Ι.
Στα θεμέλια της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας βρήκα τρεις συνταγές:
Του αλχημιστή:
Δυο κουταλιές του γλυκού μόλυβδο
και μια πρέζα σίδηρο.
Με το μείγμα αυτό φτιάξε χρυσάφι
και τότε ίσως καταλάβεις.
Του φιλόσοφου:
Ενα φλιτζάνι ηθική, φρέσκια
και τρεις κουταλιές της σούπας αλήθεια.
Με το μείγμα αυτό φτιάξε τον άνθρωπο
και τότε ίσως καταλάβεις.
Του αστρονόμου:
Εκατό γραμμάρια ουράνια σώματα
και έναν ήλιο ολόκληρο, με τη φλούδα του.
Με το μείγμα αυτό φτιάξε το σύμπαν
και τότε ίσως καταλάβεις.
Άκρη δεν έβγαλα.
Άφησα όμως μια τέταρτη, δική μου συνταγή:
Μία πρόθεση ψυχής,
όσες θες γραμματικής.
Με το μείγμα αυτό φτιάξε το σήμερα
και τότε ίσως καταλάβεις.
`
*
ΙΙ.
Ποιος είπε ότι η βροχή είναι κακοκαιρία;
Της φύσης τα γυρίσματα, τα ‘κανες μαρτυρία.
Σαρανταπέντε ορισμούς, έδωσες σε δυο λέξεις,
κι ανάλογα με ποιον μιλάς, καλείσαι να διαλέξεις.
Κάποτε γίνομαι πουλί, απ’ τα ψηλά αγναντεύω,
μα αν μείνω πάνω εκεί πολύ, δε θέλω να κατέβω.
Ποιος είπε πως στο άγνωστο, πρέπει να μπει ταμπέλα;
Σε όλα βάζεις πρόσημα, να μην σε πιάνει τρέλα.
Εντός, εκτός κι επί ταυτά, χάρακας και διαβήτης,
όλα πια θες να τα μετράς, να είσαι κυβερνήτης.
Κάποτε γίνομαι λαγός, και σκάβω τη φωλιά μου
μ’ αν μείνω κάτω εκεί πολύ, θάβω τα όνειρα μου.
Ποιος είπε πως οι θάλασσες χρειάζονται γραμμές;
Τη γη μαχαίρωσες βαθιά, της χάραξες ρωγμές.
Το μέτρο δεν είναι εξάρτημα μόνο για αποστάσεις,
είναι αξία της ζωής αν θες ψηλά να φτάσεις.
Είμαι ένας άνθρωπος γυμνός, φοβάμαι, μεγαλώνω,
μα σαν κοιτώ τον ουρανό, τον σταματώ τον χρόνo.
*
ΙΙΙ.
Εσυρες ένα σπίρτο κόντρα στον εγκέφαλό μου.
Άναψες, έσβησες.
O πιο ωραιος μου στίχος έσβησε μαζί σου.
Το μόνο που απέμεινε είναι η ανάμνηση.
Θα τη χάσω κι αυτή μια μέρα.
Σαν να επεσε πανω μου ο ουρανος!
Ή μήπως εγώ έπεσα πάνω του;
Σε μια στιγμή όλες μου οι λέξεις φανερώθηκαν,
ζευγαρώθηκαν, αγαπήθηκαν.
´Ηταν ο πιο ωραίος μου στίχος,
μα χάθηκε μαζί σου.
Σε ακολούθησε στο φευγιό σου.
Μα το ξέρω πως θα ῤθεις πάλι.
Αυτή τη φορά θα είμαι έτοιμος!
`
*
IV.
Ζωγράφος σήμερα
με ζήλο.
Λευκή μου τύχη
τώρα μίλα.
Βάψε τον ουρανό
με ήλιο.
Τα σπίτια πράσινα
σαν φύλλα.
Δέξου τον άγνωστο
σαν φίλο.
Με λόγια κόκκινα
σαν μήλα.
Στο ένα χέρι το πινέλο
να ᾽χει στη λαβή του
σκέψεις.
Στο άλλο χέρι η παλέτα
να ᾽χει αντί για χρώμα,
λέξεις.
5.
Την άνοιξη,
τα φύλλα των δέντρων
αναπνέουν αντίστροφα από μένα.
Αυτά ρουφούν διοξείδιο του άνθρακα
και δίνουν οξυγόνο, να κλέβω εγώ.
Όμως!
Το φθινόπωρο,
τα φύλλα κι εγώ έχουμε κάτι κοινό:
χάνουμε και οι δύο το χρώμα μας!
Εκείνα γιατί τους λείπει ο ήλιος,
εγώ γιατί μου λείπει η Αθήνα.
Η μαγική, φθινοπωρινή Αθήνα
με τις στοές και τις μυρωδιές της.
The post Βασιλεία Φαναριώτη, Τέσσερα Ποιήματα appeared first on Ποιείν.