DE PROFUNDIS
Έχω διασχίσει το μαγικό παλάτι του ονείρου. Έχω εις μάτην σπαταλήσει τις δυνάμεις μου για να ανακαλύψω το απομεινάρι μιας γυναίκας απούσας από ετούτον τον κόσμο. Εγώ επιθυμούσα να την μονιμοποιήσω στη σκέψη μου.
Διατηρώ την αφοσίωση ενός εφήβου που πάσχει και πηγαίνει με το κεφάλι σκυφτό. Η ομορφιά της διακοσμούσε ένα δρόμο με χαλάσματα. Εγώ γλιστρούσα ως το παραθύρι της καταμεσής της σκοτεινιάς του δειλινού. Με περνούσε κάποια χρόνια κι έκρυβα απ’ την καταλαλιά των ανθρώπων το παραληρηματικό μου πάθος.
Έπαψε να εμφανίζεται σε μια νύχτα μεγάλων φόβων και θλίψεων και θυμήθηκα δίχως αποτέλεσμα τα σημάδια της κατοικίας της. Μια νεροποντή διέσχιζε την απεραντοσύνη.
Εγώ συνέχισα να ανακουφίζω την ανυποχώρητη μελαγχολία μου σε μια περιπέτεια, όπου οι σύντροφοι μου χαθήκαν και πέθαναν. Εγώ ξημέρωσα στο χώρο μιας εκκλησιάς, μνημείο υψωμένο από μια παρθένα αλλοτινών αιώνων. Ο ιερέας εξυμνούσε τα διαπιστευτήρια της θεοσέβειας του και ανήγγειλε από τον άμβωνα πανομοιότυπες απειλές. Έκανε κατόπιν το μνημόσυνο των νεκρών και γέμισε τα αυτιά μου με τον θόρυβο ενός μοχθηρού ψαλμού.
`
*
ΤΟ ΡΟΜΑΝΤΣΟ ΤΟΥ ΒΑΡΔΟΥ
Εγώ ήμουν ένας εξόριστος της ζωής. Εντός μου έκρυβα μια σεβάσμια αγάπη, μια πίστη αυταπάρνησης, αμβλυμμένα πάθη, για την ευγενή κυρά, που ήταν πέρα απ’ τα δικά μου μέτρα . Η δυστυχία είχε σημαδέψει το μέτωπο μου. Εγώ το έσκαγα να συλλογιστώ μακριά από την πόλη, ανάμεσα σε βλοσυρά ερείπια, κοντά σε μια μονότονη θάλασσα. Εκεί γύρω κόβαν βόλτες, ενθαρρυμένες από τον πόνο, του παρελθόντος οι σκιές.
Το έθνος μας είχε αποβιώσει αντιστεκόμενο στη λεηλασία μιας αμόρφωτης ορδής.
Η παράδοση είχε συνδέσει τη νίκη στην παρουσία της σεβάσμιας γυναίκας, επιζήσασα μιας ανίκητης φυλής. Έπρεπε να μας συνοδέψει αυθόρμητα, δίχως να γνωρίζει την ιδιαίτερη σημασία της.
Την είδαμε , την τελευταία φορά, παραμονές της καταστροφής, κοντά στο ακρογιάλι, έγκλειστη στον ταραχώδη κύκλο των θαλάσσιων πουλιών.
Έκτοτε μοναχά η λήθη μπορεί να διορθώσει την ατιμία της ήττας.
Το χόρτο μεγαλώνει στο πεδίο της μάχης, θρεμμένο με των ηρώων το αίμα.
`
*
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΥ
Εγώ πάσχω από μια εξέχουσα δημιουργικότητα ∙ αγαπώ τον πόνο, την ομορφιά, την βαναυσότητα, κυρίως αυτήν την τελευταία που χρησιμεύει για να καταστρέψουμε έναν κόσμο εγκαταλειμμένο στο κακό. Φαντάζομαι συνεχώς την αίσθηση του φυσικού πόνου, του δυσλειτουργικού τραύματος.
Διατηρώ έντονες μνήμες από την παιδική μου ηλικία, ξαναθυμάμαι την ωχρή όψη των παππούδων μου, που πέθαναν σε τούτο το ίδιο, ευρύχωρο σπίτι, σακατεμένοι από πόνους παρατεταμένους. Ανασκευάζω τη σκηνή της κηδείας τους όπου παρευρέθηκα αθώος και έκπληκτος.
Η ψυχή μου έκτοτε είναι επικριτική και βλάσφημη ∙ ζει επί ποδός πολέμου ενάντια στις εξουσίες θεών και ανθρώπων, ενθαρρυμένη την από μανία της διερεύνησης ∙ κι ετούτη η ακάματη περιέργεια δηλώνει το κίνητρο των σχολικών μου θριάμβων και της παλαβής και παράνομης ζωής μου καθώς άφηνα τις αίθουσες. Βαριέμαι εκ βαθέων τους όμοιους μου οι οποίοι το μόνο που μου εμπνέουν είναι απάνθρωπα επιγράμματα ∙ και ομολογώ πως στις αργόσχολες μέρες της νιότης μου η αμετροεπής και ακοινώνητη φτιαξιά μου με έμπλεκε δίχως σταματημό σε παθιασμένους τσακωμούς και ήγειρε τις ειρωνικές επικρίσεις ελευθεριαζουσών γυναικών που συχνάζουν σε μέρη διασκεδαστικά και επικίνδυνα.
Με γοητεύουν οι επίγειες χαρές και επέστρεψα αυθορμήτως στην μοναξιά, πολύ πριν από το τέλος της νιότης μου, αποτραβηγμένος σε τούτη, τη γενέθλια πόλη μου, μακριά από την πρόοδο, φυτεμένη σε μια επαρχία απαθή και ουδέτερη. Από τότε δεν έχω αφήσει αυτό το σπίτι με τις ταπετσαρίες και τις σκιές. Στα νώτα του αναβλύζει ένα λεπτό ποταμάκι μελάνης αποκομμένο απ’ το φως από μια λόχμη με δέντρα ψηλά, ριζωμένα πάνω στις άκρες, μαστιγωμένα δίχως αναπαμό από έναν μανιασμένο αγέρα, γεννημένο στα άγονα βουνά. Ο μπροστινός δρόμος, έρημος πάντοτε, ηχεί ενίοτε με το πέρασμα μιας βοϊδάμαξας που αναπαριστά το σκηνικό ενός Ετρουσκικού κάμπου.
Η περιέργεια με ώθησε σε έναν γάμο δυστυχή και παντρεύτηκα χωρίς να το ΄χω σχεδιάσει με μια νέα που είχε τα χαρακτηριστικά του φυσικού μου παρουσιαστικού, βελτιωμένα όμως από μια γνήσια αρχοντιά. Της φερόμουνα με μια αφ’ υψηλού περιφρόνηση δείχνοντας της την ίδια αγάπη που θα έδειχνα σε μια συναρμολογούμενη κούκλα . Σύντομα βαρέθηκα εκείνη την παιδική ύπαρξη, ενοχλητική κατά διαστήματα, κι αποφάσισα να την εξαφανίσω για να εμπλουτίσω τις εμπειρίες μου.
Με κάποια πρόφαση την οδήγησα μπροστά σε έναν λάκκο ανοιχτό επί τούτου στην αυλή του ίδιου εκείνου σπιτιού. Κουβαλούσα ένα κομμάτι σίδερο και με εκείνο της έδωσα πάνω από το αυτί ένα ακλόνητο χτύπημα. Η καημενούλα έπεσε γονυπετής μέσα στο τάφο , βγάζοντας αδύναμα αναφιλητά σαν να ‘χε χαμένα τα λογικά της. Την σκέπασα με χώμα κι εκείνο το απόγευμα κάθισα μοναχός μου στο τραπέζι, γιορτάζοντας την απουσία της.
Την ίδια νύχτα και τις επόμενες, σε προχωρημένες ώρες, μια απότομη λάμψη φώτιζε το δώμα μου κι έδιωχνε τον ύπνο μου. Μαύρισα και χλόμιασα, χάνοντας αισθητά τις δυνάμεις μου. Για να αποσπαστεί η προσοχή μου απέκτησα το συνήθειο να ιππεύω από το σπίτι μου ως έξω από την πόλη, στις εύφορες και επίπεδες πεδιάδες, και σταματούσα τον καλπασμό κάτω από το ίδιο, γερασμένο δέντρο, κατάλληλο για μια διαβολική συνάντηση. Άκουγα σε εκείνη την στάση μου ψιθύρους σκόρπιους και συγκεχυμένους που δεν κατάφερναν να γίνουν φωνές. Έζησα έτσι αμέτρητες μέρες ώσπου μετά από μια νευρική κρίση που θόλωσε τα λογικά μου, ξύπνησα καρφωμένος από την παράλυση πάνω σε ένα κυλιόμενο καροτσάκι, κάτω από την επίβλεψη ενός πιστού υπηρέτη που υπερασπίστηκε τις μέρες της παιδικής μου ηλικίας.
Περνώ τον καιρό μου σε έναν ανήσυχο συλλογισμό, σκεπασμένος, από τη μέση ως τα πόδια, με μια φαρδιά κουβέρτα. Θέλω να πεθάνω και ψάχνω τις μακάβριες επιθυμίες, στο πλάι μου καίει ετούτο το κηροπήγιο , κρυμμένο πριν στη σοφίτα του σπιτιού.
Στην κατάσταση αυτή με επισκέπτεται, προκαλώντας μου άγρια ταραχή, το είδωλο του θύματος μου. Κινείται προς τα μένα κρατώντας τα εκδικητικά του χέρια ψηλά ενώ ο ακόλουθος υπηρέτης μου κουρνιάζει από φόβο στη γωνιά ∙ όμως δεν θα εγκαταλείψω αυτήν την κατοικία παρά μόνο όταν πεθάνω από την οργή του ανελέητου φαντάσματος. Εγώ και μετά θάνατο θα θέλω να δραπετεύσω από τους ανθρώπους κι έχω δώσει εντολή να εξαφανιστεί αυτό το κτίριο, την επόμενη μέρα που η ζωή μου θα εκπνεύσει, μαζί με το πτώμα μου, μέσα σε έναν στρόβιλο από φλόγες.
`
********************************************************************************
Ο Χοσέ Αντόνιο Ράμος Σούκρε, υπήρξε ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης της Βενεζουέλας. Θεωρείται μια από τις πιο διακεκριμένες μορφές των γραμμάτων της χώρας του. Τα στοιχεία που συνθέτουν το έργο του είναι η ποιητική πρόζα, ο στοχασμός, το σύντομο δοκίμιο και η αφήγηση. Του άρεσε να μαθαίνει ξένες γλώσσες, μεταξύ των οποίων Αρχαία και Νέα Ελληνικά. Διατήρησε σε όλη του τη ζωή στενές σχέσεις με το αυταρχικό καθεστώς του Χουάν Βισέντε Γκόμες και με τον ίδιο προσωπικά, γεγονός που οδήγησε στην απαξίωση του έργου από πολλούς ομότεχνους του . Οι συχνές κρίσεις αϋπνίας (τις νύχτες διέσχιζε ακατάπαυστα τους δρόμους της πόλης) είχαν ως συνέπεια μια σοβαρή, ψυχική διαταραχή, τη νοσηλεία του σε έναν σανατόριο στο Μεράνο της Ιταλίας και εντέλει την αυτοκτονία του με τη λήψη υπερβολικής δόσης βαρβιτουρικών, την ημέρα που συμπλήρωνε 40 χρόνια ζωής.
Υ.Γ. Η επαναλαμβανόμενη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας εγώ (yo) στα ποιήματα του Χοσέ Αντόνιο Ράμος Σούκρε αποτελεί, σύμφωνα με τους μελετητές τους, το σήμα κατατεθέν της ποιητικής του έκφρασης. Και κάθε άλλο ως έκφραση στόμφου μπορεί να εκληφθεί. Είναι ένα «εγώ» το οποίο κατά την άποψη μου συνοδεύεται από (αόρατα) ερωτηματικά και όχι θαυμαστικά- και αν αυτά υπάρχουν δηλώνουν επί το πλείστον έκπληξη. Σαν να εκπλήσσεται, ή και να τρομάζει ακόμη, ο ποιητής από τον ίδιο του τον εαυτό τον οποίο τον βλέπει να ξεδιπλώνεται ως ένα άγνωστο (και τρομερό) ον μέσα στους στίχους του. Και θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω πως ετούτος είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο μετέφερα αυτούσια την συγκεκριμένη λέξη στις μεταφράσεις των ποιημάτων του θεωρώντας πως δίχως αυτή η ποίηση του χάνει σε δυναμική, όσο κι αν η συχνή επανάληψη της δημιουργεί εύλογες απορίες ή ξενίζει.
The post José Antonio Ramos Sucre (Βενεζουέλα, 1890- 1930), Tρία ποίηματα (μετφρ.- επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας) appeared first on Ποιείν.