Ο καλύτερος γνώστης της συγγραφικής του τέχνης είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Λίγα λόγια με τον Βασίλη Μπαρούτη για την νέα του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Piano forte» από τις εκδόσεις Φίλντισι.
-
Το «Piano forte» είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων σου. Πώς συνδέεται ο τίτλος με το περιεχόμενο του;
Ο τίτλος είναι δανικός από τη μουσική ορολογία. Σημαίνει χαμηλά και δυνατά. Ουσιαστικά είναι μία αλληγορία και προδιαθέτει τον αναγνώστη ως προς το ύφος της γραφής. Επίσης συνειρμικά ο τίτλος μπορεί να συνδεθεί με τη ζωή, γεμάτη στιγμές σιγανές αλλά και έντονες. Όπως είναι και όσα συμβαίνουν με τους ήρωες των ιστοριών του βιβλίου ή με τον τρόπο που βιώνουν εκείνοι τα δρώμενα άλλοτε με ηρεμία και άλλοτε δυνατά σαν να περπατάς δίπλα σε μία καμπάνα και κάποιος ξαφνικά να την χτυπάει. Τέλος ένας άλλος λόγος που επιλέγω μουσικό όρο για τίτλο του βιβλίου είναι η επιρροή που ασκεί η μουσική όταν γράφω. Πολλά πράγματα στο γράψιμο τα έχω διδαχθεί από η μουσική. Όπως για παράδειγμα είναι ο ρυθμός βασικό στοιχείο της μουσικής που δεν λείπει όμως και από τα λογοτεχνικά έργα
- Τι ελκυστικό πιστεύεις ότι έχει η μικρή φόρμα συγγραφής και την επιλέγεις για την εξιστόρηση των ιστοριών σου;
Πάντα μου άρεσε να διαβάζω όχι μακροσκελή μυθιστορήματα αλλά μικρότερα γραπτά που η συγγραφική πένα δεν κυμαίνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γραφής αλλά εστιάζει σε έναν ή δύο κεντρικούς ήρωες και κάποιο γεγονός που είναι ξεκάθαρο και ορισμένες στιγμές εκκωφαντικό. Επίσης είναι και μία λύση ανάγκης για να είμαι ειλικρινής, διότι στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, λόγω πίεσης χρόνου, δεν θα μπορούσα να γράψω ένα πολυσέλιδο κείμενο. Όσες φορές προσπάθησα το άφησα για πολύ καιρό και μετά με άφησε κι εκείνο.
- Θεωρείς ότι το διήγημα έχει μεγαλύτερη ή/και καλύτερη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό απ’ ότι άλλες λογοτεχνικές μορφές;
Θεωρώ ότι το διήγημα έχει πιο άμεση απήχηση στο αναγνωστικό κοινό καθώς είναι μικρό σε έκταση κείμενο και διαβάζεται γρήγορα. Όμως οι αναγνώστες που θα επιλέξουν να διαβάσουν διηγήματα είναι συνήθως άνθρωποι που έχουν πάθος με τη λογοτεχνία και ο σκοπός της αναζήτησης ενός καλού αναγνώσματος δεν είναι η χαλάρωση και το ξαπλώνω στον καναπέ ξεχνώντας τα προβλήματα μου χαμένος στις σελίδες ενός βιβλίου. Το διήγημα παρόλο που είναι μικρό σε έκταση, θέλει καθαρό μυαλό για να διαβαστεί και να αφομοιωθεί από τον αναγνώστη.
`
`
- Την εξιστόρηση της μοναξιάς ενός ανθρώπου επέλεξες ως εισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο σου. Ποια η σημειολογία της επιλογής αυτής;
Δεν ξέρω αν είναι τόσο η μοναξιά όσο η απομόνωση. Η απομόνωση στην πόλη. Παρόλο που περιστοιχίζεσαι από εκατομμύρια ανθρώπων την νιώθεις έντονη και ορισμένες φορές σε κουράζει. Υπάρχει επίσης και το αίσθημα ότι αυτό είναι κάτι παροδικό, κάποια στιγμή θα αρχίσει αυτή η κατάσταση να φθίνει, και όντως αν το σκεφτείς υπάρχουν τόσες συλλογικές δράσεις που γίνονται. Όμως δεν είναι όλα για όλους. Ο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει διαφορετικά κάθε κατάσταση. Θεωρώ ότι όλοι έχουμε σταθεί σε κάποιο σταυροδρόμι και επιλέξαμε να πορευτούμε για λίγο μόνοι μας από ανάγκη ή από επιλογή μας θέλοντας να πάμε κάπου παρακάτω.
- Κάθε διήγημα προλογίζεται από ένα ποίημα ενός Έλληνα/ μιας Ελληνίδας ποιήτριας. Περιέγραψε μας την σχέση μεταξύ των γραφών.
Για μένα η επαφή με ένα ποίημα μπορεί να πυροδοτήσει την έμπνευση για ένα διήγημα, ενώ μπορεί να εμπνεύσει και άλλες μορφές τέχνης. Πολλά ξεκινούν από την ποίηση ως προς το μέτρο και το ρυθμό αλλά και από τον συμβολισμό, ακόμα και οι πρωτόγονες γλώσσες των ανθρώπων ήταν πιο ποιητικές. Επίσης πολλές φορές έχω προσέξει πως τα παιδιά για να καταλάβουν κάτι πρέπει να τους το περιγράψεις συμβολικά, σχεδόν ποιητικά. Οπότε πιστεύω ότι η ποίηση προηγείται από όλες τις μορφές του λόγου και ήθελα με κάποιον τρόπο να τιμήσω αυτή την συμβολή της στο βιβλίο μου. Και επειδή όλοι έχουμε διαβάσει προγενέστερους ποιητές γιατί όχι να μην προβάλλω σύγχρονους που είναι εδώ μαζί μας και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα στο τώρα.
- Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τα διηγήματα σου χαρακτηρίζονται από την αφαιρετική αισθητική, είναι ασπρόμαυρες (με εξαίρεση το στοιχείο του μπαλονιού στο εξώφυλλο) και σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης διαπιστώνει κανείς την απουσία του ενεργού ανθρώπινου στοιχείου. Ποια η σχέση σου με την φωτογραφική τέχνη; Και θεωρείς πως η γραφή χρειάζεται οπτικό υλικό για να μετουσιωθεί;
Είχα την τύχη να ασχοληθώ για λίγο με την τέχνη της εμφάνισης ασπρόμαυρης φωτογραφίας και αυτό λειτούργησε θεραπευτικά σε μία δύσκολη περίοδο της ζωής μου που προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω μία απώλεια. Πέραν αυτής της ανάμνησης δεν με συνδέουν πολλά με την τέχνη της φωτογραφίας, δεν παρακολουθώ εκθέσεις κτλ. όμως χρειάζομαι αυτό το ασπρόμαυρο και το λιτό που αφήνει τη φαντασία να βάλει τα χρώματα και τα πρόσωπα. Οι φωτογραφίες είναι αφαιρετικές γιατί έτσι πιστεύω ότι ξεκουράζεται κάπου το μάτι του αναγνώστη για να πάρει μετά ανάσα να βυθιστεί στην ανάγνωση. Πολύ σωστά το συμπεραίνεις ότι η γραφή χρειάζεται και οπτικό υλικό χωρίς αυτό όμως να είναι το μόνο. Αυτό που συμβαίνει σε μένα είναι ότι οποιοδήποτε υλικό αν μπορούμε να το πούμε έτσι, προηγείται της γραφής, θα πρέπει να το κάνω εικόνα στο μυαλό μου και μετά να γεννηθούν οι λέξεις για να αποτυπώσω την εικόνα αυτή πάνω στο χαρτί.
- Στα διηγήματα σου περιγράφεις ποικιλόμορφες και ποικιλότροπες σκηνές της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Το αφηγηματικό σου τοπίο εναλλάσσεται από την επαρχία στο άστυ και από την ύπαιθρο στο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας. Τι ακριβώς είναι αυτό που σε εμπνέει για να διηγηθείς μια ιστορία;
Η έμπνευση δεν είναι κάτι που μπορώ να ορίσω. Μπορεί να είναι μία εικόνα, ένα γεγονός ή ένα συναίσθημα που έχω βιώσει και ψάχνει το δρόμο του να εκφραστεί ή και όλα αυτά μαζί. Τώρα ζω στην Αθήνα πάνω από μια δεκαετία, όμως έχοντας μεγαλώσει σε μία μικρή πόλη, τη Χαλκίδα και έχοντας περάσει αρκετούς μήνες κατά διαστήματα σε χωριό, δεν μπορώ να γράψω μόνο για το ένα, αγνοώντας το άλλο. Νομίζω ότι είμαι τυχερός που έχω ζήσει αυτές τις εναλλαγές τοπίου και νιώθω άνετα να εναλλάσσω τον συγγραφικό μου χάρτη από την ύπαιθρο στην πόλη αναλόγως την ιστορία.
- Οι ήρωες σου είναι πραγματικά πρόσωπα ή πλάσματα της φαντασίας σου; Και πώς θα τους χαρακτήριζες;
Είναι κατ’ εξακολούθηση πρόσωπα φανταστικά, κάποια συμβολικά, όμως επειδή οι περισσότερες ιστορίες έχουν το ρεαλιστικό στοιχείο θα μου επιτρέψεις να πω ότι τα πρόσωπα έχουν μία υπόσταση, χωρίς να έχουν ύλη. Έχουν δηλαδή τη μορφή αυτή που τους δίνει η κάθε σκέψη, διότι έχουν χαρακτηριστικά που έχω συλλέξει από πραγματικούς ανθρώπους που συνάντησα και συνομίλησα μαζί τους. Κάποια μάλιστα πρόσωπα, στο βιβλίο, έχουν και μία δικής του αυτονομία, δεν άντεξαν να μπουν στο πλαίσιο της ιστορίας μου και ξέφυγαν από εκεί, κυνηγώντας ο καθένας για τον εαυτό του το τέλος που επιθυμούσε περισσότερο.
- Το μεγάλο ατού των διηγημάτων σου είναι, κατά την άποψη μου, το ανατρεπτικό τους τέλος. Είναι ένα συγγραφικό τέχνασμα ή σου αρέσει η προοπτική του απροόπτου στην ζωή των ανθρώπων;
Θεωρώ ότι στο διήγημα δεν δίνεται ο χρόνος στον αναγνώστη για να μάθει, να ψηλαφήσει την ιστορία σιγά-σιγά διαβάζοντας, να προλάβει να εξοικειωθεί με τον τρόπο γραφής του συγγραφέα, οπότε πρέπει να υπάρχει ή δύναμη που να συνθλίβει την όραση του με ένα σκοπό και όχι ανώφελα ενώ ταυτόχρονα να την επουλώνει πάλι με θόρυβο. Το απρόοπτο είναι ο θόρυβος που κάνει η ηχώ από το γκρέμισμα του αναγνώστη στο κενό. Θα επέλεγα το συγγραφικό τέχνασμα, δεν μου αρέσει τόσο το απρόοπτο, το φοβάμαι. Τελειώνοντας τις ιστορίες με μία ανατροπή είναι ένας τρόπος να γεννηθεί ένα έντονο συναίσθημα στον αναγνώστη αλλά και για μένα να συμφιλιωθώ με αυτόν τον φόβο του απρόοπτου.
- Στο επίμετρο σου γράφεις «Μου έφεραν ένα καλάθι με μήλα, κομμένα ελπίζω όχι από τον κήπο των Εσπερίδων. Ήταν κόκκινα, ώριμα και αντανακλούσαν το φως του ήλιου στη στιλπνάδα τους. Δεν άγγιξα ούτε ένα. Μείναν όλα μέσα στο καλάθι εκεί που τ’ άφησα, στο τραπέζι της κουζίνας, χωρίς να τα γευτώ. Τώρα τα μήλα σάπισαν. Κι εγώ, ατροφικός δοκιμαστής της νιότης έστω κι αν κρέμασα τις σκέψεις μου στα κλαδιά μιας γερομηλιάς, δεν έχω την παραμικρή αίσθηση της σάρκας αυτών των φρούτων.» Θα ήθελα κλείνοντας αυτή την μικρή επικοινωνία να μας πεις πως αντιλαμβάνεσαι το πέρασμα του χρόνου σε σχέση με τους καρπούς που δεν επιλέγουμε ή δεν προλαβαίνουμε να απολαύσουμε.
Πιστεύω στην επιλογή του να κάνεις ή να μην κάνεις κάτι, ανεξάρτητα από το όφελος και τι θα αποκομίσεις κάνοντας το. Νιώθω ότι οι άνθρωποι μετανιώνουμε συχνά για πράγματα που δεν έχουμε κάνει, που μας έχουν ξεφύγει κατά κάποιο τρόπο και έχουμε στερηθεί των εμπειριών τους. Μετά αγκομαχάμε να προλάβουμε να αρπάξουμε ότι μπορούμε από το καλάθι με τα μήλα έστω και αργοπορημένα. Δεν με νοιάζει τι θα έπρεπε να κάνουμε και τι όχι, αυτό είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα, απλά εκθέτω αυτή την αντίληψη στο συγκεκριμένο κείμενο.
-Σε ευχαριστώ Βασίλη για αυτή μας την συνομιλία και εύχομαι η συλλογή σου να ταξιδέψει πολύ μακριά.
-Κι εγώ σε ευχαριστώ πολύ Κατερίνα για τις τόσο εύστοχες και ουσιαστικές ερωτήσεις σου. Ελπίζω να τα πούμε ξανά σύντομα.
***********************************************************************
`
Ο Βασίλης Μπαρούτης ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος. Γραπτά του δημοσιεύονται κατά καιρούς σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.
Η συλλογή διηγημάτων «Piano Forte» είναι το δεύτερο βιβλίο του και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φίλντισι.
Η Κατερίνα Λιάτζουρα γεννήθηκε στην Γερμανία. Ζει στην Χαλκίδα και εργάζεται στην Μέση Εκπαίδευση Εύβοιας ως Φιλόλογος της Γερμανικής Γλώσσας. Γράφει, διαβάζει και φωτογραφίζει. Τελευταία ασχολείται και με την απόδοση σύγχρονων Ελλήνων και Ελληνίδων ποιητών/-τριών στην γερμανική γλώσσα. Είναι τακτική συνεργάτιδα της ιστοσελίδας poiein.gr. Ποιήματα της και μικρά πεζά έχουν δημοσιευτεί σε ιστοσελίδες, ηλεκτρονικά περιοδικά και σε έντυπες ανθολογίες. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές.
The post Βασίλης Μπαρούτης, “Το απρόοπτο είναι ο θόρυβος που κάνει η ηχώ από το γκρέμισμα του αναγνώστη στο κενό.” [συνέντευξη στην Κατερίνα Λιάτζουρα] appeared first on Ποιείν.