ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΟΥΡΑΝΟΥ
Τις μέρες τούτες τα πουλιά δεν κελαηδάνε παρά μόνο μέσα σε σπηλιές.
Τις νύχτες δε, κοιμούνται σε νεκροταφεία
νοσταλγώντας τον ουρανό.
Το πρωί περπατάνε έξω από τα τείχη παρέα με ένα ρακένδυτο άνδρα
που προχωράει ασθμαίνοντας.
Το πρόσωπό του
σε λευκό σεντόνι τυλιγμένο
προσμένει το αδύνατο.
Ακολουθάνε άλλοι εννέα
κουβαλώντας αβοήθητοι
τα σώματά τους
τις πληγές
τη μοναξιά τους.
Στέκονται σε απόσταση
μακριά από τους διαβάτες
στην άκρη της ζωής.
Δίπλα τους μονάχα τα πουλιά
αγγίζουν απαλά με τις φτερούγες τους
τα κουρασμένα μέλη τους
ενώ τα μάτια τους τυφλώνει
μια λάμψη αναπάντεχη.
Αίφνης ιδώντες αυτοί τον Ιησού
<< ήραν φωνήν λέγοντες:
Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς.
Και ιδών είπεν αυτοίς:
Πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς
τοις ιερεύσι…
Καθώς μεν αυτοί πορεύονταν, καθαρίστηκαν.>>
Όπως καθαρίζονται οικειοθελώς
όσοι επιστρέφουν σε μια πρόωρη μορφή αθωότητας
που διαπερνά σαν σφαίρα το σκοτάδι
την ώρα που η αγάπη διαχέει
φως
στη φλέβα της καρδιάς.
Έπειτα τα περιστέρια έσχισαν τον ουρανό. Στα φτερά τους κόκκινες πηχτές
σταγόνες
και μια φλόγα το στήθος διαπερνά.
Σαν άγγιξαν το φεγγάρι οι σταγόνες εξατμίστηκαν.
Παντού φύτρωσαν κόκκινες παπαρούνες.
Τα περιστέρια μεταμορφώθηκαν σε άσπρους κύκνους.
Από τότε οι κύκνοι τα βράδια κοιμούνται μόνο στις λίμνες
και τραγουδάνε με γλυκιά φωνή λίγο πριν πεθάνουν.
The post Νατάσα Αθηαινίτου-Κυπριανού, “Νοσταλγία Ουρανού” appeared first on Ποιείν.