Εἶμαι Ἔτη Φωτὸς Μακριὰ ἀπ’ τὸ Σῶμα μου
Αὐτὲς εἶναι οἱ τελευταῖες ὧρες τοῦ κόσμου
Ἀλλόφρων, μὲ τὸ τηλέφωνο στ’ αὐτί,
σ’ ἀναζητῶ στὸ ἐρειπωμένο Λονδίνο
Δὲν σ’ ἀκούω· –ἐκκωφαντικὴ βοὴ στοὺς δρόμους
σώματα μὲ πυργοειδεῖς λαιμούς,
ἐξαπολύουν σίφωνες μαύρου πυκνοῦ καπνοῦ
Στὸν οὐρανὸ ἀστραπιαῖες ἀντανακλάσεις
–τῶν γλουτῶν τῶν ματιῶν, τοῦ στήθους σου.
Σὲ βρίσκω ἐπὶ τέλους σὲ μιὰ παλιὰ σχολικὴ αἴθουσα
Τὸ σῶμα σου εἶναι δεκάξι ἐτῶν ἀπὸ ῥητίνη
Ἀνοίγεις πρὸς τὰ ἔξω τὸν θόλο τοῦ μαστοῦ
μοῦ δείχνεις τὴν παλλόμενη καρδιά σου
«Θέλω πούτσα» ψιθυρίζεις· »ὅπως δήποτε»
Μὲ φιλᾶς καὶ ῥετσίνι κέδρου μὲ περιχύνει.
Εἶναι νεκρὸς ὁ κόσμος τώρα
Μέσ’ τὸ κεχριμπαρένιο σου κορμί,
ἔγκλειστο ἔντομο μ’ ἔχεις· –βαλσαμωμένη μνήμη.
Τὰ Ποιήματα Ὑπάρχουν ἀπὸ Πάντα
Οἱ Ποιητὲς Ἁπλῶς τ’ Ἀνακαλύπτουν.
Τὸ κουτὶ τοῦ κόσμου αἴφνης ἀνοίγει,
καὶ πρόσωπα παιδιῶν ἀπὸ πάνω,
κοιτάζουν μὲ περιέργεια μέσα:
Ὁ τραπεζίτης παραχώνει,
τριάκοντα ἀργύρια στὸν σφιγκτῆρα του
Κέρατα βγαίνουν ἀπ’ τὰ μάτια του
Σύρματα ἀπ’ τὸ σῶμα του μαστίζουν τὸν πλανήτη.
Σὲ κάποια τετριμμένη λέξη,
τὰ παιδιὰ προσθέτουν νιτροβάμβακα
Ἀνύποπτος ὁ τραπεζίτης τὴν προφέρει,
κι ἐκρήγνυται στὸ στόμα του
Ἕνας πίδακας geyser ξεπηδᾶ ἀπ’ τὸ κομμένο του λαρρύγγι
Ἐπάνω του χορεύει ἡ τρελο-κεφαλή του.
Χίλιες βροντὲς ταυτόχρονα
Τὰ παιδιὰ μὲ skateboards,
ἀναστρέφονται στὸν ὁρίζοντα,
καὶ οὐρανοδρομοῦν στὸν θόλο ἀνάποδα.
Σώματα Αὐταναφλέγονται στὸν Ὑπνο τους
Μεταλλάσσομαι σὲ στῖλβον ὕδωρ
Μέσα ἀπ’ τὸ πολύπλοκο δίκτυο τῶν σωλήνων,
φθάνω στὸ λουτρό σου
Ἔκπληκτη βλέπεις τὸ νερὸ νὰ παίρνῃ μορφὴ σώματος
Μὲ τὸν κρυστάλλινο φαλλό μου σε βιάζω.
Στὸ δρόμο σοῦ προσφέρω τριαντάφυλλα
Σοῦ εἶμαι ἄγνωστος.
Τὴ νύκτα στὸ ὑπνοδωμάτιό σου,
ἁπλώνεται βαριά, ἡ λιποθυμικὴ εὐωδιά τους
Οἱ μίσχοι τους ἑλίσσονται γύρω ἀπ’ τὰ μέλη σου
Τ’ ἀγκάθια μου,
κεντοῦν στὰ στήθη σου μικρές σταγόνες αἵματος
Ἕνα ῥόδο εἰσδύει μέσα σου κι ἀνθίζει
«Λατρεύω τὸ μουνάκι σου,» σοῦ ψιθυρίζω
Ξυπνᾶς καὶ μὲ βλέπεις ν’ ἀπομακρύνομαι,
πηδῶντας ἀπ’ ἄστρο σ’ ἄστρο.
Ξημερώνει Ἀνοίγοντας τὸ Φερμουὰρ τ’ Οὐρανοῦ
Τὸ σῶμα εἶν’ ἕνα ὄνειρο ποὺ ὀνειρεύεται τὸν ἑαυτό του.
Κοιμᾶται τὸ κορίτσι μου
Γιὰ παλάμες ἔχει δύο φωλιές χελιδονιῶν
Μ’ ἕνα πούπουλο,
τοῦ χαϊδεύω τὴν κλειτορίδα καὶ χύνει
Στὴν πόρτα στέκει ὁ Θεὸς καὶ μᾶς κοιτάζει
Τὸ κορίτσι μου Τοῦ δίνει τὸ μῆλο:
«Πάρ’ το δὲν τρώγεται, εἶναι χρυσὸ
Μὲ τὸν Λάρρυ ἀποφασίσαμε,
νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Παράδεισο.»
Μὲ σφίγγει ὁ χῶρος ὥσπου μὲ κάνει ἔντομο
Στὶς πτυχώσεις του,
ἐλλοχεύει ἕνα αἰλουροειδές –ὁ πόθος
Ὁρμᾶ τὸ μαῦρο, σαρκοφάγο κτῆνος,
καὶ γλύφει τὸ ὑγρὸ μουνὶ τοῦ κοριτσιοῦ.
Ἀπὸ τὴ βρύση τῆς κουζίνας μπαίνει ἥλιος.
Πταρνίζομαι καὶ Φεύγουν τὰ Πουλιὰ ἀπ’ τὰ Δένδρα
Ὁ οὐρανὸς εἶναι γεμάτος ματωμένα δόντια
Ἀναμασᾶ ὁ Θεὸς τὶς σάρκες μας,
καὶ φτύνει νέα σώματα.
Στοὺς τοίχους τῆς αἴθουσας γλυστροῦν χταπόδια
Τὸ δάπεδο εἶναι καλυμμένο μὲ καθρέπτες
Στὸ ἀνάκλινδρο ψυχορραγεῖ ὁ μέγας τραπεζίτης
Δεκάδες χέρια βγαίνουν ἀπὸ μέσα του
Γυρεύουν ἀπὸ κάπου νὰ πιαστοῦν
Ὅλα μαζὶ τοῦ σφίγγουν τὸ λαιμό, τὸν στραγγαλίζουν
Ὁ πρωθυπουργὸς κοιτάζει ἠλίθια,
μ’ ἕναν τεράστιο ὀφθαλμὸ ποὺ ἔχει στὸν πρωκτό.
Τὸ κορίτσι μου ντυμένο μὲ πεταλοῦδες, χορεύει
Ὅμως τὸ πέλμα της,
δὲν βρίσκει τὸ εἴδωλό του νὰ πατήσῃ
Κραυγάζοντας πέφτει μέσα στὴν ἄβυσσο τοῦ καθρέφτη
Οὐρλιάζουν οἱ λιμπελοῦλες.
Ἐσεῖς οἱ Γυναῖκες Κάτι Ἔχετε ποὺ μὲ Τρελαίνει
Στὸν καναπὲ ἡ συγκάτοικός μου,
ἔχει τὸ ἕνα χέρι μέσ’ τὸ ξεκούμπωτο blue jean της
Αὐνανίζεται
«Κι ὁ ποῦτσος σου;» ρωτᾶ· »θὰ μοῦ τὸν δείξῃς ἐπιτέλους;»
Μουγγρίζω
Δὲν ἔχω ἄνοιγμα γιὰ στόμα, δὲν ἔχω χείλη
Εἶμ’ ἄστομος
Χράπ! μ’ ἕνα μαχαίρι σχίζω τὸ πρόσωπό μου
«Ναὰ..!» ἀλαλάζω ψεκάζοντάς την μὲ αἵματα
Ἀντὶ γιὰ γλῶσσα ἔχω ἕνα μακρύ, μαῦρο πέος
Βούπ! φλεγόμενος πηδῶ ἀπ’ τὸ παράθυρο.
Ἅγια νύχτα!
Ἄγγελοι καταδρομεῖς,
στραγγαλίζουν μὲ φωτοστέφανα τραπεζίτες
Τὸ κατάφλεκτο σῶμα μου,
μ’ ἀναζητεῖ στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, παντοῦ
Μάταια· ὅπου κι ἄν κοιτάζῃ,
τὰ μάτια του προβάλλουν πάνω μου τὸν κόσμο.
The post Larry Cool, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.