ΑΓΡΙΜΙ
Γυρίζω σαν αγρίμι σε άδειο τόπο,
γυρεύω μυρωδιά άλλων ανθρώπων,
οι πιο πολλοί στο φόβο, στο φόβο τους κλεισμένοι
κι οι άλλοι σ’ ένα ψέμα, ψέμα ορκισμένοι.
Σιωπή παντού και ψάχνω, ψάχνω μοναχός μου
να λύσω το χρησμό αυτού του κόσμου
που αντέχει μία χούφτα, μια χούφτα συμμορία
να του αδειάζει της ζωής την αρτηρία.
Γυρίζω σαν αγρίμι σε άδειο τόπο
μα σαν αγρίμι ξέρω, ξέρω κι άλλο τρόπο.
Του κυνηγού τα ίχνη ακολουθάω
κι όταν τον βρω θα ορμήξω, θα ορμήξω να τον φάω.
Αυτός ο κόσμος είναι, είναι το καρφί μου
το στόμα που αρπάζει, αρπάζει την τροφή μου.
Είν’ ένας χάρτης πόνου και θανάτου
απ’ την κορφή του και ως την εσχατιά του.
`
*
ΚΑΤΙ ΚΡΥΑ ΣΑΒΒΑΤΑ
Στον καθρέφτη πρόσωπο
τέρας μου αυτόφωτο
έμβρυο μεσόκοπο
κοίταξα.
Βλέμμα μου κατάσκοπο
γέλιο μου κατάκοπο
πάντοτε το άτοπο
ζήτησα.
Κάτι κρύα Σάββατα,
σ έψαχνα στ αδιάβατα
και στα απαράβατα
Ζωή.
Κάτι κρύα Σάββατα,
έστηνες τα φράγματα
κι άλλαζες τα πράγματα
Ζωή.
Στον καθρέφτη φάσματα
πληρωμένα εντάλματα
τα παλιά μου άσματα
τρέχουνε.
Με κοιτώ κατάματα
δάκρυα καθάρματα
τα χαμένα θαύματα
βρέχουνε.
*
ΡΙΞΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Σκληρή πικρή βροχή βράδυ Σαββάτου
το δελτίο των εννιά πουλάει
τη μοναξιά μου
τη ζωή μου που γλιστράει
Μα υπάρχω ακόμα
είμ’ ακόμα εδώ
παίρνω ανάσα και χρώμα
σε τροχιά άλλη πετώ
Ρίξε κόκκινο στη νύχτα
ρίξε λάδι στη φωτιά
απ’ όσα έχω ζήσει
ζητάω πιο πολλά
Ζεστή παλιά σκουριά βρέχει απόψε
το δελτίο των εννιά πουλάει
τείχη που πέφτουν
στα ερείπια γλεντάει
Μα υπάρχω ακόμα
είμ’ ακόμα εδώ
παίρνω ανάσα και χρώμα
σε τροχιά άλλη πετώ
*
ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ
Ζητάς πατρίδα μου να μείνω στην παράγκα,
άχρηστη βάρδια σε ετοιμόρροπη σκεπή
τα σύνορα της να φυλάω απ’ τον ληστή
αυτόν που εσύ τον έχεις κάνει μάγκα
και που μονάχη σου τον άφησες να μπει..
προσφέροντάς του τη ζωή μου για μπροστάντζα
Ζητάς αγάπη μου να γίνω η καβάντζα
φοβάσαι, χαίρεσαι ή πονάς να είμαι εκεί
να σου `χω άγρυπνη συγγνώμη και φιλί
να σε σηκώνω απ’ τις στραβές και τα στραπάτσα
και να κρατάω την ψυχή σου καθαρή,
όπως τα ρούχα που στεγνώνουν στη ταράτσα.
Δε θέλω αλλού να πάω,
εγώ όταν αγαπάω είμαι ψυχή βαθιά..
Αυτό που με σταυρώνει στ’ αλήθεια με λυτρώνει
η μόνη σίγουρη στεριά είναι η καρδιά.
Ζητάς πατρίδα μου να μείνω στην παράγκα
άχρηστη βάρδια σε ετοιμόρροπη σκεπή
τα σύνορά της να φυλάω απ’ τον ληστή
αυτόν που εσύ τον έχεις κάνει μάγκα
και που μονάχη σου τον άφησες να μπει
προσφέροντάς του τη ζωή μου για μπροστάντζα
Δε θέλω αλλού να πάω,
εγώ όταν αγαπάω είμαι ψυχή βαθιά..
Αυτό που με σταυρώνει στ’ αλήθεια με λυτρώνει
και η μόνη σίγουρη στεριά είναι η καρδιά..
*
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ
Μικρασιάτισσες κυράδες
νανουρίσματα ουσάκ
σατανάδες και παπάδες
τζιβαέρια και σαμπάχ
χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου
στήσανε γιορτή
ήξερα το διπλανό μου
μ’ αγαπούσαν οι εχθροί
Κι όταν ήρθε το πρωί
οι ιστορικές κυράδες
ζητιανιά στους μαχαλάδες
πλιάτσικο οι πολιτευτάδες
οι ευσεβείς τάχα παπάδες
τεμενάδες σε φονιάδες
η ζωή μου συμπληγάδες
κι οι εχθροί μου πάλι εχθροί
Ζεϊμπέκικο απτάλικο
για το κακό και τ’ άδικο
για το κακό και τ’ άδικο
χορεύει η ψυχή μου
σ’ ένα ντουνιά κατάδικο
της εθνικής σκυλάδικο
της εθνικής σκυλάδικο
και κλαίω απ’ τη ντροπή μου
Μπαγλαμάδες και τζουράδες
με κουρντίσματα παλιά
Έλληνες ισοψαλτάδες
ντέφια και βιολιά φωτιά
χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου
χύμα το κρασί
φχαριστούσα το θεό μου
αγαπούσα τη ζωή
Κι όταν ήρθε το πρωί
δίχως αφορμή ροκάδες
ανυποψίαστοι ραγιάδες
στην Κορώνη έχουν μπαρμπάδες
ανθρωπόμορφοι λεφτάδες
αναλφάβητοι σκυλάδες
η ζωή μου Συμπληγάδες
κι οι εχθροί μου πάλι εχθροί
Ζεϊμπέκικο απτάλικο…
*
ΝΥΝ ΑΠΟΛΥΕΙΣ ΤΟΝ ΔΟΥΛΟ ΣΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑ
Απ’ όλη την υδρόγειο
σε μια άκρη στη Μεσόγειο
με γέννησε η μοίρα,
απ’ της Ηλέκτρας τον καημό,
της Αντιγόνης το μαστό,
το πρώτο γάλα πήρα,
Πέρασαν φεγγάρια, μέρες,
Πάσχα, Καθαροδευτέρες,
σε πικρά αυλάκια μπήκα,
έγιν’ η αρχαία μου προίκα
Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών
στο πυρ η γνώση των σοφών
μέρες χωρίς σημάδια,
μαρμαρωμένα βράδια.
Μετά ζωή σε ξέχασα
δεν σ’ είχα κι όμως σ’ έχασα
οι αγάπες και τα όνειρά μου αδέσποτα,
νυν απολύεις τον δούλο σου δέσποτα,
νυν απολύεις τον δούλο σου δέσποτα.
Σε μια άκρη στα Βαλκάνια,
στ’ Αργίτικα παράλια
με δίδαξε η μοίρα,
απ’ της Ελένης το φιλί
κι από της Μήδειας την οργή
του πόνου την αρμύρα.
Ώσπου δίψασε η αγάπη,
χάθηκε της γης τ’ αλάτι
κι εγώ σαν τον απόκληρο
με άδειο κρασοπότηρο,
βαθειά πληγή, βαθειά κραυγή,
κι η αγκαλιά μου ορφανή,
αφέθηκα στο κύμα
Θεέ μου, παίρνω το κρίμα.
Μετά ζωή σε ξέχασα
δεν σ’ είχα κι όμως σ’ έχασα
οι αγάπες και τα όνειρά μου αδέσποτα,
νυν απολύεις τον δούλο σου δέσποτα,
*
ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ
Αργά που βράδιασε στις ώρες της σιωπής
εδώ που μείναμε οι δυο μας και κανείς
τους ρόλους παίξαμε μια μοιραίας σκηνής
χλωμοί κι αμίλητοι στο κάδρο της βροχής.
Άνοιξε το παράθυρο που ξημερώνει
να φύγει με τον άνεμο η νύχτα που πληγώνει
άνοιξε το παράθυρο που ξημερώνει
να φύγει με τον άνεμο η νύχτα που πληγώνει.
Η νύχτα πάγωσε, μια ατέλειωτη στιγμή
κοιτάς το πάτωμα κι εγώ την οροφή.
Το δάκρυ έκρυψα, τη σκέψη σου εσύ
αλλού χαθήκαμε κι ας ήμασταν μαζί.
Άνοιξε το παράθυρο που ξημερώνει
να φύγει με τον άνεμο η νύχτα που πληγώνει
άνοιξε το παράθυρο που ξημερώνει
να φύγει με τον άνεμο η νύχτα που πληγώνει.
Άνοιξε το παράθυρο που ξημερώνει
να φύγει με τον άνεμο η νύχτα που πληγώνει.
*
Ο ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ
Σ’ ένα κόσμο δικό μου
σκαλωμένος και μόνος
σαν το στρείδι κλεισμένος
με ξεχνούσε κι ο χρόνος.
Κουρασμένες παρέες, βιαστικές καληνύχτες
αγκαλιές φευγαλέες, πήγαινε έλα κομήτες.
Μα το πρώτο σου βλέμμα
ένας γυάλινος θόλος
με τυλίγει σα δέρμα
και συντρίβομαι όλος.
Δυο που έγιναν ένα, αδιαίρετο σώμα
ίδια σάρκα και αίμα, ίδια ανάσα στο στόμα.
Πήγαινε με όπου θες
μακριά απ’ το σκοτάδι
άναψε μου φωτιές
κάνε στάχτη τον Άδη.
Πήγαινε με όπου θες σα χαμένο υπνοβάτη
ξέγραψε μου το χθες μάθε μου την αγάπη.
Δε σου λέω παραμύθια
κάποια μέρα τυχαία
θα σου κάψει τα στήθια
μια στιγμούλα μοιραία.
Μια στιγμή που θα διώξει, τη μεγάλη σου θλίψη
κι η καρδιά σου θα νιώσει, όσα της έχουν λείψει.
*
ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ
Ανάβω ένα τσιγάρο
απ’ τα απαγορευμένα
πάντα το σκασιαρχείο
αγαπούσα πιο πολύ
ανάβω κι άλλο ένα τσιγάρο.
Στη δουλειά και στο σχολείο
στης αγάπης την αρένα
μια απόδραση ζητούσα
και μια άτακτη φυγή,
ώσπου φάνηκες εσύ!
Πήραν φόρα οι μελωδίες
και του έρωτα οι χημείες
και γεννήθηκαν τραγούδια
κι ένα όμορφο παιδί
ούτε το `χα φανταστεί.
Είναι τώρα που μετράμε
κάπου δυο δεκαετίες
και κανένας πια δε θέλει
να το σκάσει από κει,
φτάνει δίπλα να είσαι εσύ.
Σε μιαν ανάσα
τόσα χρόνια τα χωράω
τα φιλιά σου κι όσες γράψαν μουσικές, σε μιαν ανάσα …
Σε μιαν ανάσα, ότι έγινα σε σένα το χρωστάω
στο χρωστάω κι ο δειλός
δε το ξεστόμισα ποτέ.
Κι αν καμιά φορά με πιάνουν
κάτι ανόητες μανίες
και τα κάνω άνω κάτω
και τραβάω το σκοινί
του σκορπιού μου το κεντρί.
Βγάζω, μάτια μου, ισόβια
σε κρυμμένες μου φοβίες
μη ξυπνήσω κάποια μέρα
κι έχεις εξαφανιστεί
μια ζωή χωρίς ζωή.
*
ΤΟ ΔΥΑΡΙ
Μόλις νυχτώνει ανατέλλει η σιωπή
ρίχνει το φως της στο δυάρι σαν φεγγάρι
ψάχνω στα μάτια σου να δω για μια στιγμή
αυτό που κάποτε μας ένωσε ζευγάρι
Όμως το τίποτα μοναχά είναι εκεί
με μας μοιράζεται το ίδιο μαξιλάρι
κι αυτά τα λόγια που η καρδιά διψάει να πει
με φόβο κρύβονται στου χρόνου το συρτάρι
Σε ποιο δωμάτιο έχει η αγάπη ξεχαστεί
να δώσω μια και να διαλύσω το ντουβάρι
μην κλαις καρδούλα μου δεν λέω πως φταις εσύ
θέλω να πω πως σ’ αγαπώ που να με πάρει
Έτσι χανόμαστε ξανά απ’ την αρχή
κι η μοναξιά ανάμεσά μας σουλατσάρει
με παλαβώνει αυτή η ακίνητη ζωή
που `χει στοιχειώσει τη χαρά μας στο πατάρι
*
ΣΕ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ
Απ’ τη ζωή μου περνά η χαρά
πάντα βιαστική
τρέχει σαν σφαίρα χτυπάει και μετά
μένει μια πληγή
Τώρα που φεύγεις αφήνεις και εσύ
τ’ άστρα μου σβηστά
και την καρδιά σπαραγμένη μισή
γι’ άλλη μια φορά
Άσε για μένα τα χαμένα
ζάρια και χαρτιά να ρίχνει η ζωή
σε φεγγάρια λυπημένα
έχω γεννηθεί
άσε για μένα τα χαμένα
ζάρια και χαρτιά να ρίχνει η ζωή
σε φεγγάρια λυπημένα
έχω γεννηθεί
Όταν η λύπη κοντά μου γυρνά
μέσα στη σιωπή
μ’ ένα τραγούδι με παίρνει αγκαλιά
με παρηγορεί
The post Λίνα Δημοπούλου, Ανθολόγιο στίχων appeared first on Ποιείν.