Τυραννίς
στάζει δ᾽ ἀνθ᾽ ὕπνου πρὸ καρδίας
μνησιπήμων πόνος·
καὶ παρ᾽ ἄκοντας ἦλθε σωφρονεῖν.
δαιμόνων δέ που χάρις βίαιος
σέλμα σεμνὸν ἡμένων.
Καθόμουν στην προκυμαία
Και η κυανοπρώρα θάλασσα μπροστά μου
Και ο ορσίαλος ευγενικός,
Επέτρεπε στην γαλήνη να ευδοκιμήσει.
Τότε ήταν, που η αλκυόνη μου ‘πε
«Στα μαρμαρωμένα μου φτερά, απ’ το πολύ αλάτι,
Σου ορκίζομαι,
Η μέρα σας θα έρθει
Και κανένα κρασί αυτού του κόσμου, δεν θα μπορέσει
Να σας ζεστάνει ξανά·
Βιβλιοθηκαρίσκοι του κόσμου
Την αλμύρα πως στοιχειοθετείτε;»
Ανάβαμε φωτιά στις στάχτες του περασμένου χειμώνα
Τα κούτσουρα της αιωνόβιας ελιάς,
Που αναγκαστήκαμε να κόψουμε,
Να ζεσταθούμε και
Αυτό δεν εμπόδισε τ’αγιάζι, όχι
Δε το εμπόδισε·
Μας πάγωσε μια για πάντα.
Κι η αλκυόνη συνέχισε
«Ποιος αδέξιος θεριστής άφησε το δρεπάνι του
Μεσ΄τον σιτοβολώνα της μονιάς
Και το λησμόνησε εκεί,
Πικρό ψωμί, πικρό κρασί,
Πικρή ζωή να ζούμε;
Ήρθε η ώρα, βιαστείτε!»
Τα στάρια χορεύουν τον πόλεμο
Με τον άνεμο μπροστάρη,
Οι ιτιές ψιθυρίζουν τα νιόφερτα μαντάτα,
Ο βασιλεύς απέθανεν, ζήτω ο βασιλεύς.
«Με θέληση και χέρια στολισμένα, τέχνη θεία,
Περνά τις πύλες της Βιθυνίας, ελέω Θεού·
Λένε Αγαρηνοί, μεταγενέστεροι Κασίσοι,
Παραδομένοι στη φυλλωσιά του Οσίριδος,
Άνομα, ανίερα και ελλειπή ωφελείας,
Είδωλα κατέστησαν, αναίσχυντα περήφανοι,
Σε κτίσματα θεάρεστα -του δικού τους Θεού, φευ!-
Και η φωτιά τους, η πολύτιμη φωτιά τους·
Αυτή θα τους κάψει.
Το χώμα άλικο, σπατάλης αίματος ανάγκη,
Μεσ’τον πυρετό της μάχης, δίκαιος ψυχαμοιβός,
Θεριστής ή εξαγνίζων, Ρωμαίος πιστοφόρος·
Λάβαρο με δόρυ, σίδερο με σάρκα κρούεται»
Η μάχη κράζει απ’ την Ανατολή·
Μη μιλάς άλλο, πάψε,
Μη μιλάς·
Γιατί ποτέ δεν μου μιλάς;
Η αλκυόνη σώπασε.
Όπως πάντα, σαν θνητοί ζητούν να μάθουν
Τα μοιρογραφήματα τους,
Τους απαντά η σιωπή·
Ναι, μοιρογράφημα κακό,
Ναι, μαινομένη τύχη,
Αυτός ο καιρός έτυχε σε μας.
Τι μερτικό έχει η ριμάδα αυτή
Στις κλαγγές των όπλων
Που μιλούν μόνο την ατθίν;
Η αλκυόνη η αχρείαστη, εν καιρώ πολέμου,
Με άφησε μπροστά στο γιαλό να στοχάζομαι
Την απόκριση εκείνου του βασιλέα
«Ζήτω η Τριάδα! Ζήτω ο Αύγουστος! Υπεροχή!
Τώρα γράφτε χρονικά!
Γράφτε επίνικους, διθύραμβους, παιάνες Θεού,
Μα μην ξεχάσετε και μένα, ισόθεος δρώ
Ανάμεσα στην σημερινή αγλαΐα, προσηνής,
Κραταιός, κύριος υλικών και αΰλων -ας είναι-
Με συνδρομή Πατέρα, Υϊού και Πνεύματος, όλβιος»
Ξεκουράσου κράτιστε, ξεκουράσου, η Ύβρις,
Δουλεύει στο σκοτάδι, επιμελώς οδηγώντας,
Φουσάτα εχθρικά, αλλόπιστα, στο καμάρι σου,
Στον χρυσούν και σταθερό – όχι εκτάκτως- θρόνο σου.
Πολεμώντας ζήσαμε,
Ζώντας θα πεθάνουμε·
Κύριε, επίτρεψε μας
Παρατηρητές των θαυμάτων σου να μείνουμε.
Να μείνουμε.
Εσαεί.
Κύριε, έχω πάντα την εντύπωση πως κάθε φράση που γράφω,
Είναι η τελευταία μου.
The post Γιώργος Δόντσος, “Τυραννίς” appeared first on Ποιείν.