Par amour
“Quand l’amour vous fait signe, suivez le.”
Khalil Gibran
I
Μες στο κορμί σου ξέχασα
ένα ψαλίδι Mayo
τρία-τέσσερα άγκιστρα Farabeuf
μιαν ευθεία αιμοστατική λαβίδα
μια λαβίδα Kocher
και μια κυρτή Mosquito
ένα ψαλίδι ραμμάτων μ’ εγκοπή
έναν δερμοτόμο Schink των 30 cm
ανορθωτήρα οστών Hohmann
σκληρό άγκιστρο αγγείων Adson
έναν Cleveland οστεοτόμο των 14,5 cm
έναν φαγεσωροεισαγωγέα 11 cm
και μια σφύρα Babinsky
όλα τους εργαλεία της αγάπης
ήθελα βλέπεις να την σώσω
την σάρκα σου ν’ αλλάξω
για να μπορεί εκείνη
ζωή να ξεχειλίσει
ήθελα —έλεγα— να σώσω εσένα
από τον τζόγο εαυτό σου
μα κατάλαβα στο τέλος
πως ήμουν εγώ εκείνος
που χρειαζόταν να σωθεί
εγώ πούχα ξεχάσει
την έκταση του τένοντα
την χουζούρα αμφιλύκη
το πώς χωνεύονται στ’ αλήθεια
δυο αγκαλιές
κάτ’ απ’ την ίδια κουβέρτα
τ’ ορθάνοιχτό σου σώμα εγχειρίζοντας
εμένα έσωζα όχι εσένα
όχι την αγάπη
κι όρθιο με κρατούσα
με μια καρδιά
ακόμα να χτυπάει
ελπίζοντας πως θα μπορώ
να σε σκέφτομαι στην δύση
χωρίς τα δάχτυλα να μπήγω
βαθιά μέσα στο κρέας
του στήθους της κοιλιάς μου
δίχως κάθε πρωί να φτύνω
τις δαγκάνες σου λέξεις
σ’ αίμα πνιχτό
δεν ξέρω αν μ’ έσωσα
ξέρω πως άφησα εντός σου
ως και το ελάχιστο εργαλείο
με τον διαυγή κόπο
επτά συναπτών αιώνων
κι ίσως αύριο
βρεθεί κάποιος απ’ το σώμα σου
να τ’ αφαιρέσει
τραγουδώντας το Gallowdance
ή μουρμουρίζοντας
στάλες του Μπετόβεν
στο κάτω-κάτω η αγάπη
δεν εξαρτάται καθόλου από μας
δεν δίνει ούτε ζητά λογαριασμό
ξεσπά μόνο σαν μπόρα μια στιγμή
κι ύστερα παύει
ΙΙ
Με κοίταζες με μάτια
που στον ουράνιο κρέμονταν
θόλο
αγάπη ψέλλισες θα πει
έρωτας σε σιγανή φωτιά ψημένος
που φτάνει πάντα ένα κλικ
προτού καεί
μούρχονταν στον νου εικόνες
από βελόνες βλοσυρές
στο σώμα βυθισμένες
να ρουφήξουν τον πόνο
κι ορφανές προσευχές
να πετούνε στ’ άστρα
ψάχνοντας κάποιον να βρεθεί
να τις ακούσει
την περασμένη μέρα
είχαμε πλημμυρίσει
και τα σπίτια
μοιάζαν με βάρκες νήπιες
στην απέραντη θάλασσα
—λες κι ήταν στοιχισμένες
από φόβο μην χρειαστεί
και ταξιδέψουν μόνες—
ένα τσιγάρο άναψα
στα μάτια σε κοίταξα βαθιά
που άστραφταν
σε φίλησα
όπως ορμά ο σκύλος
με λύσσα στα κόκκαλα ιερή
και σου απάντησα
πως με τον ουρανό
πολλά δεν έχω νταλαβέρια
ο πόνος μου είν΄ ένα με το σώμα
δεν έχει πουθενά να πάει
κι ότι βαρέθηκα να περιμένω πια
πως κάποιος θα ακούσει
τι είναι δεν ξέρω η αγάπη
μα είμαι βέβαιος καλά
την αγάπη δεν την τρως
σε τρώει
ΙΙΙ
Το κρεβάτι
σε στέρφο σύννεφο ξαπλώνει
πούναι 300 πόδια σταθμευμένο
πάνω από το σπίτι
εκεί κουλουριάζομαι κι εγώ
κάθε που στριγγλίζουν τα τσιγκέλια
γαντζωμένα στο δέρμα
όταν τεντώνονται
πετάγομαι σφαδάζοντας
—τις φωνές τους δεν αντέχω—
αρπάζω μαξιλάρια
οχυρώνω με βία το κεφάλι
και λέω
«θα χαμογελούν απόψε οι πίθηκοι
θα έρθουν, θα χορεύουν
και θάναι δώδεκα»
«θα χαμογελούν απόψε οι πίθηκοι
θα έρθουν, θα χορεύουν
και θάναι δώδεκα»
«θα χαμογελούν απόψε οι πίθηκοι
θα έρθουν, θα χορεύουν
και θάναι δώδεκα»
ο αέρας σπάει το κυκλάμινο
στα τέσσερα
μυρίζει ερωτύλος δυόσμος
τίγρεις κι αντιλόπες
ως το ξημέρωμα
στης ερήμου τις υπαίθριες ντίσκο
διασκεδάζουν
κι εφτά κοράκια χαρτοπαίζουν
σε στρόγγυλο τραπέζι
πίνοντας ουίσκυ γιαπωνέζικο
χέρια κοιλιά πόδια
το πρόσωπό μου
όλα πονάνε
τόσες και τόσες ώρες που παλεύω
και σκέφτομαι
πόσο πολύ σε είχα αγαπήσει
πριν καν τον ερχομό
του φεγγαριού
στην μουδιασμένη αγκαλιά μου
εσύ την νύχτα
τον υπολογιστή σου κλείνεις
και με μουσική απαλή
κουβέντες πιάνεις με τους τοίχους
εγώ το τυχερό σου πίξελ
σε μιαν άκρη πουθενά
περιμένω ν’ ανάψω
όταν το ρεύμα καταφθάσει
το κρεβάτι χασμουριέται
σκάβει την απελπισία ο ουρανός
μέσα στα πράγματα
και διάτρητα φυτεύει λάφυρα
σε κάμπους ψηφιακούς
«θα χαμογελούν απόψε οι πίθηκοι
θα έρθουν, θα χορεύουν
και θάναι δώδεκα»
πάμε πάλι απ’ την αρχή
IV
Η μουσική είναι μια φέτα ψωμί
πάνω της αλείφουν βούτυρο και μέλι
οι ξεπεσμένοι με τα μαύρα πουκάμισα
που ξελογιάζονται
που πληρώνουν
που γράφουν
και γράφουν
και γράφουν
στίχους καρφωμένους σε νύχτες
νύχτες ξεβρασμένες σε λόγια
και τριγυρίζουν ξυπόλητοι
σε βράχια μ’ αδειανές κοιλιές
ένα πορτρέτο κρέμεται
μες στην σκόνη απ’ τον λαιμό τους
και χάσκει στο πέτο μια κονκάρδα
μ’ έναν κέδρο ευθυτενή
στα μανικετόκουμπα λέει
Μαρίνα Χριστίνα Αλεξία Μερόπη
Κάθριν Λίντια Ντόρι κι Εύα
Κόρα Μπλανς Χέλγκα Αντελίν
Γκιζέλα Χίλντα Λάιλα και Αΐσα
όλες εκείνες που κάποτε τους ξέραν
μια φέτα και δυο ψωμί δεν φτάνουν
ό,τι κι αν πάνω απλωθεί
τώρα που αυτές με ποίημα μοιάζουν
σε κάποια μακρινή ακτή
αδιάβαστο
σ’ ένα βιβλίο χλωμό
βαθιά κάπου αφημένο
στης σάρκας το κλειδωμένο ερμάρι
The post Δημήτρης Μακούσης, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.