαρές σαν με κερνάει,
η αγάπη που’ναι πλάϊ
σιγανά σαν τραγουδάει,
μου γλυκαίνοντ’ οι καημοί,
μου γλυκαίνοντ’ οι καημοί.
*
La Barcheta
(Piettro Buratti / Reynaldo Hahn)
Η νύχτα είναι ωραία.
Αχ, βιάσου μικρούλα
να μπεις στη βαρκούλα
να βγούμε στ’ ανοιχτά.
Θ’ ανοίξω πανάκι,
να ‘ρθει τ’ αεράκι
και πάνω στο κύμα
ν’ αφήσει τη στεριά. Αααα
Γλυκά που θα φέγγει
ψηλά το φεγγάρι
στο δρόμο – με χάρη-
π’ ανοίγουν τα κουπιά.
Μη φέρεις βεντάλια,
φυσούν μαϊστράλια
γοργά θα φροντίσουν
να φέρουνε δροσιά. Αααα
Κι αν ‘κει το μαντήλι
η αύρα τολμήσει
και πάει να σου λύσει
στο στήθος π’ ακουμπά-
Μικρή μη φοβάσαι,
αγκάλι μου θα’ σαι,
κανείς δε μας βλέπει
μέσα στη σκοτεινιά. Αααα
*
La Delaissado
(Παραδοσιακό της Ωβέρνης, διασκευή Joseph Canteloube)
Μία βοσκοπούλα, πέρα στο δασάκι περιμένει
τον καλό της να ‘ρθει, μα δε θα φανεί.
Αχ, εγκαταλειμμένη,
δεν τον είδα πάλι τον καλό μου,
πίστευα με θέλει, ‘τι τον αγαπώ!
Έφεξε τ’ αστέρι, που καρφώνει η νύχτα εκεί ψηλά
της φτωχιάς κοπέλας, μόνη συντροφιά.
*
Casinha pequenina
(Βραζιλιάνικο Παραδοσιακό, διασκευή F. Ernani Braga)
Πες μου θυμάσαι το μικράκι, το σπιτάκι
που η αγάπη μας γεννήθηκε;
Αχ, πες μου θυμάσαι το μικράκι, το σπιτάκι
που η αγάπη μας γεννήθηκε;
Το ψηλό το γιασεμί, δίπλα στην πόρτα,
π’ έφυγες- μαράθηκε. (2χ)
Πες μου τους όρκους αν θυμάσαι κι αν λυπάσαι
π’ έκανες τόσο φλογερά!
Αχ, πες μου τους όρκους αν θυμάσαι κι αν λυπάσαι
π’ έκανες τόσο φλογερά!
Με τα φιλιά μας ήταν όλοι σφραγισμένοι,
τόσ’ ατέλειωτα φιλιά. (2χ)
*
Schwesterlein
(Γερμανικό Παραδοσιακό / Johannes Brahms)
Βράδιασε, βράδιασε, μικρή μου αδερφή,
Στο σπίτι μας ευθύς, πάμε πια, μην αργείς
Βράδιασε, βράδιασε, μην καθυστερείς!
Άσε με, άσε με, μικρέ μου αδερφέ
Όταν θα’ρθεί η αυγή, θα πάψει κι η γιορτή
Άσε με, άσε με, λίγο να χαρείς!
Φάνηκε, φάνηκε, μικρή μου αδερφή
Το φως και δεν αργεί, να’ ρθεί πια η αυγή
Φάνηκε κι έδειξε την όψη σου χλωμή.
Στο χορό, στο χορό, μικρέ μου αδερφέ
είν’ ο καλός μου εδώ, πώς να του αρνηθώ!
Άλλη αυτός, άλλη αυτός θα’ βρει στο χορό.
Πρόσεχε, πρόσεχε γιατί παραπατάς!
Φτιάξε λευκό σταυρό, εδώ να κοιμηθώ
Κι άσε με, κι άσε με, αν με αγαπάς…
`
**************************************************************************************************
Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η παράδοση στο λυρικό τραγούδι ήθελε τα έργα μεταφρασμένα στη γλώσσα του κοινού, έστω κι αν η ανάγκη να χωρέσουν οι παραπάνω συλλαβές των Ελληνικών στα προκαθορισμένα μέτρα, στη ‘Φλαμουριά’ του Schubert, για παράδειγμα, ανάγκαζε τους μεταφραστές να επιτρέψουν ελευθερίες στη μετάφραση ή να παραλείψουν αρκετό υλικό.
Οι επιλογές των τραγουδιών της παρούσας μετάφρασης – φτιαγμένης για την προϋπάρχουσα μουσική – ανήκουν στο ελαφρότερο ρεπερτόριο, αυτό με το οποίο αποχαιρετούν οι καλλιτέχνες το κοινό. Συχνά sentimental, δίνουν την ελευθερία στον τραγουδιστή να επικοινωνήσει πιο άμεσα και αυθόρμητα με το ακροατήριο, όπως σε μια παρέα. Απ΄τα αναγεννησιακά της Ισπανίας, στο ψευδο-βενετσιάνικο του Hahn, γνωστού απ’ τη σχέση του με τον Προυστ, κι από κει στη Γερμανία με τον Brahms αλλά και στη Βραζιλία, δεν είναι τυχαίο ότι το υλικό βασίζεται σε παραδοσιακα θέματα και λόγια ανωνύμων στιχουργών.
The post «Encores από ένα ρεσιτάλ του παλιού καιρού» (προσαρμογή/μετάφραση-επίμετρο: Κώστας Μαντζάκος) appeared first on Ποιείν.