Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Έλενα Μπέη, Ποιήματα

$
0
0

συνταξιδιώτες

θυμάσαι πέντε το πρωί Φλεβάρη όταν στεκόμασταν στο παγωμένο κατάστρωμα παρατηρούσαμε τους επιβάτες από ψηλά
και κοιταζόμασταν;

μας χώριζαν: οκτώ πλαστικές καρέκλες, τέσσερα τραπέζια τρεις δεκαετίες και δύο ταξίδια ζωής
από αντίθετες κατευθύνσεις

στην ενδοχώρα δεν θα σου είχα μιλήσει
εδώ μας περικύκλωναν έντεκα
ώρες θάλασσας

μου έλεγες για κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος και ηλεκτρόνια εγώ σου εξηγούσα γιατί δεν αφήνεις τη μάνα
ακάλυπτη στο τάβλι

κι όταν χύθηκε ο καφές σου στο ημερολόγιό μου
ήξερα: αφήνεις ίχνη ενώ σχεδίαζα τη γυναίκα από θαλασσινό νερό
που δεν με άφησε ποτέ στην πλάτη της να βαρεθώ

αργότερα ξαπλώσαμε στα σκληρά παγκάκια του πλοίου όταν οι άλλοι επιβάτες ήθελαν να μας διώξουν, υποκρινόμασταν ότι κοιμόμαστε
σκεφτόμασταν τις ζαριές, τους πόλους κι αυτά που κρύβονταν από πίσω –

αφού το πλοίο αγκυροβόλησε
έτρεξα έξω · γύρισα και σε είδα να στέκεσαι μόνος στο κατάστρωμα

ήταν η τελευταία ευκαιρία:
αντίο δεν σου είπα αξιοποίησα τη στιγμή κι
αποτύπωσα το περίγραμμά σου στο μπλε που σε είχε περιτυλίξει

αναδασώνω

21st century reality αυτή η άψυχη άσφαλτος
στρωμένη με αλγόριθμους και προδιαγεγραμμένους ρόλους μια διαταραχή σκέψης, όχι

ένα σφάλμα ύπαρξης
δεν είσαι παρών παρά μόνο ως ηχώ ηχώ μεταξύ συνημμένων έγγραφων και ανταγωνιστικών βιογραφικών σημείωματων

21η ψηφιακή reality κι έμεις οι ακόρεστοι
οι εγώ-φαίνομαι βιομήχανοι μέσα σ’ ένα τεχνο-λογικό πλοκάμι
νεοπλαστικών στόχων και εικονικών αισθημάτων

αλλά σε έναν άλλο τόπο που κάποτε κατοικούνταν από
άγρια ρίγανη και καλάμια δε θα βρείς
χαρτογραφημένα μονοπάτια

εδώ το σώμα μας κάποτε ζυμώθηκε με ψωμί, αίμα και αλάτι
ένα ζευγάρι μάτια και ένα φτερά στην πλάτη
όλο πείνα για ζωή από πρώτο χέρι

μια αναπνοή είμαστε ένα εκθαμβωτικά μαραζωτικό περιστατικό
φίλε δε μένει λέπτο για το πλαστικοποιημένο
βάση την αρχαϊκή αλχημεία τέφρας και δράσης
κατοικούμε λίγα χρόνια που είναι ένας λαβύρινθος

απώλειας / αγάπης
ένα παράδοξο που πρέπει να περπατήσουμε στα τέσσερα χωρίς επιφυλάξεις ·
με χέρια γόνατα και ψυχή άπο άκρη σε άκρη

εκείνη την εποχή δεν ήθελα την ελευθερία θυμάμαι · όλοι ήταν χαρούμενοι, αλλά για τι στην πραγματικότητα
δεν το γνώριζαν

* τσέχωφ, ο βυσσινόκηπος

 

/ ζώνη διέλευσης

ξεκινάει μια μετακόμιση προς μία νεοεποχίτικη διάσταση και προσποιούμαστε πως είμαστε έτοιμοι:

ένα διαβατήριο από έναν χειρόγραφο καιρό – λες να ‘ναι άκυρο; ένα ζεστό παλτό από μαλλί προβάτου, τα κεντητά σεμεδάκια της γιαγιάς · μία ερωτική επιστολή, ανεπούλωτη ακόμα θλίψη… μια χούφτα κουκούτσια από τη βυσσινιά μας: ξεδιαλέγουμε υπάρχοντα με την καρδιά, όχι με τη λογική μας

εγώ γεμίζω ίσα-ίσα ένα σακίδιο, εσύ σέρνεις πέντε μεγάλες βαλίτσες πίσω σου · στεκόμαστε στον σταθμό του τρένου και μιλάμε λίγο πριν τον χωρισμό για κάτι ασήμαντο – θα καταλαβαίνουν στη σύγχρονη εποχή τη μη καταγεγραμμένη μας διάλεκτο; κι έτσι επιτρέπουμε στον φόβο να καταλάβει τον χώρο μεταξύ μας

μπαίνω στο πρώτο τρένο · εσύ οπισθωχωρείς και λες θα περιμένεις το δικό σου, το τρένο μετακινεί τα γεγονότα απότομα, κολλάω το πρόσωπό μου για ένα γρήγορο αντίο στο παράθυρο και συναντώ τα μάτια σου – κρυμμένα πίσω από βαλίτσες βαριές και τις κερασιές των παιδικών μας χρόνων

ίσως να μην ξεπεράσεις το αντίο, ίσως αδελφέ τα πόδια σου να παραμείνουν κολλημένα δίπλα από τις ράγες του τρένου και εγώ να σε κουβαλάω κάτω από τα βλέφαρα – ως είκονα μιάς εποχής που μας προσπέρασε – έτσι, παγωμένο

χωρίζουμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις, στον καρδιακό μας κόμβο την ίδια ερώτηση: εάν μία ημέρα

θα βρούμε γόνιμο έδαφος πέρα από τα τείχη του απολιθωμένου μας βυσσινόκηπου

ταξιδεύω, ταξιδεύω κι αλλάζω καθίσματα, βαγόνια, ωκεανούς και φορέματα… μα δε μ’ αρέσουν οι σύγχρονες αίθουσες άφιξης, και έτσι είμαι – την τσέπη γεμάτη κουκούτσια από βύσσινα – όπως κι εσύ τότε στον σταθμό, παγιδευμένη: σ’ ένα τρένο προς την ελευθερία, μια ζώνη διέλευσης

α, α – χαμαιλέοντας!

πλησίον φάντασμα! εμφάνισε τα χρώματά σου
– κατάλαβα, κατάλαβα, κατάλαβα

πότε λουλούδι, πότε φύλλωμα πότε φυτό της θάλασσας πότε με καμουφλάζ

πλησιάζεις προληπτικά με αέρινα μαξιλάρια και
επτά λογιών χάρτινα φορέματα

θέλω να σε δοκιμάσω!
δε λένε: ο άνθρωπος πεινάει για τον σύνανθρωπό του;

γνωρίζω τον φόβο σου, έλα κάθισε πιο κοντά ·
τα όμορφα μάτια σου απλώνουν
το μπλε από το Brattahlið μέχρι τη Μινώα

αλλά σε ταΐσαν, νομίζω, απολιθωμένο ψωμί στον Δείπνο του Κυρίου –
ας βυθίσουμε το κέλυφός σου στη Μεσόγειο!

δεν πτοείσαι · φιλοσοφείς για άσχετα ξαφνικά με σπρώχνεις σε μια
κρύα λίμνη και γελάς:

κοιτάξε, λες, η πείνα τελικά απομάκρυνε τον λύκο από τα δικά του τα νερά!

εξάρχεια εδώ

ξημεροβραδιαζόμαστε μπροστά από ένα κατάστημα γενικού εμπορίου σεργιανίζουμε ανάμεσα σε σπίτια οικοδόμων και διανοούμενων προσπερνούμε τα Σκιαδικά συνεχίζουμε προς τα Δεκεμβριανά

το πρωί καταλήγουμε στου Πολυτεχνείου τα παιδιά: μας αρέσει να περιπλανόμαστε εντός των συνόρων των κρεμαστών μας κήπων

το 80 γράφαμε στίχους και τραγούδια και πουλούσαμε κασέτες: μύρiζε άνοιξη · τώρα μυρίζει μπάφο χημικό αέριο και νέα εποχή

τις νύχτες ακούμε κάποιους να ανα- μετριούνται με τους μπάτσους και τους τελευταίους επιζώντες τηλεφωνικούς θαλάμους – καταλαμβάνετε! ρίξτε τις δομές! φωτιά στις φυλακές! πίσω από τα κάγκελα φωνάζουν πεθαίνει ρε γαμώτο και ακόμα να κάψουμε την πόλη

πρωί πρωί το φιλοσοφούμε στο κουρείο έξω μας αγκαλιάζει το γκρι, το μπετόν και η βρώμα των τοίχων και όταν σηκώνουμε ανάστημα μας διατρυπά το πορτοκαλοπράσινο των κρεμαστών μας κήπων

μας περιγυρίζει ο παλιατζής καθαρίζω ισόγεια υπόγεια ταράτσες αποθήκες ό,τι έχετε για πέταμα μαζεύω σίδερα παλιές σόμπες παλιά ψυγεία παλιές κουζίνες παλιές μπανιέρες παλιά πλυντήρια παλιά σώματα

στην πλατεία πίνουμε καφέ παρέα με βιβλία βαπόρια ασπρόμαλλους επαναστάτες που πουλάνε βιολογικά σε γυάλες – από πίσω μας ένα ψιθυριτό θέλεις κάτι και μπροστά μας ένα πανό βία στη βία της ανάπλασης

μας ληστέψανε τα ρίαλ εστέιτ και τι με νοιάζει εμένα δεν είμαι με κανέναν · στην πρωτεύουσα

των πολιτικών βιβλιοπωλείων η μεγαλύτερη μπίζνα τα ερ-μπι-εν-μπι και το εμπόριο λαθραίων τσιγάρων

συμμορφώνω το περιβάλλον σας · και χάρτινα είδη και ξύλινα είδη και σιδερικά είδη και ακίνητα είδη παίρνω αχ παλιατζή είναι πολύ αργά εξευγενισμένοι τουρίστες σε προσπερνούν μπας και τσιμπήσουν σε κρίσιμους καιρούς ό,τι μπορούν

ο ένας τοποθετεί τη βελόνα ο άλλος το οπτικό σκόπευτρο ο ένας τη βαράει ο άλλος τον ζουμάρει ο ένας σουτάρει το φιξάκι ο άλλος ένα Αθηναϊκό θεαματάκι ο ένας τρώει φλας και την ακούει ο άλλος του κρατάει το φλας στη μούρη ο άστεγος φωνάζει ρε φιλέ πήγαινε σπίτι άλλα είναι πιά πολύ αργά

να του τα πούμε; εδώ λέμε Μαρξ για κάλαντα λα λαλα λαλα μετεπαναστατικά Εξάρχεια λα λαλα λαλα είσαι η τελευταία αντάρτισσα μια τρισδιάστατα καπιταλιστικά περικυκλωμένη με το χώμα κάτω από την κόκκινη φούστα σου βαβυλωνιακά ξεπουλημένη κοπερατίβα

μας εκτελούνε με γιούρο ντούμ ντούμ γιούρο ντούμ ντούμ, γιούρο ντούμ ντούμ στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μας περνούμε κάποιοι παραδίνουν αναρχικούς κήπους και γη μα εσύ ιδεολόγα δεν έχεις παραδωθεί

κυριακάτικα καθόμαστε στου λόφου τα σκαλιά παθιαζόμαστε με τα πολιτικά τις καταλήψεις και τα ερωτικά και τις νύχτες μας ρίχνουν σφαίρες τα μαύρα πουλιά που τα παίζουν χρυσά

και είσαι η μόνη που βάζεις σε νοικοκυραίους φωτιά να αποτρέψεις μια αυγή από καρβουνόσκονη · αυτοσχεδιάζεις τις πιό χρωματιστές λαϊκές και όταν σου λένε πως είναι αργά λες: σιγά! μετακομίστε τις νεραντζιές σε όσα μας έχουν απομείνει μπαλκόνια

The post Έλενα Μπέη, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Latest Images

Trending Articles