Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Wallace Stevens, «Ποιήματα- Επιλεγμένα 1913- 1957», (μτφρ. Πέτρος Γκολίτσης), εκδ. ρώμη, 2019

$
0
0

 

 

                                                                                                                   

«Not Ideas about the Thing but the Thing Itself»

 

At the earliest ending of winter,

In March, a scrawny cry from outside

Seemed like a sound in his mind.

 

He knew that he heard it,

A bird’s cry, at daylight or before,

In the early March wind.

 

The sun was rising at six,

No longer a battered panache above snow . . .

It would have been outside.

 

It was not from the vast ventriloquism

Of sleep’s faded papier-mâché . . .

The sun was coming from outside.

 

That scrawny cry − it was

A chorister whose c preceded the choir.

It was part of the colossal sun,

 

Surrounded by its choral rings,

Still far away. It was like

A new knowledge of reality.

 

*

«Όχι ιδέες για το πράγμα αλλά το πράγμα καθ’ εαυτό»

 

Στο πρώιμο τέλους του χειμώνα,

Μάρτιο μήνα, μια ισχνή φωνή από έξω

Έμοιαζε με ήχο μες στο νου του.

 

Γνώριζε πως την άκουσε,

Ένα κρώξιμο πουλιού, την αυγή ή πριν,

Στον πρώιμο άνεμο του Μαρτιού.

 

Ο ήλιος ανέτειλε στις έξι,

Όχι πια ως ένα κακοποιημένο καμάρι πάνω απ’ το χιόνι …

Θα έπρεπε να ήταν απ’ έξω.

 

Δεν ήταν από την αχανή εγγαστριμυθία

Του ξεθωριασμένου από τον ύπνο χαρτοπολτού …

Ο ήλιος ερχόταν από έξω.

 

Εκείνη η ισχνή φωνή – Ήταν

Ένας χορωδός του οποίου το ντο προπορεύονταν της χορωδίας.

Ήταν μέρος του κολοσσιαίου ήλιου,

 

Περικυκλωμένου από χορωδιακούς δακτυλίους,

Ακόμη αρκετά μακριά. Ήταν σαν

Μια καινούργια γνώση της πραγματικότητας.

 

 `

***

«Lebensweisheitspielerei»

Weaker and weaker, the sunlight falls
In the afternoon. The proud and the strong
Have departed.

Those that are left are the unaccomplished,
The finally human,
Natives of a dwindled sphere.

Their indigence is an indigence
That is an indigence of the light,
A stellar pallor that hangs on the threads.

Little by little, the poverty
Of autumnal space becomes
A look, a few words spoken.

Each person completely touches us
With what he is and as he is,
In the stale grandeur of annihilation.

*

«Lebensweisheitspielerei»

 

Ολοένα και πιο αδύναμο το ηλιόφως πέφτει

Το απόγευμα. Οι περήφανοι και οι δυνατοί

Έχουν αποχωρήσει.

 

Εκείνοι που απόμειναν είναι οι ανεκπλήρωτοι

Οι εν τέλει άνθρωποι,

Εγκάτοικοι μιας μειούμενης σφαίρας.

 

H ένδειά τους είναι μια ένδεια

Που είναι ένδεια φωτός,

Μια έναστρη ωχρότητα επικρεμάμενη απ’ τις κλωστές.

 

Κομμάτι κομμάτι, η φτώχεια

Του φθινοπωρινού χώρου μετατρέπεται

Σε βλέμμα, σε δυο λόγια αρθρωμένα.

 

Κάθε πρόσωπο μας συγκινεί εξ ολοκλήρου

Με αυτό που είναι και όπως είναι,

Στο ληγμένο μεγαλείο του αφανισμού.

 

`

*****

The Snow Man

 

One must have a mind of winter

To regard the frost and the boughs

Of the pine-trees crusted with snow;

 

And have been cold a long time

To behold the junipers shagged with ice,

The spruces rough in the distant glitter

 

Of the January sun; and not to think

Of any misery in the sound of the wind,

In the sound of a few leaves,

 

Which is the sound of the land

Full of the same wind

That is blowing in the same bare place

 

For the listener, who listens in the snow,

And, nothing himself, beholds

Nothing that is not there and the nothing that is.

 

 *

O χιονάνθρωπος

 

Κάποιος πρέπει να έχει τον «νου του χειμώνα»

Για να θεωρήσει την παγωνιά και τα κλαδιά

Των πεύκων που πετσώνονται με χιόνι∙

 

Και να παραμείνει υπό το κρύο καιρό

Τα κυπαρίσσια να θωρεί που τραχύνονται με πάγο,

Τα έλατα που σκληραίνουνε στo μακρινό σπινθηροβόλημα

 

Του ήλιου του Γενάρη∙ και να μην σκέφτεται

Καμιά μιζέρια στον ήχο του ανέμου,

Στον ήχο των λιγοστών πια φύλλων,

 

Που είναι ο ήχος της γης

Πλήρης από τον ίδιο άνεμο

Που αδιάκοπα φυσά στο ίδιο γυμνό τοπίο

 

Για αυτόν που αφουγκράζεται, ακούγοντας το χιόνι,

Και, τίποτα καθώς είναι ο ίδιος, θωρεί

Το τίποτα, που δεν είναι εκεί, και το τίποτα που είναι.

 

 `

******

 

Le Monocle De mon Oncle

 

I

“Mother of heaven, regina of the clouds,

O sceptre of the sun, crown of the moon,

There is not nothing, no, no, never nothing,

Like the clashed edges of two words that kill.”

And so I mocked her in magnificent measure.

Or was it that I mocked myself alone?

I wish that I might be a thinking stone.

The sea of spuming thought foists up again

The radiant bubble that she was. And then

A deep up-pouring from some saltier well

Within me, bursts its watery syllable.

 

*

 

To μονόκλ του θείου μου

 

I

«Μητέρα των ουρανών, βασίλισσα των σύννεφων,

Ω σκήπτρο του ήλιου, στέμμα του φεγγαριού,

Δεν υφίσταται το δεν τίποτα, όχι, όχι, ποτέ το τίποτα,

Όπως οι συγκρουόμενες κόψεις δυο λέξεων που σκοτώνουν».

Κι έτσι την περιέπαιξα με μέτρο μεγαλοπρεπές.

Ή μήπως περιέπαιξα εγώ τον εαυτό μου μόνο;

Θα ευχόμουν να ήμουν μια σκεπτόμενη πέτρα.

Η θάλασσα της αφρίζουσας σκέψης που εκκινεί ξανά

Την ακτινοβολούσα φούσκα που αυτή ήταν. Και τότε

Ένα εκ των βαθέων αναδυόμενο υφάλμυρο πηγάδι

Εντός μου, ξεσπά τις νερένιες του συλλαβές.

 

II

A red bird flies across the golden floor.

It is a red bird that seeks out his choir

Among the choirs of wind and wet and wing.

A torrent will fall from him when he finds.

Shall I uncrumple this much-crumpled thing?

I am a man of fortune greeting heirs;

For it has come that thus I greet the spring.

These choirs of welcome choir for me farewell.

No spring can follow past meridian.

Yet you persist with anecdotal bliss

To make believe a starry connaissance.

 

II

Ένα κόκκινο πουλί πετά δια μέσο του χρυσού πατώματος.

Είναι ένα κόκκινο πουλί που γυρεύει τη χορωδία του

Μέσα στις χορωδίες του ανέμου και βρεγμένο ίπταται.

Ένας χείμαρρος θα μας κατακλύσει από εκεί σαν την βρει.

Θα έπρεπε να αποθρυμματίσω αυτό το πολύ-θρυμματισμένο πράγμα;

Είμαι ένας άνθρωπος καλότυχος που χαιρετίζει κληρονόμους∙

Γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα που χαιρετίζω την άνοιξη.

Αυτές οι χορωδίες του καλωσορίσματος για μένα είναι αποχαιρετισμός.

Καμιά άνοιξη δεν έπεται της περασμένης μεσημβρίας.

Ωστόσο επιμένεις με μια πρωτότυπη μακαριότητα

Να προσποιηθείς μια έναστρη γνώση.

 

III

Is it for nothing, then, that old Chinese

Sat tittivating by their mountain pools

Or in the Yangtse studied out their beards?

I shall not play the flat historic scale.

You know how Utamaro’s beauties sought

The end of love in their all-speaking braids.

You know the mountainous coiffures of Bath.

Alas! Have all the barbers lived in vain

That not one curl in nature has survived?

Why, without pity on these studious ghosts,

Do you come dripping in your hair from sleep?

 

III

Για το τίποτα, λοιπόν, εκείνοι οι γηραιοί Κινέζοι

Κάθονταν κομψώς ενδεδυμένοι πλάι στις ορεινές λιμνούλες τους

Ή στον ποταμό Γιανγκτσέ σπουδάζοντας τα γένια τους;

Δεν θα παίξω στην επίπεδη αυτή ιστορική κλίμακα.

Γνωρίζετε πως του Ουταμάρο οι καλλονές αναζήτησαν

Το τέλος της αγάπης στις παν-ομιλούσες πλεξούδες τους.

Γνωρίζετε τις ορεινές κομμώσεις της λουτρόπολης του Μπαθ.

Αλίμονο! Μην έζησαν όλοι οι κομμωτές ματαίως

Που ούτε μια μπούκλα μες στη φύση επιζεί;

Γιατί, χωρίς έλεος στα επιμελή αυτά φαντάσματα,

Έρχεσαι, στάζοντας απ’ τα μαλλιά σου, απ’ τον ύπνο;

 

 

IV

This luscious and impeccable fruit of life

Falls, it appears, of its own weight to earth.

When you were Eve, its acrid juice was sweet,

Untasted, in its heavenly, orchard air.

An apple serves as well as any skull

To be the book in which to read a round,

And is as excellent, in that it is composed

Of what, like skulls, comes rotting back to ground.

But it excels in this, that as the fruit

Of love, it is a book too mad to read

Before one merely reads to pass the time.

 

IV

Αυτό ο χυμώδης και άψογος καρπός της ζωής

Πέφτει, καθότι φαίνεται, απ’ το ίδιο του το βάρος στη γη.

Όταν ήσουν η Εύα, o στυφός χυμός του ήταν γλυκός,

Αδοκίμαστος, στον επουράνιο αέρα του οπωρώνα.

Ένα μήλο μας εξυπηρετεί εξίσου καλά με ένα κρανίο

Ως ένα βιβλίο το οποίο διαβάζουμε μια φορά,

Και είναι το ίδιο άριστο, σε αυτό απ’ το οποίο συντίθεται

Aπ’ αυτό, όπως το κρανία, που επιστρέφει πίσω σαπίζοντας στο έδαφος.

Αλλά υπερέχει ως προς αυτό, όπως το φρούτο

Της αγάπης, είναι ένα βιβλίο πολύ τρελό να διαβαστεί

Προτού κάποιος διαβάζει απλώς για να περάσει την ώρα.

 

V

In the high west there burns a furious star.

It is for fiery boys that star was set

And for sweet-smelling virgins close to them.

The measure of the intensity of love

Is measure, also, of the verve of earth.

For me, the firefly’s quick, electric stroke

Ticks tediously the time of one more year.

And you? Remember how the crickets came

Out of their mother grass, like little kin,

In the pale nights, when your first imagery

Found inklings of your bond to all that dust.

 

V

Στην υψηλή δύση καίει ένα έξαλλο αστέρι.

Είναι για τα φλογερά αγόρια που ετέθη αυτό το αστέρι

Και για τις γλυκο-ευωδιαστές παρθένες στο πλάι τους.

Το μέτρο της έντασης του έρωτα

Είναι ένα μέτρο, επίσης, του οίστρου της γης.

Για μένα, μιας κωλοφωτιάς το ταχύ και ηλεκτρικό χτύπημα

Επιμελώς κροτεί τον χρόνο ενός ακόμη έτους.

Και εσύ; Θυμήσου πως οι γρύλλοι εξήλθαν

Απ’ το μητρικό τους γρασίδι, σαν μικροί συγγενείς,

Στις ωχρές νύχτες, όταν η πρώτη σου εικόνα

Εντόπισε υπαινιγμούς του δεσμού σου με όλη τη σκόνη.

 

 

VI

If men at forty will be painting lakes

The ephemeral blues must merge for them in one,

The basic slate, the universal hue.

There is a substance in us that prevails.

But in our amours amorists discern

Such fluctuations that their scrivening

Is breathless to attend each quirky turn.

When amorists grow bald, then amours shrink

Into the compass and curriculum

Of introspective exiles, lecturing.

It is a theme for Hyacinth alone.

 

 

 

VI

Εάν οι άνδρες στα σαράντα τους ζωγραφίζουν λίμνες

Τα εφήμερα μπλε πρέπει να αναδύονται γι’ αυτούς ως ένα,

Στη βασική πλαξ, στην παγκόσμια απόχρωση.

Υφίσταται μια ουσία εντός μας που υπερισχύει.

Αλλά στις ερωτοδουλειές μας οι ερωτευμένοι διακρίνουν

Τέτοιες κυμάνσεις ώστε τα γραπτά τους

Λαχανιάζουν ακολουθώντας κάθε ιδιότροπο γύρισμα.

Όταν οι ερωτευμένοι χάνουν τα μαλλιά τους, οι ερωτοδουλειές μαζεύονται

Στην περίμετρο και στο πρόγραμμα

Ενδοσκοπικών εξοριών, διδάσκοντας.

Αυτό είναι ένα θέμα για τον Υάκινθο και μόνο.

 

VII

The mules that angels ride come slowly down

The blazing passes, from beyond the sun.

Descensions of their tinkling bells arrive.

These muleteers are dainty of their way.

Meantime, centurions guffaw and beat

Their shrilling tankards on the table-boards.

This parable, in sense, amounts to this:

The honey of heaven may or may not come,

But that of earth both comes and goes at once.

Suppose these couriers brought amid their train

A damsel heightened by eternal bloom.

 

VII

Τα μουλάρια που οι άγγελοι καβαλικεύουν κατέρχονται αργά

Απ’ τα φλεγόμενα περάσματα, κατέρχονται πέρα απ’ τον ήλιo.

Καταβάσεις, από καμπανάκια που κουδουνίζουν, καταφθάνουν.

Aυτοί οι ημιονηλάτες είναι στο δρόμο τους εκλεκτικοί.

Στο μεταξύ, εκατόνταρχοι καγχάζουν και χτυπούν

Τις διάτορες κούπες τους στα τραπέζια.

Αυτή η παραβολή, στην ουσία της, συμποσούται στο εξής:

Το μέλι του παραδείσου ίσως ερθεί ή δεν θα ’ρθει,

Αλλά αυτό της γης συνάμα έρχεται και φεύγει μονομιάς.

Υποθέστε πως αυτοί οι μεταφορείς έφεραν μέσα στον ειρμό τους

Μια νεανίδα εξυψωμένη από αιώνια ακμή.

 

VIII

Like a dull scholar, I behold, in love,

An ancient aspect touching a new mind.

It comes, it blooms, it bears its fruit and dies.

This trivial trope reveals a way of truth.

Our bloom is gone. We are the fruit thereof.

Two golden gourds distended on our vines,

Into the autumn weather, splashed with frost,

Distorted by hale fatness, turned grotesque.

We hang like warty squashes, streaked and rayed,

The laughing sky will see the two of us

Washed into rinds by rotting winter rains.

 

VIII

Σαν ένας λόγιος βαρετός, παρατηρώ, στον έρωτα,

Μιαν αρχαία όψη που αγγίζει έναν νέο νου.

Έρχεται, ανθίζει, φέρει καρπούς και πεθαίνει.

Αυτός ο ασήμαντος τροπισμός αποκαλύπτει έναν τρόπο της αλήθειας.

Η ακμή μας έχει παρέλθει. Ως εκ τούτου είμαστε ο καρπός.

Δύο χρυσές νεροκολοκύθες φουσκωμένες στα αμπέλια μας,

Στον φθινοπωρινό καιρό, πιτσιλισμένες με παγωνιά,

Παραμορφωμένες από υγιή λιπαρότητα, στο αλλόκοτο γυρισμένες.

Επικρεμόμαστε σαν ακροχονδρονώδη κολοκυθάκια, ραβδωτά και ακτινοβολημένα,

Ο ουρανός που γελά θα δει και τους δυο μας

Ξεπλυμένους, σε φλούδες, σαπίσματα, από χειμερινές βροχές.

 

IX

In verses wild with motion, full of din,

Loudened by cries, by clashes, quick and sure

As the deadly thought of men accomplishing

Their curious fates in war, come, celebrate

The faith of forty, ward of Cupido.

Most venerable heart, the lustiest conceit

Is not too lusty for your broadening.

I quiz all sounds, all thoughts, all everything

For the music and manner of the paladins

To make oblation fit. Where shall I find

Bravura adequate to this great hymn?

 

IX

Σε στίχους άγριους μες στην κίνηση, γεμάτους φασαρία,

Ενδυναμωμένους με κλάματα, με κρότους, γοργούς και σίγουρους

Όπως η θανάσιμη σκέψη ανδρών που εκπληρούν

Τις περίεργες μοίρες τους στον πόλεμο, έρχομαι, γιορτάζω

Την πίστη των σαράντα, κηδεμονευόμενε του Έρωτα.

Η πλέον σεβάσμια καρδιά, η εύρωστη έπαρση

Δεν είναι λάγνα επαρκώς για την διαπλάτυνσή σου.

Τους ήχους όλους εξετάζω, τις σκέψεις, όλα τα πάντα

Για τη μουσική και τους τρόπους των ιπποτών

Να κάνω τα αφιερώματα να ταιριάξουν. Που θα βρω

Επιδεξιότητα επαρκή για αυτόν τον μέγα ύμνο;

 

X

The fops of fancy in their poems leave

Memorabilia of the mystic spouts,

Spontaneously watering their gritty soils.

I am a yeoman, as such fellows go.

I know no magic trees, no balmy boughs,

No silver-ruddy, gold-vermilion fruits.

But, after all, I know a tree that bears

A semblance to the thing I have in mind.

It stands gigantic, with a certain tip

To which all birds come sometime in their time.

But when they go that tip still tips the tree.

 

X

Στα ποιήματά τους οι λιμοκοντόροι του φανταχτερού

Αφήνουν αναμνηστικά των μυστικών κρουνών,

Αυθόρμητα ποτίζοντας τα εδάφη τους τα αμμώδη.

Εγώ είμαι ένας μικροκτηματίας, κι ως τέτοιος σύντροφος οδεύω.

Δεν γνωρίζω δέντρα μαγικά, κλώνους γλυκούς,

Μήτε ασημο-κόκκινους, μήτε κιννάβαρι-χρυσούς καρπούς.

Αλλά, παρόλα αυτά, γνωρίζω ένα δέντρο που

Ομοιάζει με το πράγμα που είχα στον νου.

Στέκεται γιγαντιαίο, με μια κλίση ελαφρά

Στο οποίο όλα τα πουλιά έρχονται κάποια στιγμή στη ζωή τους.

Αλλά σαν φύγουν αυτή η κλίση ακόμη γέρνει το δέντρο.

 

XI

If sex were all, then every trembling hand

Could make us squeak, like dolls, the wished-for words.

But note the unconscionable treachery of fate,

That makes us weep, laugh, grunt and groan, and shout

Doleful heroics, pinching gestures forth

From madness or delight, without regard

To that first, foremost law. Anguishing hour!

Last night, we sat beside a pool of pink,

Clippered with lilies scudding the bright chromes,

Keen to the point of starlight, while a frog

Boomed from his very belly odious chords.

 

XI

Αν το σεξ ήταν τα πάντα, τότε κάθε τρεμάμενο χέρι

Θα μας έκανε να τσιρίζουμε, σαν κούκλες, λόγια επιθυμητά.

Αλλά προσέξτε την ασυνείδητη δολιότητα της μοίρας,

Που μας κάνει να κλαίμε, να γελάμε, να γρυλλίζουμε και να βογκούμε,

και να κραυγάζουμε

Για θλιβερά ηρωικά, χειρονομίες που μας τσιμπούν προς τα μπροστά

Από την τρέλα ή την ηδονή, χωρίς να υπολήπτεται

Εκείνο τον πρώτο, πρώτιστο νόμο. Αγωνιούσα ώρα!

Εχθές τη νύχτα, καθίσαμε πλάι σε μια λιμνούλα ροζ,

Όπου ψαλιδισμένοι κρίνοι σκάζανε τα λαμπερά τους χρώματα,

Μοιρολογώντας προς τo φως των άστρων, ενώ ένας βάτραχος

Βομβούσε από την ίδια την κοιλιά του απεχθέστατες συγχορδίες.

 

XII

A blue pigeon it is, that circles the blue sky,

On sidelong wing, around and round and round.

A white pigeon it is, that flutters to the ground,

Grown tired of flight. Like a dark rabbi, I

Observed, when young, the nature of mankind,

In lordly study. Every day, I found

Man proved a gobbet in my mincing world.

Like a rose rabbi, later, I pursued,

And still pursue, the origin and course

Of love, but until now I never knew

That fluttering things have so distinct a shade.

 

XII

Είναι ένα μπλε περιστέρι, που περικυκλώνει τον μπλε ουρανό,

Με μια λοξή πτήση, τριγύρω και γύρω και γύρω.

Είναι ένα λευκό περιστέρι, που φτερουγίζει στο έδαφος,

Εξαντλημένο από την πτήση. Σαν ένας σκοτεινός ραβίνος, εγώ

Παρατήρησα, ενόσω ήμουν νέος, τη φύση του ανθρώπινου είδους,

Με αρχοντική σπουδή. Κάθε μέρα, έβλεπα

Πως ο άνθρωπος αποδεικνύονταν ένα κοψίδι στον επιτηδευμένο κόσμο μου.

Σαν ένας ροδόχρους ραβίνος, αργότερα, επιδίωξα,

Και ακόμη επιδιώκω, την καταγωγή και την πορεία

Του έρωτα, αλλά μέχρι τώρα ποτέ δεν έμαθα

Πως τα πτερωτά πράγματα έχουν μια τόσο διακριτή απόχρωση.

 

 

The post Wallace Stevens, «Ποιήματα- Επιλεγμένα 1913- 1957», (μτφρ. Πέτρος Γκολίτσης), εκδ. ρώμη, 2019 appeared first on Ποιείν.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles