Ο πίνακας του εξωφύλλου είναιι το ζωγραφικό έργο του Ανδρέα Άντη Ιωαννίδη, Χρόνοι της Γης
…………………………………………………………………………………
ἄρθρωση τοῦ ψιθύρου ἡ γραφὴ
νερὸ ἐνάρετος ἀέρας κρήνη τὸ λεξιλόγιο τῆς σιωπῆς
ὁ ἰδιόχειρος ἦχος ὁ λαξεμένος στίχος
στερέωση τῶν ὁραμάτων ἡ προτομὴ τοῦ νεροῦ
στῆς λίμνης του τὸ φέγγος οἱ ποταμοὶ τῶν ὀνομάτων
πλίνθοι ὑδρατμοὶ στὰ βάθη ξέρες θέρμες πνιγερὲς
δὲν ἦταν οἱ πυρρὲς στὰ μάτια νὰ φανοῦν ἀναλαμπὲς
οὔτε πὼς λάμψη κάμινος τέφρα σταχτὸς ποὺ εἶναι
καιρὸ μετὰ τὸ νέφος ἀναμμένο καπνοὶ φαιὰ νερὰ
θρύψαλα ἀχνισμένα κεραμίδια
ψηλόροφη βροχὴ βροντὴ ριγμένη
ἔσταζαν οἱ τοῖχοι πλάσματα νωπὰ πρωτόλεια προπλάσματα
ἔλιωναν τὰ περιγράμματα ὁ σχεδιασμὸς ἡ χρώση τῶν εἰκόνων
ἄγνωστη δυσανάγνωστη γραφὴ πέφταν ἐγχάρακτα ἐλάσματα
ἄναρθρο λάθεμα λίθωμα ἀποτύπωμα λαξεμένο παραλάλημα
ἐπιγραφὲς ἴχνη κείμενα παλίμψηστα λειψὰ μηνύματα
σϐῆναν ἀναγνώσματα σχήματα γραφήματα σημάδια
συλλαϐογραφὲς καλλίγραφα πρόσωπα σκιὲς
ἡμιτελῆ χαμόγελα ἀγίνωτα πετράδια
…………………………………………………………………………………
μὲ θάματα τῆς προσμονῆς μὲ ἀναθήματα χρησμοὺς μὲ δοξασίες τάματα
ἑρμηνεύεται ἡ ἀλήθεια στὰ νερὰ
μεταφράζεται τὸ ἐπιστήθιο χῶμα
ἡ ἀπὸ στήθους μνήμη
ἐπέπλεαν λόγια ἀλλόκοτα παράδοξοι στίχοι παραφράσεις
ὅσα τους γράμματα σιγοῦσαν γινόντουσαν εἰκόνες
ἀπ᾿ τὸ πλευρό μας πέφτουν πλεούμενα
στάζουν τὰ δάση τῶν καραϐιῶν μας
στὴ ρωγμὴ τοῦ νεροῦ ὅπου φυσᾶ καὶ ἀκούει
σὲ στίχο ποὺ δὲν ἤσουνα ἀκούγεσαι τραγούδι
…………………………………………………………………………………
μπροστὰ τὸ ὕψος χαμηλὸ μὲ γέρνει πίσω ἀπ᾿ τὸν καιρὸ
βρίσκω ἴχνη στίχους εἰκόνες ἤχους
σκόρπια ἀντικείμενα παρακείμενα εὑρήματα
ἄδειες γραμμὲς κενὲς σελίδες περιθώρια
μαζεύω ἐνθύμια φυλακτὰ θυμήματα
λιγοστὰ μολύϐια
σημεῖα στίξης ψηφίδες μελάνης καλλίγραφα φτερὰ
παλιά μηνύματα θερμά λησμονημένα χαιρετίσματα
εὔθραυστα σκιρτήματα περάσματα πνοῆς
…………………………………………………………………………………
χαραγμένη ἡ κίνηση στὸ βράχο ἔτρεχε μὲς στὴν πέτρα
ἀνέτελλε ἡ νύχτα ὁλημερὶς ἔπαλλαν τὰ λαξεμένα βάθη
στὴ λευκάδα τῶν μαρμάρων ὁ κραδασμὸς τῶν φύλλων ἀντηχοῦσε
ἡ ψυχὴ φτεροκοποῦσε πεταλούδα κι ἄνοιγε μακρὺ ταξίδι τὸ κορμὶ
θνητὴ μακροπνοὴ
τρέχουσα κλίση ἡ πτωτικὴ ἀκμὴ
στὸ χῶμα βούλιαζαν νὰ βγοῦν τοῦ ὕπνου οἱ πηγὲς καθρέφτες
ψήλωναν τὰ νερὰ κι ἀνέϐαιναν τὰ βάθη στὴ ράχη τῶν κυμάτων
κράταγαν τὸν ὁρίζοντα κλωστὴ γραμμὴ κι ἰσορροποῦσαν χαιρετοῦσαν
ἀκροϐατοῦσε στὴν ἀκροθαλασσιὰ τοῦ φλοίσϐου κι ἔγερνε πάλι μακρινὴ
ἡ φεγγερὴ ἀστραφτερὴ ἀθανασία
…………………………………………………………………………………
στάχυς ποθέριν ποκαλάμη
τὸ ξάνθος τ᾿ οὐρανοῦ ὁ νερανθὸς ὁ δρόσος
πηγὴ δροσιστικὴ θυμάρι καλοκαίρι σὲ σταμνὶ
ἡ παλαιότερη φωνή μας ὣς τώρα τρυφερὴ
τοπολαλιὰ τοῦ τόπου μου ἀκούγεσαι τραγούδι
κόρη κοπέλλα πέρκαλλη
κόρη μ᾿ ἐσὲν ἀνέφανεν ἡ μέρα τζ˘αὶ ἡ ὥρα
τζ˘αὶ δίχα σου ἐμάρανεν ἡ νύχτα μὲς στὰ φκιόρα
…………………………………………………………………………………
εἰδώλιο πικρόλιθος πυκνὴ γυναίκα μὲ τὴ στάμνα θήλαζε τὴ θάλασσα
ἔθρεφε τὸν οὐρανὸ στὰ σωθικά της
σπασμένα λυγίζαν τὰ νερὰ
ἐμϐαπτισμένα δέντρα καρποὶ στὴν κολυμϐήθρα
γῆ λεπτὴ ἀνάλαφρη εὐχὴ τυλιγμένη στὸ σεντόνι
τὸ ἱδρωμένο βρέφος μὲ τὶς ρίζες
κλαρὶ ἐλιᾶς στῆς πόρτας τὸ κρικέλι
πλατὺ τοπίο τ᾿ οὐρανοῦ πλησίον τοῦ ἐδάφους
πὼς ἦταν πὼς ἐφάνηκεν πὼς ἔτσι θά ᾿ταν πάντα
νωπογραφία κι ἔσταζαν ὣς τώρα τὰ μαλλιά της
ὑπνογραφία κοίμιζε στὸν κόρφο της νερὰ
σταγόνα πνοὴ
τῆς στέρευαν οἱ θάλασσες μὲς στ᾿ ἀδειανὸ σταμνὶ
ἦχος φωνόλιθος ἀπόσπασμα τῆς γῆς
πρωὶ κομμάτι νύχτα μὲς στὸ μεσομέριν
…………………………………………………………………………………
ἀνεμόφερτο σύννεφο μαζὶ ὁδοιποροῦμε
περνᾶς κι ἀκολουθῶ κάτω τὸν ἴσκιο σου
θροΐζουν τόποι μέσα μας εἰκόνες παραμύθια
μιλᾶς διψᾶς
σὰν ἐμᾶς μὲ δέντρο μοιάζεις
βρέχεις τυλίγεσαι τὸν ὕπνο μας νυστάζεις
βαθαίνουμε στὴ σιωπὴ λὲς τὴν ἑπόμενη σιγὴ
μετρᾶς τοῦ χρόνου τὴν ἠχὼ τὴ διάχυση τοῦ ἤχου
σκαμμένα τὰ ἴχνη μας στὴ γῆ ἀκοῦς τὴν ἔκσταση τοῦ ἴσκιου
στὰ κλώνια λόγια μοιραζόμαστε ὀνόματα
…………………………………………………………………………………
ἔγκλειστος ἄνεμος ἐντοιχισμένος οὐρανὸς τὸ σῶμα
μέσα μας δέντρο ὁλόγιομο νυστάζει τὸ φεγγάρι
προϋπῆρχε σὲ μηνύματα κρυφὰ καὶ δυσανάγνωστα
μέσα στὴν ἄγνοια τοῦ τοπίου
ἀκαθόριστο φέγγος ἡ ὁμίχλη
ἔμοιαζαν νά ᾿ν᾿ ὅλα ἀπὸ πρὶν ἡ ἀφανὴς ἡ ὅραση τὸ σταθερὸ τὸ βλέμμα
ἐδῶ ἡ βροχὴ ἔσκαϐε ὥρα πολλὴ νὰ πάρει τὸ χῶμα σχῆμα μὲς στὴ λάσπη
ξεθώριασαν ἀλλιῶς τὰ χρώματα δὲ μάραναν τὰ χώματα παρέμειναν παλιὰ
μητρικὴ γλώσσα τῆς φωνῆς ἀποτύπωμα τῆς γραφῆς
μὲς στὸν σταχτὸν ἐϐρέθηκαν ὁλόκορμα φεγγάρκα οἱ ἕλικες ἀνέμοι ποιητὲς
λὲν πὼς τὰ δέντρα βλέπουνε τὰ ὕψη μὲς στὰ βάθη
ἀκοῦν τὸν οὐρανὸ μὲς στὸ κορμὶ
ἀγωνία τὸ γέρμα τοῦ φωτὸς τὸ δείλι τῶν πτηνῶν ὁ νυσταγμὸς τῶν βοτάνων
μὴ δὲ φυτρώσουν δὲ φανοῦν πέσουνε φύλλα τὰ φτερὰ πιὰ δὲν ἀνοίξουν
μὴ δὲν πετάξουν νυχτωθοῦν στὴ γῆ μας μὴ χαθοῦν οἱ οὐρανοί τους
φυλλοϐόλα πλάσματα πτηνὰ δὲ φύγανε μὲ τὸν ἀέρα
στὴν ἄλλη νύχτα πέρασαν πὼς ἦταν ἄλλη μέρα
…………………………………………………………………………………
δέντρο τῆς ἐγκαρτέρησης τῆς ἔγνοιας τῆς ἀγρύπνιας
ἐδῶ οἱ βροχὲς χαμηλώνουν ἀπόγευμα
τ᾿ ἄργιλα δάχτυλα γνώριζαν τὴ γῆ στὸ χῶμα
ἤξεραν πὼς ὁ παλμὸς ὁ χτύπος ὁ ρυθμὸς εἶναι πηλὸς
ὁ οὐρανὸς ἐκμαγεῖο
τόποι τοῦ χώματος τόποι τοῦ χρόνου οἱ καιροὶ
ὄψεις τῆς γῆς οἱ οὐρανοὶ χρόνοι δικά της βάθη
ἀθροίζομαι δίχως σύνολο
μᾶς συνέχουν χωρισμένοι ποταμοὶ
ὁ χῶρος τῆς ἀπουσίας μου μὲ στέγασε
πάνω στοὺς λόφους τοῦ οὐρανοῦ σὰν ἔγειρε σὰ δέντρο
ἐϐρέθηκαν στὸν ἴσκιο του φωνὲς παλιὲς δικές μας
ἡ μιὰ ἐμᾶς ἀχολογᾶ ἡ ἄλλη κλώνια πλέκει
…………………………………………………………………………………
ριγᾶ ψιλόϐροχο δεντρὸ
ἴ σως γιατὶ τὴ μέρα τὴν ψιχαλίζει ἡ νύχτα ἀπὸ βραδὺς
ἴσως γιατὶ τὸν κῆπο τὸν ποτίζω τὰ μεσάνυχτα
στὴν αὐλή μας πέφτουν σύννεφα μαζεύω ψίχουλα
πλάθω ψωμὶ νερὸ καινούριο
κλωστὲς πουκάμισα κορδέλες ἀκρογιαλιὲς στὸν ποταμὸ
στὸν οὐρανὸ κρεμόντουσαν κοράλλια
παράλληλοι μεσημϐρινοὶ εὔκρατοι γηγενεῖς εὐοίωνοι ἀνέμοι
ὁ ἐρχομὸς τῆς θάλασσας μὲ τ᾿ ἄσπιλά της στέφανα τὰ βρέφη
αἰχμὴ ρωγμὴ αἶνος κραυγὴ τῆς γῆς
ἐπουλώνεται ὁ τοκετὸς
ὁ οὐρανὸς στὸ χῶμα
…………………………………………………………………………………
εἰκόνα ἀμφίγραφη φωνὴ
ὅ,τι δὲν ἦταν μὴ χαθεῖ
τὰ ὅσα δὲν ἀνέφαναν μὲν εἰπωθοῦν χαμένα
ὁρώσα ἀκοὴ μᾶς ἑρμηνεύει
ὅσων τὰ πρόσωπα φωτίζει ὁ φεγγίτης
ὅσων ἡ λάμψη τοῦ ὕπνου τους ἀστράφτει καὶ σιγοῦν
τὸν οὐρανὸ στὸ μέτωπο ϑεμελιώνει ἡ ϑάλασσα
…………………………………………………………………………………
ὀστὰ χλωρὰ δεντρὰ κατάρτια
πίσω ἀπ᾿ τὰ βλέφαρα περνοῦν καράϐια
φυτρώνουν φύλλα κλώνια σὰν ἐμᾶς
ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ δοξολογοῦνται τὰ πρωτόπλαστα ὀνόματα
ὑμνολογεῖται τ᾿ ὁλόσωμό τους σχῆμα
ἄκρατη ποθεινὴ ἀγάπη παράφορη ἀφοσίωση
ἐμμονὴ δοκιμασία μόχθος ἡ φανέρωση τῆς ὅρασης
δίκαιος κόπος ἡ εὕρεση τῶν ἀφανῶν δασῶν
εἰσπνέω βαθὺ τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἄχνας μου
εὐχαριστία τῆς δωρεᾶς χαρὰ τῆς ὥρας ἀποστήθισα τὸν ἀέρα
ὕμνος πολλῶν ψαλμῶν πνοὴ μακροσκελὴς
ἄσμα γραφῆς ἀκούστηκε ἀπὸ μνήμης
…………………………………………………………………………………
`
***************************************************************
`
`
Ο Ανδρέας Άντης Ιωαννίδης, ο οποίος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1939, είναι ένας πολυδιάστατος καλλιτέχνης με μακρά προσφορά στον πολιτισμό της Κύπρου. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 παρουσιάζει το ζωγραφικό του έργο σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στην Κύπρο και το εξωτερικό. Την ίδια δεκαετία εισήγαγε τις γραφικές τέχνες στον τόπο εργαζόμενος σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Μεταξύ άλλων, ο Ιωαννίδης υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών Κύπρου και της Φωτογραφικής Εταιρείας Κύπρου. Έχει φιλοτεχνήσει βιβλία, περιοδικά, αφίσες, κέρματα, μετάλια, γραμματόσημα.
Εργάστηκε στους τομείς της σκηνογραφίας, του κινηματογράφου, του κινουμένου σχεδίου, της φωτογραφίας, της τοιχογραφίας, της τυπογραφίας και της χαρακτικής. Δίδαξε Τέχνη στην Κύπρο και στο εξωτερικό, έγραψε και δημοσίευσε κείμενα και έδωσε διαλέξεις.
Εξέδωσε δύο βιβλία ποίησης, «Χρωμόλευκο» 1991, «Άπατρις Ύπνος» 2018. Έχει μεγάλο αδημοσίευτο ποιητικό έργο. Έλαβε διεθνείς διακρίσεις και βραβεία. Τιμήθηκε στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών για τη συμβολή του στην κατανόηση των κρατών μέσα από την εργασία του (1989) και στην Κύπρο για την συμβολή του στην ανοικοδόμηση της χώρας (2001).
The post Ανδρέας Άντης Ιωαννίδης, «Άπατρις ύπνος», εκδ. Ροδακιό, 2018 appeared first on Ποιείν.