CAN YUCEL
(1926-1999)
ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΜΑΣ ΕΛΕΙΠΕΣ ΦΕΓΓΑΡΙ
Οι νέες γερμανικές χειροπέδες τους καρπούς μας μελάνιασαν,
Μετά το Καμάν χάλασε το καλοριφέρ του πούλμαν,
Πάει η ώρα οχτώ κι ούτε ένα τσάι μ’ ανθρακικό δεν ήπιαμε,
Πάνω στο σβέρκο μας επιλοχίας με αρχές
Μεταφορά στις φυλακές Αδάνω μέσω Νίγδης…
Μόνο εσύ μας έλειπες φεγγάρι
Στη θέα να στήσεις ένα ασημένιο χνούδι!
Ποιήματα ενός πολιτικού κρατούμενου (Bir Siyasinin Siirleri, 1974)
ΒΡΕ ΤΙ ΩΡΑΙΟ ΠΡΑΜΑ
Χτες βράδυ σβήσανε τα φώτα,
Παίζαμε σκάκι μαζεέψαμε τα πιόνια όπως όπως
Πλαγιάσαμε υποχρεωτικώς.
Σαν μάυρες γάτες τριγυρνούσαν στον κοιτώνα
Των κοιμισμένων φίλων οι ανάσες.
Ας τριγυρνουν λιγάκι!
Πάνω που χα και εγώ σαλπάρει για το σπίτι
Χωρίς σταλαματιά να πέφτειαπ το κουπί μου
Να τη π’ ανάβει κείνη η λάμπα εκατό κηρίων!
Κατάδικος στα κάτεργαβαρκάδα μες στο Βόσπορο
Αμ δίκιο έχουν, βεβαίως δεν σ’ αφήνουν, να όμως…
Βρε τι ωραίο πράμα το στοτάδι!
Ποιήματα ενός πολιτικού κρατούμενου (Bir siyasinin siirleri, 1974)
ΕΠΙΓΕΙΑ ΑΓΑΘΑ
Δεν το αντέχουνε το γαλανό τα μάτια μου
Κι εσύ ακόμα ανθίζεις αζαλέα
Ας μου λειπε της ομορφιάς ο οίκτος
Πεθαίνω τι θα πει, τελειώνω συνεχώς
Δεν τηνε χόρτασα την αγάπη, δεν τη χόρτασα
Έτσι για να γενώ μια χαρουπιά στο Βόσπορο
Έφτασα ως τον πυρετό μ’ ελπίδα ωκεανό
Κι είδα πως η < <καρδιά μου>> είναι μύδι
Ρακί αν δεν έχει βρίσκω αμέσως κολόνια
Κοίτα έγινε νησί η αχαϊρευτη ντροπή
Φοβάμαι πως θα με ξανασκοτώσει απ’ αγάπη
Ο κόσμος που στον κόσμο αυτό με έφερε
Χρωματαρμονία(Rengahenk, 1982)
ΑΥΤΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ (OZTANITIM)
Εγώ είμαι ένας μύλος της αγάπης
Ποιήατα αλέθω σ’ ένα Λουνα Παρκ
Στριφογυρίζω στον αέρα με τα χέρια τα παιδιά
Και όταν σχολάσω όνειρο βλέπω τον Δον Κιχώτη.
Ανηφοριά στον ουρανό(Gokyokus, 1984)
METIN ELOGLU
(1927-1985)
Το ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΤΟ ΚΟΚΑΛΟ
Τούτος ο κόσμος δεν έχει μείνει στο Σουλτάνο Σουλεϊμάν
Σε σας όμως θα μείνει.
Βεβαίως , που να την ξέρει ο Σουλτάνος τη δουλειά του
Εσείς όμως θα την ξέρετε.
Μαζί μ’ εσας κι άλλοι πέντε έξι νοματέοι,
Λίγο πιο πέρα όμως της κακομοίρας.
Μια μέρα, να’ χετε την υγειά σας, έχετε ζήσει,
Βράδιασε από μόνη της
Κονάκι έχετε ωραίο, επιπλωμένο
Μπρος στην πόρτα τα’ αμάξι σας, η ευτυχία σας δωμάτια δωμάτια
Μες στο ποτήρι σας το γάλα του πουλιού, στο πιάτο σας του μιναρέ ο ίσκιος…
Βάλτε στην τάξη αυτή και λίγο παραμύθι απ’ αγάπη
Το βάλατε;
Οοοο..τι ωραίο πράμα η ζωή!
Αμ βέβαια ωραίο…
Για να σκεφτούμε τώρα ένα δωμάτιο
Χαλιά, κιλίμια ο θεός να τα κάνει,
Ψωμί προσφάι ούτε λόγος να γίνεται,
Φωτιά και τζάκι διάγραψέ τα καλύτερα
Πέντε νομάτοι σ’ ένα ντιβάνι ξαπλωμένοι,
Σκυλοβρίζουν
Ποιόν;
Αμ που να ξέρω εγώ…
Γιατί ναι τούτο το δωμάτιο φτωχικό;
Διότι είναι κι οι πέντε τους φτωχοί.
Τι απασχολεί τους κύριους αυτούς και τις κυρίες;
Τι άλλο; Τα προβλήματα της χώρας.
Καλά, κι αυτά δεν λύνονται;
Χα, εδώ σε θέλω,
Συνήθισε να σκέφτεσαι.
Χύτρα ταχύτητας (Dudulu Tencere,1951)
ΞΥΠΝΑ
Άντε ξύπνα
Το φως της μέρας πιτσιλά το μαξιλάρι σου
Πήραν οι θάλασσες το γαλανό από τη μέρα
Στου πρωινού την αύρα ξύπνησαν, πέταξαν απ’την κούρνια τα πουλιά
Δε θα τα’ ακούσεις τούτο το τραγούδι
Άντε ξύπνα
Και βγες στο φως να φωτιστούν οι πιτσιλιές στα μάτια σου
Να μαζευτεί της άνοιξης η ζέστα στην καρδιά σου
Και φτωχός να σαι ξύπνα
Και μυστήριος να σαι ξύπνα
Αφού ‘σαι όμορφος, για να ζήσει η ομορφιά
Αφού είσαι καλός , για να ζήσει η καλοσύνη
Αφού είσαι όλο ελπίδες , για να ζήσει η ελπίδα
Αντε ξύπνα
Άκου τη θάλασσα σου λέει ζω
Άκου το χώμα σου λέει μονοιάζω
Άκου τον ουρανό σου λέει αγαπιέμαι
Θαρρείς και παίζει πλάκα στο γραμμόφωνο
Να’ τηνα όλη η δύναμη για αγάπη, για λαχτάρα, για αγώνα
Ξύπνα σου λένε ξύπνα
Άντε ξύπνα
Ξύπνα αγάπη μου
άντε πιά ξύπνα
Ξύλα ( Οdum, 1959)
Ο,ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝ’ ΤΗΝ ΚΑΝΩ
Τα μάτια μου καρούλι χαράματα ξυπνώ.
Τι ζωντανό ’ν’ αυτό που λένε φύση-κοινωνία –άνθρωπος,
Που ΄ναι η πόρτα του ν’ ανοίξεις και να μπεις;
Ένα τέταρτο του κιλού του, πόσο κάνει;
Έτσι και πω πως το φορτώθηκα στη ράχη μου, δεν πέφτει το κοφίνι,
Ίσαμε το Χοζάτ, όσο αγαπώ και την κυρά μου την Ντοντού,
Αν αγαπώ την Ισταμπουλ; Το αίμα μου χει πιεί!
Άντε , σπρώξε το λίγο!
Πέθανε ο Ντεντέ μου ο Κορκούτ, κείνος ήταν αφέντης, με τα όλα του,
Τ΄όνομα του πατέρα μου: ο Ομέρ από το Δίσμοιρο,
Αν τρώω λέει ψωμί…παλιό μου χούι κι αυτό.
Αν θέλεις άσ’ τονα να ζει, αν θέλεις πέθανε τον!
Άντε, σπρώξε το λίγο!
Έχει ΄δω γύρω κανα μέρος να το λεν Κετενγκοινέκ;
Με κόσμο και κοσμάκη σαν τις μύγες στο πεστίλι…
Ψάρι είπες;
Καλέ ποιο ψάρι;
Άντε, σπρώξε το λίγο!
Ε, είχαμε ρθει νωρίς, φεύγουε γρήγορα,
ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Ψωμί κι αγέρας(Ruzgar Ekmek, 1978)
AHMED ARIF
(1927-1991)
ΝΩΡΙΣ ΣΤΗ ΦΥΛΚΗ ΠΕΦΤΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Νωρίς στη φυλακή πέφτει το βράδυ
Δεν πα’ να ΄σαι θεριό, δε σε φελά
Ούτε η μαστοριά σου στους καβγάδες
Ούτε που σαι λεβέντης με αντρίκεια καρδιά
Δε φελά τον καημό που σιγανά σε πλημμυρίζει
Σε παίρνει και σε πάει μακριά.
Νωρίς στη φυλακή πέφτει το βράδυ
Εφτά πέφτουν αμπάρες
Σ’ εφτά πόρτες
Βουρκώνει ο κήπος μονομιάς
Σύρριζα στον τοίχο απέναντι
Τρεις κλώνοι νυχτολούλουδα
Τρεις ρίζες άγριου πανσέ…
Στην ίδια μέθη έρωτα
Το σύννεφο στον ουρανό, το καισί στον κλώνο
Όλο και πιο βαριά η φυλακή
Η πλήξη, το σκοτάδι…
Του «Κούρδου τη Νύφη» τραγουδάνε στην αυλή
Και εγώ στο ράντσο βουλιαγμένος βγαίνω βόλτα
Και στο μυαλό μου όλο πράγματα απίθανα
Γελία πράγματα, παιδιάστικα, αφελή…
Να σκοτωνόμουν λέει, να χανόμουν
Σ’ ένα καβγά ολόγυμνος.
Τις θέλω αντρίκειες,
Κι έχθρα και φιλία δεν είναι όμως καμιά τους,
Οι ξιφολόγχες μπαίνουνε στις κάνες
Νυχτερινή αρχίζει των φρουρώ περιπολία…
Ανάβω ένα σπίρτο όλο λύσσα…
Μισό στην πρώτη ρουφηξιά το τσιγάρο,
Ρουφάω μέσα μου ολόκληρο ντουμάνι
Ντουμάνι, ικανό να με σκοτώσει.
Το ξέρω, θα μου πεις « Κι εσύ;»
Όμως στη φυλακή πέφτει νωρίς το βράδυ
Κι έξω παλικαρίσια άνοιξη
Και σ’ αγαπώ
Τρελά…
Απ τον καημό σου πάλιωσα τα σίδερα (Hasretinden Prangalar Eskittim, 1968)
ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΑΗΜΟ ΣΟΥ ΠΑΛΙΩΣΑ ΤΑ ΣΙΔΕΡΑ
Για να μπορέσω να μιλήσω για σένα
Σε ήρωες, σε παιδιά καλά
Για να μπορέσω να μιλήσω για σένα
Σε άτιμους, αναίσθητους
Και ψεύτες
Πόσους χειμώνες τώρα απανωτούς
Κοιμόντουσαν οι λύκοι, τα πουλιά
Η φυλακή
Εξω κυλούσε γάργαρος
Ο κόσμος
Άυπνος μόνο εγώ,
Πόσες όμορφες άνοιξες
Απ’ τον καημό σου πάλιωσα τα σίδερα
Ρόδα του αίματος να βάλλω στα μαλλιά σου
Ένα απ’ τη μια μεριά
Κι ένα απ’ την άλλη…
Να μπορώ να σε φωνάζω εσένα,
Σε πεφταστέρια,
Σ’ απύθμενα πηγάδια
Να φτάνει ίσαμ’ ένα σπιρτόξυλο η φωνή μου
Πεσμένο στο πιο έρημο
Κύμα του ωκεανού.
Του πρωτου έρωτα τα μάγια τα χαμένα
Τα χαμένα φιλιά.
Τόσο μακριά, από το βράδυ που απότομα πέφτει
Ένα ποτήρι, ένα τσιγάρο, να βυθίζεσαι,
Αχ να μπορούσα να μιλώ για σένα…
Η απουσία σου, η άλλη ονομασία της κόλασης μου
Τα μάτια σου, κρυώνω, μην τα κλείνεις…
Απ τον καημό σου πάλιωσα τα σίδερα ( Hasretinden Prangalar Eskittim, 1968)
EDIP CANSEVER
(1928-1986)
ΓΑΡΙΦΑΛΟ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ
Το ξέρεις, ζεις μέσα μου λίγο λίγο
Κι όμως μπορεί κανείς να ΄ν’ ωραία με σένα
Πίνομε για παράδειγμα ρακί, λες και μέσα μας πέφτει γαρίφαλο
Πλάι μας ένα δέντρο τρίζοντας δουλεύει
Μια τόση δα σταλιά το μυαλό, το στομάχι μου.
Σκυμμένη εσύ σ’ εκείνο το γαρίφαλο, το παίρνω και σ’ το δίνω
Κι εσύ το δίνεις σ’ έναν άλλο πιο ωραία
Κι ο άλλος πάλι σε κάποιο διπλανό του
Το γαρίφαλο ξάφνου από χέρι σε χέρι.
Το βλέπεις, οι δυό μας μεγαλώνουμε μια αγάπη
Σ’ αγγίζω, ακουμπώ τη ζεστασιά σου, δεν ειν’ όμως αυτό
Κοίτα πως σαν εφτά χρώματα που φαίνονται λευκό
Σιωπηρά ενωνόμαστε.
Γαρίφαλο βαρύτητας ( Yercekimli Karanfil, 1957)
ΦΟΙΝΙΞ
Συχνάζουνε στα βράδια του πουτάνες, εκεί κι εγώ
Στα τζάμια του τριγυρνούνε βρομόμυγες, εκεί κι εγώ
Κρατά όπως παλιά το κρασί του και πίνει
Μες στις γυναίκες με το βλέμμα ορφανό από γυναίκα
Με το κεφάλι του πεσμένο μπρος και την καρδιά μαζί
Ή στο θεό πιστεύει ή στην εξέγερση.
Κι αν ειν’ περίσσιοι οι πόνοι σε κανένα δε δίνει
Βγάζει από μέσα ερημιές κι ερωτικά σμιξίματα
Τι βλέμμα αυτόχειρα είναι αυτό στον κόσμο
Ή χιονίζει απ το μαύρο ο λογισμός του
Ποός με τον άλλο θα ‘σμιγε αν δεν υπήρχε ο πόνος
Ποιός μακριά θα κοίταζε αν βγάλω τα σκυλιά.
Υπάρχει ο θάνατος εκεί που το κρασί μου τρέφει
Όλοι οι άνθρωποι μαζί προσωπεία θανάτου
Στης μέρας που βαφτίζεται το φως με το θεό του αγαπιέται
Ο προτεστάντης, να κάνουν έρωτα ξέρουν όλοι έτσι κι αλλιώς
Ό,τι κι αν πει κανείς εγώ την καίω αυτή τη μέρα
Απ’ τη φωτιά που βγήκα να ξαναγεννηθώ.
Πετρέλαιο (Petrol, 1959)
ΕΚΡΗΞΗ
Εγώ σαν φεύγω αφήνω θλίψεις πίσω
Αυτό που μάλλον ζεις εσύ
Πλήττει ένα σπίτι μέσα στις γυναίκες
Ειν’ όλο αυτό να σ’ αγαπώ;
Αυτό που μάλλον ζω εγώ.
Καμιά φορά θα χει κάπου πουλιά
Όχι για να πετούν, ούτε για να τα βλέπουν
Κάποιο γαρίφαλο θα τρυπάει το παράθυρο
Μια πόρτα από μόνη της θα κλείνει
Θα κάναμε έρωτα αν θέλαμε, δεν έτυχε
Όχι εμείς οι πόνοι ζούνε.
Κι αν φεύγω πάντα κάπου θα υπάρχει
Απρόσμενα κάποια πλάκα στη μνήμη
Κάποια πόρτα ξενοδοχείου, λίγο σταθμός
Κείνο που είμαι μαζί σου θα υπάρχει
Τα χέρια μας από πολύ μακριά θα σμίγουνε
Και πως, ξάφνου έτσι αντιμέτωποι μια έκρηξη.
Πετρέλαιο (Petrol, 1959)
CEMAL SUREYA
(1931-1990)
ΠΕΤΑΞΑ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Τώρα μοιραζόμαστε το πέταγμα ενός περιστεριού
Στο περιώνυμο εκείνο γαλανό του ουρανού
Με γυναίκες όλο μακριά μαλλιά και πελώρια στήθια
Μια πόλη μεσογειακή μπορεί να ξεπροβάλει
Αν σκίσομε τώρα
Την καρδιά ενός περιστεριού στα δυό
Εισ’ ακριβώς στην ηλικία που θα έρθουν κοντά σου
Που θα σταθούν μπροστά σου θα σου πιάσουν το χέρι
Στο ένα χέρι η παρθενιά σου ιδιότροπη ευέξαπτη
Στο άλλο χέρι φως ενήλικο της μέρας
Και στ’ άλλο ακόμη χέρι ελευθερία για χιλιόμετρα
Με το’να χέρι κόβεις συνέχεια ψωμί
Για όσους εργάζονται τα βράδια αργά
Μες σε σύννεφα σκόνης
Έτσι ήμασταν περίπου και παλιά εγώ κι εσύ
Σύννεφο να περνούσε θα το βλέπαμε
Σε κέφια αν ήτανε κανένας μιναρές, αυτόν θα βλέπαμε
Αν πάλι ήτανε κάποιος φτωχός, εκείνον
Όποτε της λευτεριάς, στης ειρήνης, στης αγάπης το όνομα
Ένα τσιγάρο πετάξαμε στη θάλασσα
Συνέχισε ως το πρωί να καίει.
Περιστεραίμα (Uvercinka, 1958)
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΙΜΑ
Έτσι για άλλη μια φορά πλάι στο λαιμό σου
Τον πιο μακρύ λαιμό σου, για ν’ αντιστέκεσαι, να μη χάνεις ελπίδα,
Μες σ’ ένα τραμ που πάει από το Λαλελί στον κόσμο
Πως γίνεται και ξαφνικά μ’ αγγίζεις στην καρδιά
Πως γίνεται και μπαίνει πάλι σε ισχύ ο πόθος
Σ’ όλα τα μέρη της στεριάς
Μα και στην Αφρική
Ξέρεις να σκέφτεσαι, να ΄σαι καλά, σαν φωτισμένος άνθρωπος
Εξίσου όμως καλή είσαι και στο κρεβάτι
Για το θεό ειν’ αμαρτία κι άλλα πολλά, να πλαγιάζω μαζί σου,
Λες κι άδικα έγιναν τόσο μακριά μαλλιά
Τέτοια ολοζώντανα μαλλιά αλλού δεν είδα
Σε κάθε τρίχα τους χτυπά κι άλλη καρδιά
Σ’ όλα τα μέρη της στεριάς
Μα και στην αφρική
Αυτός ο αέρας σου με περιβάλλει στην ουσία
Όλο και πιο πολύτιμος ανασαίνει μαζί σου
Δίκιο έχει αφού ξυπνάει πεινασμένος κάθε πρωί
Είναι ωραίος αφού την κέρδισε τη μέρα του, γλίτωσε
Είναι ωραίος όπως τόσων και τόσων λουλουδιών ονόματα
Που με τα πιο γνώριμα κόκκινα ανοίγουν
Σ’ όλα τα μέρη της στεριάς
Μ και στην Αφρική
Πετάμε στίχους άλλους καλούς κι άλλους κακούς
Άλλος κανείς δεν ξέρει λέω την αξία του λαιμού σου
Ένα στίχο ακόμα κι όλα θαρρείς θα φτιάξουν
Βήμα δεν κάνουμε και να, μας πιάνουν
Μας πιάνουν γι’ άλλη μια φορά, μας εκτελούν
Καθημερινά μας εκτελούν πρωί και βράδυ
Σ’ όλα τα μέρη της στεριάς
Μα και στην Αφρική
Να που ήρθ’ η ώρα τώρα να μιλήσω για το θάρρος σου
Όταν της λευτεριάς τραγούδια λες σε λαοπλημμύρες δρόμων
Τι θάρρος ήτανε αυτό βασιλικό, σπάνιο θάρρος σε γυναίκα πλανεύτρα
Να κρατάς σε θυμάμαι ένα ποτήρι κρασί
Βραδιές στα καπηλειά του Τσιτσέκ Πασαζί
Μετά αρχίζει η αληθινή η φτώχεια
Σ’ όλα τα μέρη της στεριάς
Χωρίς να εξαιρείται η Αφρική
Περιστεραίμα (Uvercinka, 1958)
ΦΙΛΗΣΕ ΜΕ ΚΙ ΕΠΕΙΤΑ ΓΕΝΝΗΣΕ ΜΕ
Τώρα η ντροπή
Σπυρί σπυρί
Στα ώριμα στάχυα των ξανθών παιδιών
Από τον κάμπο
Άρωμα πασχαλιάς τυφλόμυγα απ’ τον κάμπο
Τον ήλιο μας εκείνο το μικρούλη στροβιλίζει.
Καθώς ξεχύνετ’ από σπίτια και ταράτσες
Έρχεται και φωλιάζει στη φωνή μου.
Αχ λυγερό φαρμάκι της φωνής μου
Πολύχρωμο φαρμ΄κι της φωνής μου
Προς τα πουλιά
Το φέρσιμο του αγέρα: φίλντισι
Διάγραμμα του ήλιου: το βουνό
Ανάμεσα σε ξύλινα αγάλματα
Το μικρό της θάλασσας τεράστιο.
Αίμα και πέτρα βλέπω
Ανάμεσα σε όλα τα αγάλματα
Αρχάριος εφιάλτης χλιαρός
-γαλατερό το σύκο της αγρύπνιας-
Δεν στάζει σε κυψέλες.
Ήμουν πολύ μικρός σαν πέθανε η μάνα μου
Φίλησέ με κι έπειτα γέννησε με.
1966
Φίλησέ με κι έπειτα γέννησε με ( Beni Op sonar Dogur Beni, 1973)
απο το εξαμηνιαιο περιοδικο για την ποιητικη τεχνη- ΠΟΙΗΣΗ τευχος 29 του 2007
(επιμέλεια για το ΠΟΙΕΙΝ Έλενα Λυμπεροπούλου)