Νερὰ ὁρμητικὰ τὰ ποιήματά του κι ἁπλός, «κουβεντιαστὸς» ὁ λόγος του. Σὲ παρασέρνει σὲ λαγκάδια, ἀναμνήσεις, δροσιὲς καὶ λάβαρα. Φωνὲς παλιές, ἀντηχήσεις, ἀπόηχους καὶ χώματα. Ριζώματα τῆς μνήμης, τοῦ ἀγώνα, τῆς λήθης, τῆς ἀξιοπρέπειας, τοῦ ἤθους ποὺ γεννῆσαν τὰ βουνὰ
Τὰ δέντρα στὸ παραθύρι συλλογισμένα
Τὰ βουνὰ γερμένα στὸν ὦμο τ’ οὐρανοῦ (σελ.17)
Πού σὲ τραβᾶνε πρὸς τὰ ἁγνὰ ἰδεώδη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως συμπορεύεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ φύση (ἐντός τῆς φύσης μὲ τὴν φύση του).
Κι ὡς τὰ γάργαρα νερὰ πλάι σὲ γκρεμνὰ τῆς ἀλησμονιᾶς καὶ τῆς ἰσόβιας θλίψης.
Πιὸ πέρα οἱ γιδόστρατες καί τά φωτεινά μονοπάτια. Ἀκόμη πιὸ ψηλὰ ἡ ποίηση, ἡ ἀγωνία αὐτή, τὰ βάθη τῆς συνείδησης, ἡ πτώση
Τὶς καταδύσεις σὲ ἄγνωστους βυθοὺς μὲ ναυάγια
Καὶ κυρίως τὶς κατακόρυφες πτώσεις
Στὰ ἄδυτα μιας παραπαίουσας συνείδησης. (σελ. 32)
Ἡ ἐμμονὴ τῆς μνήμης στὴν γενέθλια γῆ, ὁ νόστος γιὰ τὸν παράδεισο τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πρώτη ἀθωότητα.
Ἐκεῖ στὴν λευκὴ σελίδα τοῦ ἔσω κόσμου ποὺ καταγράφονται σὰν μικρὰ θαύματα οἱ εἰκόνες τοῦ καθημερινοῦ βίου, ὁ ἀγώνας τῆς ἐπιβίωσης, οἱ ἀπορίες καὶ οἱ ἐνθουσιασμοὶ τῆς τρυφερῆς νιότης. Γιὰ νὰ ἀνασυρθοῦν ἀργότερα ὡς ἰαματική ἀνάμνηση σέ ἀντιστάθμισμα τῶν τραυματικῶν ἐμπειριῶν.
Ἡ ἀνασύσταση τοῦ ἤθους ποὺ γεννᾶ ἡ συνύπαρξη μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ φυσικοῦ κόσμου.
Τὰ ποτάμια, τὰ νερά, οἱ πέτρες, τὸ δωρικὸ ἠπειρώτικο ὕφος, τὸ λιγοστὸ φαγητὸ καὶ τὰ λιτὰ ροῦχα, ἀκόμη καὶ ἡ στέρηση φορὲς συντείνουν
πρὸς ἕναν ἄλλον ἡρωϊσμὸ καὶ πάθος.
[1/3]
Φορτισμένη συναισθηματικὰ μνήμη, ἡ ἀπώλεια, ἡ ὀδύνη καὶ ἡ ἐπίκληση παλιῶν φίλων καὶ συντρόφων, στὰ περιθώρια τῆς ἥττας καὶ τῆς μετέπειτα σιωπῆς
Τὰ μάτια κι οἱ φωνὲς μας καρφωμένα στὸ σῶμα τῆς μνήμης
Γιὰ νὰ μὴν τὰ πάρει ὁ ἀγέρας τῆς λησμονιᾶς ὅπως τὰ
Λάβαρα τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ αἰώνα ἦταν πολὺ ὄμορφα
Γιὰ νὰ κρατήσει συννέφιασε χάθηκε ὁ ἥλιος κόπηκε
ἡ ζητωκραυγὴ στὴ μέση καὶ σφαδάζει ἀκόμη σὲ
ἐπετειακὲς διαδηλώσεις. (σελ.20)
Μερικὰ ποιήματα εἶναι γραμένα ὡς δεκατετράστιχα σονέτα δίχως ὁμοιοκαταληξία (σελ. 9, 21, 30 καὶ 49).
Ἀνάμεσα δυὸ μικρὰ ποιήματα – χωρατὰ (πολὺ πετυχημένα, γελᾶς αὐθόρμητα) γιὰ νὰ σπάει ἡ θλίψη (σελ. 45 καὶ σελ. 47) ἀλλὰ καὶ τὸ αἱρετικὸ (φαντάζομαι θὰ σκανδαλίσει μερικοὺς) διπλὸ σονέτο στὴν ἀρχὴ τῆς συλλογῆς (μὲ τὰ πικρόχολα σχόλια πού κυκλοφορούσανε γιὰ τὸν Σεφέρη) ὅπου ἀντιπαρατίθενται (φιλιωμένοι τώρα; εἶναι δυνατόν;) ὁ Σεφέρης κι ὁ Κοτζιούλας (μὲ μία μεροληψία γιὰ τὸν τελευταῖο – λόγω ἐκλεκτικῆς συγγένειας καὶ καταγωγῆς).
Διασκελισμὸς στὸν στίχο, στὶς στροφές, τετρακοσιάρη δρομέα.
Μεγάλη ἀνάσα, ρωμαλέα, ἐφηβικὴ θὰ ἔλεγα. Στίχοι ἄμεσοι χωρὶς στίξη. Σπάσιμο τοῦ στίχου ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις.
Μνήμη διαυγής, λόγος κρυστάλλινος (καὶ Κρυσταλλικός, ἐπὶ τὸ σύγχρονον).
Παρόλο ποὺ ἀκουμπάει ἡ ποίησή του στὸν δεκαπεντασύλλαβο καὶ ἡ ἐκπεφρασμένη ἀγάπη πρὸς αὐτὸν εἶναι διαρκής, ὁ στίχος εἶναι «ἐλεύθερος».
Ὑπάρχει μία συμφιλίωση τοῦ παραδοσιακοῦ, τῆς ἠπειρώτικης ντοπιολαλιᾶς, μὲ τὸ σύγχρονο. Ρέουν κυριολεκτικὰ τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο. Ἀκριβῶς ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Παπαδιαμάντης.
Κλαδέψτε τὰ ποιήματα μὴν τὰ ἀφήσετε
Νὰ πνίξουν τὸν κῆπο τὰ σπίτια τὰ
Χθεσινὰ ὄνειρα μὲ τὶς προεκτάσεις σὲ
Λαβωμένα πρωινὰ καὶ τὰ νυσταγμένα
Μεσημέρια ἀφαιρέστε ἄρθρα προθέσεις
[2/3]
Συνδέσμους στὴν ἀνάγκη καὶ συλλογισμένα
Φροῦτα γιὰ νὰ πετοῦν οἱ στίχοι ἀνάμεσα
Σὲ μισοκρυμμένες φωλιὲς μὲ νεοσσοὺς
Καὶ τὸν ἄνεμο νὰ παίρνει μίαν ἀνάσα
Καθὼς ξαπλώνει στὰ στιβαρὰ κλωνάρια
Τῶν δεκαπεντασύλλαβων. (σελ.33)
Λαλιὰ κοφτερὴ φορὲς μὰ πάντα τρυφερὴ κι ἀνθρώπινη στὸ βάθος.
Ὁ πόνος τῆς ὕπαρξης, βιωμένος ὡς τὰ βαθύτερα, μύχια φυλλοκάρδια, ἐκφράζεται λιτὰ καὶ μὲ ἀφοπλιστικὴν εἰλικρίνεια.
Ἡ ἄμεση ἔκφραση τοῦ συναισθήματος, σπαραχτικὴ – πλαντάζεις στὸ κλάμα – στὸ ὁμότιτλο Ἰσόβια θλίψη (σελ. 49).
Μιὰ ποίηση αὐθεντική, προσωπικὴ καὶ ταυτόχρονα κοινοτικὴ, κοινωνική, μὲ νύξεις σύγχρονες, μὲ ἀξίες διαχρονικές.
Μαύρο Λιθάρι, 17 Ἰανουαρίου 2020
[3/3]
The post Τάσος Πορφύρης, «Ισόβια θλίψη» ἐκδ. ὕψιλον, 2019 (γράφει ο Θάνος Κανδύλας ) appeared first on Ποιείν.