Ars Vivendi
I
Να αυτοκαταστρέφεσαι πρέπει.
Να αυτοπυρπολείσαι.
Να τα χαλάς με τις αναμνήσεις.
Να παραβιάζεις το δειλινό.
Να κλέβεις το παράξενο ρόδο του κήπου.
Να ζεις στη βία, όχι στο γκρίζο.
Να μεταβάλλεις τον χρόνο σε πάθος,
σε κισσό διεισδυτικό κι αδηφάγο.
Να μη δραπετεύεις ποτέ
απ’ τη γυναίκα και την ποίηση,
ζόρικες αλλά αναζωογονητικές.
`
ΙΙ
Πυκνός να ‘ναι ο λόγος : πέτρα
όπου μπορεί να χτίσει κανείς, όχι αμμούδα
για το ανώφελο άνθος.
Πειθαρχημένος θάνατος, καραδοκώντας.
Καμτσίκι πάνω στη σιωπή.
Κορίτσι ανέγγιχτο που απιστεί την Άνοιξη.
Κρασί για την δίχως όραση νύχτα.
Θύελλα και φωτιά μέσα στο σπίτι.
Ανεπαίσθητο φως πάνω στο τυπωμένο γράμμα.
Ιδέα που διεισδύει πιο πέρα απ’ τον οφθαλμό,
και εδραιώνεται στον αέρα και στη ρίμα.
Στίχος γυμνός, που πονάει από μοναξιά.
Κλέφτης των σούρουπων γίνε.
Φύλαξε τις λεπτεπίλεπτες βροχές.
Και σε εξαιρετικές περιπτώσεις,
την τρυφερότητα σου να χαρίζεις.
Αυτοκαταστρέψου. Αυτοπυρπολήσου.
Ζήσε τη στιγμή χωρίς ενοχές.
Να μη σε ταράζει τίποτα.
Τίποτα, λέω, εκτός απ’ τη βαθύτητα του να ζεις,
του ν’ αγαπάς, του να ‘σαι σαν ουρανός λαβωμένος,
στην τύχη και στη βεβαιότητα πως είσαι μονάχα
η τυφλή φλόγα,
η εμφανέστατη ευστοχία του κινδύνου,
η ζωή που δεν φοβάται το Τίποτα,
Πλοίο που μόλις ξανοίχτηκε στο πέλαγο.
`
******
ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΦΟΒΑΜΑΙ ΜΗΠΩΣ ΒΡΕΘΕΙΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΜΟΥ.
Κάποιες φορές φοβάμαι μήπως θα βρεθείς στον δρόμο μου.
Μένω στο σπίτι.
Συλλογιέμαι τον χρόνο,
την αγάπη,
τα γυμνά στήθη,
τη βροχή και τα βιολιά της.
Ύστερα συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχεις.
Πως η σιωπή σου εκείνη
βρίσκεται εδώ κοντά στα βιβλία μου,
κατασκοπεύοντας τις λέξεις.
Η παρουσία σου έρχεται τότε
στα μαντήλια που αγγίζω,
στην κιθάρα,
στους τοίχους,
στον αγέρα,
στον μακρύ διάδρομο
και στα γεράνια του.
Μέχρι που πιστεύω πως με κοιτάζεις
και, όπως παλιά,
τριγυρνάς μες στο σπίτι και με τ’ όνομα σου το γεμίζεις.
Όταν έρχεται κάποιος, φεύγεις,
αφήνεις μια λέξη, ένα αντίο
που καταφέρνω να το ακουμπήσω
και, ωστόσο, εγώ ξέρω πως δεν υπάρχεις.
Ακόμη κι έτσι
κάποιες φορές φοβάμαι μήπως βρεθείς στον δρόμο μου.
`
*
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ
Δεν είναι το παν.
Κάποιες φορές έχει την ανάγκη κανείς
να βγει στο δρόμο.
Να κοιτάξει τις γωνίες,
να μαντέψει την όψη των ανθρώπων,
να μείνει
εκεί σταματημένος για πάντα.
Να μη μιλάει
για μην καταστρέψει τη βιασύνη
ούτε να ακινητοποιήσει τον χρόνο.
Απλός, έτσι απλά
να βρεθεί στον δρόμο,
σε ένα άχρονο ραντεβού,
παρωχημένο και παράλογο.
`
*
ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ
Κάποιες φορές λες λέξεις
που δεν τις κατανοώ.
Φωνές, σημάδια,
λαβωμένα γράμματα, ελάφια
από χλωμό φως. Αυτό είναι:
λες αυτό που εγώ δεν κατανοώ.
Αυτό που εγώ δεν θέλω να κατανοήσω,
κάποιες φορές.
`
*
ΕΝΩ ΜΕ ΤΡΑΒΟΥΝ ΣΙΔΗΡΟΔΕΣΜΙΟ
`
Ι
Ήρθε ένας άντρας
και μ’ έσυρε απ’ το χέρι
βίαια,
σιδηροδέσμιο.
Μου ‘δειξε μια ταυτότητα,
ένα περίστροφο
και τη ψυχή του.
Μου ‘δειξε τα μάτια μου
και μου ζήτησε να τον συγχωρέσω.
Είπε πως εκτελούσε “διαταγές”.
Μου μίλησε για τη γυναίκα του
και τα παιδάκια του.
Μέσα στη λύπη του
πρόφερε τούτες τις λέξεις:
“συγχωρέστε με
πρέπει να ζήσω”.
Είδα τις τελευταίες φλόγες
του απογεύματος
και χώθηκα στη νύχτα,
με φόβο.
`
ΙΙ
Είναι ψυχρό το κελί. Και σκληρό
και βάναυσο. Και σαν δάκρυ βαρύ.
Εμφανίζονται εντός του αίφνης οι δρόμοι,
τα ανολοκλήρωτα φιλιά,
η νύχτα και η σιωπή.
Τα πάντα κοπανιούνται στη μνήμη.
Και μου λείπει
ένα χάδι,
ένα μαξιλάρι,
μια λέξη απλή,
μια μικρή δόση αγάπης.
Ένα μικρό σουγιαδάκι
για να κόψω λίγο-λίγο
τις αισθήσεις.
Αυτό είναι: Να μην είσαι το ον που είσαι,
παρά η δύναμη του κι η δράση του,
η φλόγα του και η διαμαρτυρία του.
Να είσαι πουλί,
σύννεφο,
όνειρο, πλάνο,
καρπός και δέντρο.
ΙΙΙ
Το κελί φέρνει πόνο στη ψυχή:
έχει γωνιές πονεμένες, όπως αυτό,
λεκιασμένους τοίχους,
ρυπαρές επικλήσεις.
Στο απόγειο και στον πάτο
της μιζέριας του,
όταν η πίστη έχει παρεκκλίνει
και η γαλήνη δεν μας κάνει τη χάρη,
κι ο άρτος δεν έχει εκείνη
την ντελικάτη παρουσία
του σίτου και των αγγέλων
όταν ξαναγινόμαστε ό,τι επιθυμούσαμε
ανέκαθεν να είμαστε,
τότε, το κελί ανοίγει,
σπάνε τα δεσμά του,
και πλέον δεν είμαστε μόνοι, παρά χαρούμενοι
κι αγνοί, και διάφανοι, κι ανοιχτοί.
ΙV
Πρέπει κανείς να βρει τον προορισμό του.
Σε κάποιο μέρος,
σε κάποιον μήνα,
σε κάποια νύχτα,
σε κάποια λέξη πρέπει κάποιος να βρει
τον προορισμό του.
Εγώ βρήκα τον δικό μου,
που με κάνει ευτυχισμένο, που με κάνει καλό,
που βγάζει από πάνω μου με μιας
όλες τις υπεκφυγές,
αυτόν που με καθιστά ξεκάθαρο και με δηλώνει,
ο γλυκός, σκληρός, φωτεινός και σκοτεινός
προορισμός.
Τώρα το ξέρω. Το νοιώθω
καθώς γράφω ετούτο το ποίημα.
Κι αφήνω πίσω μου το κελί. Κι αφήνω πίσω μου
τη βροχή,
και την Πατρίδα, και τη νύχτα
που επίσης μένουν πίσω
ενώ με τραβούν σιδηροδέσμιο,
δεμένο, λέω,
να εκπληρώσω τον πικρό και συμπαντικό μου
προορισμό μου.
The post Ítalo López Vallecillos (San Salvador, 1932-1986), Πέντε ποιήματα (Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας) appeared first on Ποιείν.