Αφιερωμένο στη συγγραφέα Αδαμαντία Τριάρχη-Μακρυγιάννη
`
Ο επαρκής αναγνώστης με την πρώτη ματιά καταλαβαίνει ότι το έργο «Περί χρήματος» των εκδόσεων «Κοβάλτιο» έχει τη μορφή συμπιλήματος κι όχι μιας πραγματείας συστηματικής για το χρήμα. Γι’ αυτό το στοιχείο/στοιχειό που πολλοί υποδέχονται ως «κινητήρια δύναμη» του πλανήτη ή για τούτο που οι περισσότεροι συνήθως αποτιμούν ως «καταστροφικό θεσμό». Για το «χρήμα», το διαρκώς επιζητούμενο, το ηδονικό και … ενίοτε επονείδιστο, σκέψεις ενταγμένες στην σκληρή μεταμνημονιακή πραγματικότητα.
Περιεχόμενο και μορφή του βιβλίου συμμαχούν μαζί μας, ώστε να μη φορτίσουμε με άκρα επιστημοσύνη την ατμόσφαιρα, αλλά να ενισχύσουμε ενεργητικά την mentalite, τη διανοητική συλλογική δραστηριότητα, μετά πνεύματος και οίνου! Εξάλλου, φιλοσοφική σκέψη και λογοτεχνική δημιουργικότητα από τον Όμηρο και τον Παπαδιαμάντη, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη έως τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον Μπομπ Ντύλαν και τους σημερινούς συγγραφείς του κόσμου, πάντα διαχέονται στην ιστορική και ανιστόρητη παράθεση απόψεων. Ο παλιός εαυτός μας, εδώ σε φόρμα, ξεπετάγεται να σχολιάσει: Η ιστορικοχρονολογική σειρά στην παράθεση των κειμένων ενισχύει τη κριτική ματιά του σημερινού αναγνώστη –αλλά είναι απούσα. Η αλφαβητική σειρά, που οι εκδότες επιλέγουν, εξυπηρετεί μια περισσότερο «άνετη» μελέτη και απόλαυση των κειμένων.
«Εν αρχή ήν ο Λόγος», συνήθως λέγεται. Αλλά μια κλασικού τύπου –και θεοκεντρική–προσέγγιση γεννά στον αιρετικό ακροατή μια περιφορά στον κήπο των λογικών σοφισμάτων ή έστω στην ορολογία του Γ. Βέλτσου: εν αρχή ήν ο Λόγος ή ο υπό- λογος; Ο υπό τον λόγον; Ή εν τη αρχή του Κόσμου των ανθρώπων ίσταται η υπολογιστική του συμφέροντος/χρήματος εξουσία; Συμβολή στη διερεύνηση αυτού του κεφαλαιώδους και διαχρονικού ζητήματος, δηλαδή της θεσμισμένης και συγχρόνως χαοτικής παρουσίας του χρήματος αποτελεί ο τόμος «Περί χρήματος», όπου οι Ζήσης Δ. Αϊναλής, Γιώργος Μπλάνας, Λαμπριάνα Οικονόμου και Μιχάλης Παπαντωνόπουλος ενώνουν δυνάμεις ως …υποκινητές, μεταφραστές [θυμίζω: Traditoreor Tradutore?], επιμελητές, υπομνηματιστές, εκδότες! Στο δεύτερο τόμο της σειράς «Περί Φύσεως των Ανθρώπων» [“De Natura Hominis”]. Σε μια σειρά στην οποία οι εκδότες φιλοδοξούν να προβάλλουν, να αναδεικνύουν, να φωτίζουν «δομικά στοιχεία, εκφάνσεις και πάθη της ανθρώπινης φύσης». Επιστρατεύοντας προς τούτο επιστολές, δοκίμια ή λογοτεχνικά κείμενα από πολύ σημαντικά πρόσωπα που διαδραμάτισαν σοβαρό ρόλο στη στερέωση και προώθηση της παγκόσμιας γραμματείας και τέχνης. Ο συγκεκριμένος τόμος, όπως προηγουμένως και η συναγωγή κειμένων «Περί Τρέλας», διεκδικεί τη «μοναδικότητά του ως προς την πρωτοτυπία της σύνθεσης των επιμέρους κειμένων, επιδιώκοντας να προκαλέσει μία νέα αναγνωστική εμπειρία». Πλαγίως υπενθυμίζω ότι ο τόμος «Περί τρέλας» συγκεντρώνει 34 επιστολές των Αντονέν Αρτώ, Βιρτζίνια Γουλφ, Φρήντριχ Νίτσε, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και Μαίρης Σέλλεϋ, στις οποίες οι συγγραφείς τους αποκαλύπτουν, αποτυπώνουν, εμβαθύνουν ή βυθίζονται στην ψυχική τους κατάρρευση με εξομολογητικό τόνο, συνθέτοντας την αγωνιώδη κραυγή του απόκληρου πνεύματος προς την κοινωνία.
Μελετώντας την έκδοση διεξήλθα στις σελίδες της την προσπάθεια που έκαναν στο απώτερο παρελθόν ή σε πιο κοντινό χρόνο «επτά σπουδαίες μορφές της παγκόσμιας διανόησης και τέχνης». Στη λέξη προσπάθεια προσθέστε όποιο θετικό επίθετο επιθυμείτε ως προς αυτήν: ουσιαστική, αγωνιώδη, φιλοσοφικά υπαρξιακή! Με συναισθηματισμό κι εξάρσεις, με λογική και τεκμηρίωση –λιγότερο ή περισσότερο επαρκή- αναλύουν, αφορίζουν και αποθεώνουν το χρήμα υπό μορφή πίστωσης, διεκδίκησης ή προνομίου· ως προϊόν μιας παραγωγικής δραστηριότητας, που «δημιουργεί στοιχεία πλούτου με πρώτη ύλη το χρέος». Συνιστούν μάλιστα οι επιμελητές σε μας όλους: «Και ας διαβαστούν τα λόγια τους τοις μετρητοίς. Κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από το ταμείο». Ιδού, λοιπόν, τι έπεται της Εισαγωγής του Γιώργου Μπλάνα «Περί χρήματος τοις μετρητοίς». Συμπαρατάσσονται οι Θωμάς Ακινάτης (: Περί του αμαρτήματος της τοκογλυφίας), Αριστοτέλης (: Περί γενναιοδωρίας), Σούσουι Κότοκου (: Καταργήστε το χρήμα!), Καρλ Μαρξ (: Η δύναμη του χρήματος), Άντι Ουόρχολ (: Οικονομικά), Λεβ Τολστόι (: Χρήμα) και στο Επίμετρο ο Σαρλ Μπωντλαίρ (: Ο κόσμος θα τελειώσει). Με λόγια ανεκδοτολογικά: «Ο Ακινάτης επανεξετάζει τις προϋποθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η τοκογλυφία συνιστά αμάρτημα. Ο Αριστοτέλης, μέσα από την ψυχολογική και πρακτική ανάλυση περί διαχείρισης του χρήματος, αναδεικνύει την αρετή της γενναιοδωρίας. Ο Κότοκου αντικρίζει το χρήμα ως βακτήριο και προτείνει την κατάργησή του. Ο Μαρξ ανατέμνει τη δύναμη του χρήματος, «δεσμού όλων των δεσμών». Ο Ουόρχολ εξιστορεί τις φαντασιώσεις του με τα «φράγκα». Ο Τολστόι παρουσιάζει το χρήμα ως μέθοδο επιβολής και τυραννίας». Ο Μπωντλαίρ διακηρύσσει πως «ο κόσμος θα τελειώσει», αλλά το χρήμα θα συνεχίσει να υπάρχει.
Ωστόσο, αυτή την έκδοση και την παρουσίασή της οφείλουμε να τις αφιερώσουμε στον άνθρωπο που δεν πήρε το χρήμα «Τοις μετρητοίς», όπως σοβαρά και μισοπροβοκατόρικα προτείνει ο φίλτατος Γιώργος Μπλάνας στην εισαγωγή του παρουσιαζόμενου τόμου. Για τον άνθρωπο που, πεθαίνοντας στην ξακουστή παραλία της Λεμεσού προχτές, καταγράφτηκε στο σύνολο των ειδησεογραφικών δελτίων των κυπριακών μ.μ.ε. ως ο «Ρουμάνος, ο άστεγος, ο αλκοολικός» (σημ.: βρέθηκε νεκρός την παραμονή της παρουσίασης, στη Λεμεσό). Μιλώ φυσικά για τον συνάνθρωπο και συνομήλικο Grigore Vasile! Ο Μπωνταίρ, αν προλάβαινε να μάθει για τη ζωή και το τέλος του ανθρώπου αυτού, θα σημείωνε ακόμη πιο εμφαντικά: «Ο κόσμος θα τελειώσει»! Και θα επέμενε: «Χαμένος σε τούτο τον απαίσιο κόσμο, κουβαριασμένος μες στα πλήθη, είμαι σαν άνθρωπος που έχει χάσει τελείως το ενδιαφέρον του και που κοιτά μονάχα πίσω, στου χρόνου το βάθος, και δεν βλέπει παρά απογοήτευση και πίκρα, και που όταν κοιτά μπροστά δεν βλέπει παρά μια καταιγίδα που δεν κουβαλά τίποτα καινούργιο, καμιά διδαχή, κανέναν πόνο» (σ. 118).
Η μεταπολιτευτική «γενιά του ‘74 και βάλε» ανεχόταν (ίσως και επιζητούσε) οι ποικιλώνυμοι αρχηγίσκοι της στα φοιτητικά χρόνια να συγγράφουν «σοβαρά» εγχειρίδια Πολιτικής Οικονομίας. Ο Μπλάνας, της ίδιας γενιάς τούς βγάζει τη γλώσσα: «Μπορείς να ζεις όπως θέλεις, αλλά όχι χωρίς να χρεώνεσαι. Αυτό είναι το χρέος σου απέναντι στην «αφηρημένη» δομή που σου δίνει τον ρόλο σου. Έχεις κάθε δικαίωμα να ορίσεις τη δική σου απόσταση από αυτό τον ρόλο, αλλά, επειδή ο ρόλος πρέπει να συνεχίσει να δουλεύει, οφείλεις να γεφυρώσεις την απόσταση, αποδεχόμενος έναν ισοδύναμο μεσολαβητή ανάμεσα σε εσένα και στον εαυτό σου. Και αυτό είναι το χρήμα. Και ας διαβαστούν τα λόγια αυτά τοις μετρητοίς. Κανένα λάθος δεν είναι εύκολο να αναγνωριστεί μετά την απομάκρυνση από το ταμείο.»
Με τη σειρά που ακολουθείται στον τόμο, παραθέτουμε λίγες σκέψεις και ενδεικτικά αποστάγματα της σκέψης των ανθολογούμενων στοχαστών:
Στον Θωμά Ακινάτη, ξεχωριστό θεολόγο και εκπρόσωπου της φιλοσοφικής τάσης του σχολαστικισμού ιταλικής καταγωγής (1225-1274), γενικώς οι ηθικές αρετές καθορίζουν τον ηθικό βίο των ανθρώπων, με προεξέχουσες τη σωφροσύνη, την ανδρεία, τη δικαιοσύνη, τη φρόνηση. Προσανατολίζεται και στην ανάλυση του «αμαρτήματος της τοκογλυφίας, που διαπράττεται μέσω του δανεισμού». Διαπιστώνει, όμως, σχεδόν …απρόσμενα ότι, εάν ο τοκογλύφος «στον οποίο εμπιστεύεται κάποιος τα χρήματά του μπορεί να προχωρήσει στην πράξη τοκογλυφίας και με άλλα μέσα, τότε δεν υποπίπτει σε αμάρτημα αυτός που εμπιστεύεται τα χρήματά του στον τοκογλύφο προκειμένου ο δεύτερος να τα φυλάξει με μεγαλύτερη ασφάλεια, διότι αυτό σημαίνει πως χρησιμοποιεί τον αμαρτωλό για καλό σκοπό» (σ. 41). Συνεπώς, παρά τις αντιρρήσεις, ο «χριστιανικός αριστοτελισμός» του Ακινάτη αναδεικνύεται σε πρώτου μεγέθους απολογητική ενός …σπορ που επέτρεψε την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίων σε βάρος των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Ο μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης (385-322 π.Χ.), εμπειρικός παρατηρητής και βαθυστόχαστος αναλυτής της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, με τον ρεαλισμό που διακρίνει την κοινωνική και πολιτική του σκέψη, ρίχνει βάρος στην ανάλυση της «γενναιοδωρίας», που τη θεωρεί «το μέτρον» του χρήματος. Κι αυτό γιατί «ο γενναιόδωρος δεν επαινείται για τις πολεμικές του πράξεις, ούτε για τις ενέργειες για τις οποίες επαινείται ο εγκρατής, αλλά για το πώς δίνει και παίρνει χρήματα και, κυρίως, για το πώς τα δίνει» (σ. 45).
Ψάχνω, βεβαίως, στοιχεία για τον πιο «άγνωστο» στοχαστή του τόμου, τον Σούσουι Κότοκου. Σκαλίζω ανάμεσα σε δεκάδες διαφημιστικές αναρτήσεις που με ρωτούν «Έχεις προστατίτιδα; Απαλλάξου απ’ αυτήν για πάντα!». Κι ο ίδιος ο μίστερΓούγλης στην έρευνα αυτή, μου αποκαλύπτει συνεχώς εκδόσεις και ιστοσελίδες για το «Sushi Kotoku,Φουκουόκα»!!! Φυσικά, κάποια στιγμή εντοπίζω έκδοση που με πληροφορεί ότι ο Σ. Κότοκου έζησε στην Ιαπωνία ανάμεσα στα 1871 και 1911, παλεύοντας μέσα σε διώξεις, να παραμείνει ριζοσπάστης διανοούμενος και συγγραφέας, κήρυκας ενός προχωρημένου σοσιαλιστικού αντιεξουσιαστικούπροτάγματος: «Το χρήμα είναι σαν τα βακτήρια: καθότι διαθέτει απεριόριστη εξουσία πάνω στη γη, είναι βέβαιο πως το σύστημα αξιών της ανθρωπότητας θα διαφθείρεται ολοένα και περισσότερο. Αργά ή γρήγορα η ηθική θα γκρεμιστεί και η ανθρώπινη φύση θα βρεθεί αντιμέτωπη με την εξαχρείωση. (…) Κανείς δεν εκπορνεύεται οικειοθελώς. Κανείς δεν ξεπουλιέται πρόθυμα. Κανείς δεν επιθυμεί την αναμόρφωση των εθίμων ή τη βελτίωση της ηθικής. Εντούτοις, τα πράγματα βαίνουν διαφορετικά εξαιτίας του χρήματος και μόνον» (σελ. 57).
Όταν πολλοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί επιδίδονται σε εξυμνήσεις του Σόιμπλε, ο Μπεν Μπερνάνκι (πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ με το κραχ του 2008) διατυπώνει δημόσια απόψεις που «παραπέμπουν στον ίδιο τον Μαρξ, τις αναλύσεις του για τις αξεπέραστες αντιφάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης και πάνω απ’ όλα στο νόμο που διατύπωσε για την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους» (όπως πρόσφατα έγραψε ο δημοσιολόγος Σωτήρης Βλάχος). Επιμένει, και όχι άδικα, ο Καρλ Μαρξ (Τρίερ 1818 – Λονδίνο 1883), ο ιδρυτής της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, στο απόσπασμα με τίτλο «Η δύναμη του χρήματος», από το νεανικό έργο «Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844»: «Εάν αγαπάς χωρίς η αγάπη σου να βρίσκει ανταπόκριση είναι σαν να μην παράγει αγάπη η αγάπη σου. Εάν, παρά το γεγονός πως εκφράζεσαι ως εραστής, δεν μπορείς να καταστήσεις τον εαυτό σου αντικείμενο αγάπης, τότε η αγάπη σου είναι ανίσχυρη: μια δυστυχία» (σ. 70-71).
Ο Λεβ Τολστόι (1828-1910) είναι άνθρωπος που, μέσα στη θρησκευτική έξαρση και δεμένος με τα προβλήματα της εποχής του, επιχείρησε να απαντήσει στο γιατί οι άνθρωποι υποφέρουν. Θέλησε κι ο ίδιος να απελευθερώσει τον άνθρωπο και να αποκαταστήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, Με τα έργα του ήρθε όμως σε αντιδικία με την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία τον απέβαλε από τις τάξεις της το 1901. Και πώς να μη γίνει αυτό, όταν ο Λεβ Τολστόι, μαζί με άλλα, επεσήμαινε στο δοκίμιο «Τι πρέπει να κάνουμε;»: «Η κυβέρνηση καθορίζει πόση εργασία απαιτείται από τους σκλάβους· πόσους βοηθούς χρειάζεται για να συλλέξει τα αγαθά· ταξινομεί τους βοηθούς σε στρατιώτες, γαιοκτήμονες και φοροεισπράκτορες. Και οι σκλάβοι παραδίδουν τον μόχθο της εργασίας τους και συγχρόνως σκέφτονται πως τον παραδίδουν όχι επειδή αυτό θέλουν οι αφέντες τους, μα γιατί η ελευθερία και η ευημερία τους απαιτούν προσφορές και θυσίες προς τη θεότητα ονόματι Κυβέρνηση» (σ. 99-100).
Ο Άντι Ουόρχολ, ο γνωστός καλλιτέχνης, (1928-1987) καταγράφει σκέψεις και συναισθήματα, φαινομενικά ασύνδετα, στα «Οικονομικά» του κείμενα. Αποφθεγματικές φράσεις, αυτοσαρκαστικές επινοήσεις, ειρωνικές σκέψεις, καταγγελίες στην καταναλωτική φρενίτιδα της δεκαετίας του 1970: «Δεν μπορείς ακόμη να πεις στις ειδήσεις πώς θα νικήσεις το σύστημα, και αυτό είναι που θέλουν να μάθουν οι άνθρωποι. Είναι υπέροχο να αγοράζεις φίλους. Δεν νομίζω ότι είναι κακό να έχεις μπόλικο χρήμα και να προσελκύεις τους ανθρώπους με αυτό. Δες ποιους προσελκύεις: ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ!» (σ. 82).
Κι ο Μπωντλαίρ, «χαμένος σε τούτον τον απαίσιο κόσμο, κουβαριασμένος μες στα πλήθη» (σ. 118), δεν «μασάει τα λόγια του»: «Τότε εκείνο που θα προσομοιάζει στην αρετή –τι λέω!- το κάθε τι που θα κλίνει από απληστία προς τον Πλούτο, θα εκλαμβάνεται ως κάτι το απροσμέτρητα γελοίο». Κι ακόμη πιο καθημερινά και συνηθισμένα: «Η δικαιοσύνη, εάν βέβαια θα είναι δυνατόν, εκείνη την πανευδαίμονα εποχή, να υπάρχει δικαιοσύνη, θα στερήσει το δικαίωμα του πολίτη από όσους δεν ευδόκησαν με κάποιον τρόπο να πλουτίσουν» (σ. 117).
Γράφεται συχνότερα πλέον στις μέρες μας ότι «ένα φάντασμα (ένα; μόνο;) πλανιέται πάνω από τον κόσμο μας». Κι αυτό είναι το τρομερό παγκόσμιο χρέος κρατών και εταιριών, που ειδικοί το υπολογίζουν στα 300 τρισεκατομμύρια δολάρια!!! Ο τόμος των 123 σελίδων «Περί χρήματος» μπορεί να συνδράμει με τα επιλεγμένα κείμενά του στο φωτισμό του προβλήματος. Κι αν δεν είναι ικανοποιημένοι κάποιοι, ας θυμηθούν τον διάλογο «Φαίδων» του Πλάτωνα («Διά γαρ την των χρημάτων κτήσιν πάντες οι πόλεμοι γίγνονται»), αλλά και τον Μένανδρο («Όπλον μέγιστον εν ανθρώποις τα χρήματα»).
Προσωπικά, όμως, δεν αρκούμαι και πάω πιο πέρα: Όποιος γνωρίζει ότι η λέξη «νόμισμα» (η χειροπιαστή βεβαίωση χρήματος) προκύπτει από το ρήμα «νομίζω» κι όποιος μπορεί να κατανοήσει την επιστημολογική διαφορά ανάμεσα στα αρχαιοελληνικά τριτοπρόσωπα ρήματα «χρη» και «δει», αυτός θα πείσει σε βάθος χρόνου τα τέκνα Ελλάδας και Κύπρου να επιστρέψουν και να εργαστούν για την πραγματική ανάπτυξη στα πατρώα εδάφη. Ίδομεν!
The post «Μια άποψη «περί χρήματος» («Τοις τήδε …χρήμασιν πειθόμενοι»…)» [γράφει ο Γιώργος Κ. Μύαρης] appeared first on Ποιείν.