Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Χρήστος Ταξίδης, «Τέσσερεις κυρίες και ένας κύριος»

$
0
0

 

 

 

Σε ένα από τα πολλά πάρκα της πόλης, σε ένα παγκάκι κάτω από ένα ψηλό καταπράσινο κυπαρίσσι κάθονται τέσσερεις κυρίες. Η μία είναι ξανθιά με γαλάζια σαν τον ουρανό μάτια και όμορφο απαλό δέρμα, την λένε Ευτυχία. Η δεύτερη είναι μελαχρινή με καστανά μάτια και όμορφο πρόσωπο, αυτήν την λένε Μοίρα. Η τρίτη είναι ψηλή και πολύ μοντέρνα γυναίκα με γούνες και ακριβά ρούχα, αυτήν την φωνάζουν Αγάπη. Η τέταρτη είναι μια αρκετά σοβαρή κυρία με γκρίζα μαλλιά και ένα ζευγάρι κοκάλινα γυαλιά, αυτήν την φωνάζουν Σοφία.

Κάθε μέρα αυτήν την ώρα κάθονται εδώ και συζητάνε.Είναι τέσσερις πολύ καλές φίλες.Γνωρίζονται πολλά χρόνια και είναι αχώριστες. Πέρασαν πολλά και συνεχίζουν τον αγώνα μαζί. Βέβαια αυτές οι τέσσερεις κυρίες κάθε φορά που συζητάνε εδώ στο πάρκο, κάτω από το κυπαρίσσι ποτέ δεν καταλήγουν κάπου και συνέχεια διαφωνούν. Καμιά φορά μαλώνουν κιόλας αλλά αργότερα τα ξανά βρίσκουν και όλα γίνονται όπως πριν.

Ενδιαφέρουσες κυρίες θα έλεγε κανείς. Σωστά? Για να πω την αλήθεια και εγώ ο ίδιος, που τις παρατηρώ τόσο καιρό, μου προκαλούν τεράστιο ενδιαφέρον. Κάθε απόγευμα που κάθομαι στο μπαλκόνι μου, μετά από μια πολύ κουραστική μέρα στην δουλεία, τις ακούω να μιλάνε και θέλω και εγώ να συμμετέχω στις συζητήσεις τους.Ποτέ όμως δεν το κάνω για πολλούς λόγους.Αρχικά γιατί φυσικά δεν τις ξέρω προσωπικά και δεν με ξέρουν.Αυτό βέβαια δεν είναι πρόβλημα.Όποτε θέλω μπορώ να συστηθώ.Μετά επειδή, δεν ξέρω… τα θέματα τα οποία συζητάνε είναι πολύ φιλοσοφικά και εγώ αποφεύγω να φιλοσοφώ.Αλλά και πάλι όταν τις βλέπω και τις ακούω επιθυμώ να κατέβω κάτω στο πάρκο και να αρχίσω και εγώ να μαλώνω και να υποστηρίζω την άποψη μου.

Αυτό το διάστημα δεν τις δίνω σημασία και ασχολούμαι με τις δουλειές μου.Είναι μια πολύ πιεστική περίοδος στην δουλειά και έτσι δεν έχω χρόνο να κάθομαι και να ακούω τέσσερεις γυναίκες να φιλοσοφούν.Φιλοσοφώ και μόνος μου στην τελική.Σιγά το πράγμα.Έτσι κι αλλιώς όλη η ζωή είναι φιλοσοφία.Όλοι οι άνθρωποι κάθε μέρα φιλοσοφούν, ακόμη και όταν κοιμούνται.Είπα αυτό και άρχισα να γελάω.Να φιλοσοφείς όταν κοιμάσαι.Γιατί?Γιατί απλώς να μην κλείνεις τα μάτια σου, που όλη την μέρα είδαν ότι είδαν,και να κοιμάσαι?Δεν γνωρίζω την απάντηση.Δεν έχει αξία και να την ήξερα.

Ο καιρός περνούσε και οι γνωστές μου πια κυρίες εξακολουθούσαν να μαζεύονται και να μιλάνε.Μια μέρα σκέφτηκα: «άλλη δουλεία δεν έχουν?». Ήταν πολύ παράξενο και αποφάσισα να το ψάξω. Έτσι λοιπόν τις επόμενες ημέρες, που είχα και ρεπό στην δουλεία, τις παρακολουθούσα. Έμαθα που ζουν και που εργάζονται μάλιστα. Άρα λοιπόν δουλεία έχουν.Αυτό που παρατήρησα επίσης είναι ότι και οι τέσσερεις γυναίκες είναι μοναχικές.Καμιά της δεν έχει άντρα, ούτε παιδιά, μα ούτε και γονείς.Όλες τους δεν είχαν καμία οικογένεια.Σαν κι εμένα ήταν λοιπόν.

Αυτό το κοινό στοιχείο, το ότι δηλαδή και αυτές αλλά και εγώ δεν είχαμε οικογένειες με έκανε ακόμη πιο πολύ να θέλω να πάρω μέρος στις καθημερινές συζητήσεις τους.Γιατί από κάπου μέσα μου, κάπου εκεί όπου κατοικεί προς το παρόν η ψυχή μου άκουγα μια αδύναμη φωνούλα να μου λέει «πήγαινε και μίλα».

Έτσι λοιπόν  ένα απόγευμα όπως πάντα οι γυναίκες μαζεύτηκαν και άρχισαν να συζητάνε. Εγώ ετοιμάστηκα – έβαλα τα καλά μου ρούχα αυτά που έχω για τις γιορτές – και κατέβηκα κάτω. Πέρασα το δρόμο και βρέθηκα στο πάρκο.

Ήταν ένα πολύ μεγάλο πάρκο. Είχε τετραγωνισμένους με χαλίκι διαδρόμους, πολλά δέντρα και καταπράσινο γρασίδι, αμέτρητα παγκάκια, μερικά σιντριβάνια και πολλές κολόνες, οι οποίες τα βράδια άναβαν και έκαναν το πάρκο ακόμη πιο όμορφο. Πάντα μετά την βροχή κατεβαίνω και κάθομαι εδώ.Μ αρέσει το άρωμα της γης που έχει βραχεί και αυτή η υγρασία που έμενε πάνω στα φύλλα των δέντρων.Πολλοί άνθρωποι καθημερινά το επισκέπτονταν.Άλλοι μόνοι τους έρχονταν να διαβάσουν κανένα βιβλίο, άλλοι οικογενειακά και επίσης έρχονταν πολλά νεαρά ζευγάρια. Σχεδόν όλοι οι ερωτευμένοι ήταν τακτικοί επισκέπτες εδώ. Αχ… τι ωραία που είναι τα νιάτα! Αλλά όπως όλα τα άλλα καλά έτσι κι αυτά τελειώνουν γρήγορα. Δεν πειράζει.

Περπάτησε μέχρι το παγκάκι όπου κάθονταν πάντα.Έβγαλα το καπέλο μου και τις καλησπέρισα.Αφού μου ανταπέδωσαν την καλησπέρα, τους ζήτησα να κάτσω αν γίνεται κι εγώ μαζί τους.Οι κυρίες κοίταξαν η μια την άλλη και λίγο μετά η μια απ αυτές μου επέτρεψε να κάτσω μαζί τους.

Με λένε Σοφία – είπε η γυναίκα που μου επέτρεψε να κάτσω μαζί τους – και από εδώ είναι οι φίλες μου, η Αγάπη, η Ευτυχία και η Μοίρα.

«Χάρηκα. Εμένα με λένε Χρόνο.»

Άρχισε να μιλάει η Σοφία.

«Αυτήν την δεδομένη χρονική στιγμή, αυτή την στιγμή που μιλάμε η φτώχεια είναι μια αρρώστια.????Η κάθε αρρώστια έχει την γιατρειά της.Έτσι λοιπόν πρέπει να βρούμε την γιατρειά για την ανθρώπινη φτώχια.Όμως αξίζει να ψάξουμε να την βρούμε?Αφού μετά θα έρθει άλλη αρρώστια.Και αυτή θα έρθει σίγουρα.Γιατί έτσι είναι η ζωή.Πάντα υπάρχει αδικία.Όμως δεν θα ήταν καλύτερα αν ζούσαμε και μιλούσαμε λες και δεν υπάρχει αυτή η αδικία?Νομίζω θα ήταν γιατί αλλιώς ποτέ δεν θα βγούμε απ αυτόν τον φαύλο κύκλο.Και αν δεν βγούμε ποτέ τότε τι?Η ανθρωπότητα δημιουργήθηκε να είναι ευτυχισμένη, όπως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε να είναι υγιείς. Είναι πολύ ποθητή η μέρα που θα ζήσουμε επιτέλους με σιγουριά την αλήθεια. Πρώτα όμως ας ζήσουμε και ας ψάξουμε την αλήθεια της ψυχής μας».

Η γυναίκα τελείωσε αυτά που είχε να πει και αμέσως ξεκίνησε η επόμενη.Ήταν η Μοίραμε το όμορφο πρόσωπο.

«Πρέπει να ζούμε ελπίζοντας να ανακαλύψουμε την αλήθεια αυτή, και όσο πιο ευτυχισμένη και καλοπροαίρετη θα είναι η ζωή μας τόσο παντοδύναμη θα είναι η αλήθεια που θα ανακαλύψουμε.Την ημέρα που αυτή η αλήθεια θα μας φανερωθεί, οι μικρές και αδύναμες μας ελπίδες θα διαλυθούν σαν το καπνό και τότε όλο το καλό της αλήθειας θα χυθεί στην ψυχή μας, η οποία διψάει για την αλήθεια».

Ένας ήχος διέκοψε την Μοίρα.Στην διασταύρωση πιο κάτω δυο αμάξια τράκαραν και οι οδηγοί άρχισαν να μαλώνουν και να βρίζουν ο ένας τον άλλον.

«Πολύ ωραία τα λες.Όμως ας μιλήσουμε για το πώς η σοφία επηρεάζει την μοίρα μας.Για παράδειγμα αυτοί οι δυο που μαλώνουν τώρα εκεί επειδή προκάλεσαν ο ζημιά ο ένας στο αμάξι του άλλου.Απ ότι φαίνεται η μοίρα θέλει να είμαστε όλοι οι άνθρωποι απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλον και να μας κάνει να μην ανήκουμε πουθενά.Θέλει να ψάχνουμε συνεχώς κάτι καινούριο αν και όλα τα απαραίτητα βρίσκονται κοντά μας.Γι αυτό μάλλον ο άνθρωπος ποτέ δεν θα είναι ευτυχισμένος, γιατί πάντα νιώθει ότι κάτι του λείπει.Ότι υπάρχει κάτι για το οποίο πρέπει να παλέψει και να θυσιάσει διάφορα πράγματα.»

Στην διασταύρωση όπου τράκαραν οι οδηγοί έφθασαν δυο αστυνομικοί με τις μεγάλες μηχανές τους και άρχισαν να ερευνάνε την κατάσταση.Ο Χρόνος άκουγε με πολύ προσοχή τις κυρίες και περίμενε την στιγμή που θα του έρθει κάτι στο μυαλό για να μιλήσει κι αυτός.Την συζήτηση συνέχισε η Ευτυχία.

«Όμως ανάμεσα σ αυτούς του ανθρώπους,που λες ότι συνέχεια ψάχνουν κάτι υπάρχουν και αυτοί που δεν το κάνουν αυτό.Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια εσωτερική δύναμη με την οποία πολεμάνε την μοίρα.Ξέρουν ότι κατέχουν αυτήν την δύναμη και αυτή η δύναμη είναι ο ανθρώπινος σεβασμός.Ο σεβασμός προς τον ίδιο μας τον εαυτό αλλά και προς τους γύρω μας και τις γύρω καταστάσεις.Όταν σεβόμαστε δεν υπάρχει λόγος να ψάχνουμε κάτι παραπάνω, μας αρκεί αυτό που έχουμε.Και τότε είμαστε και ευτυχισμένοι και δυνατοί να αντιμετωπίσουμε όπως λες την μοίρα.»

Οι υπόλοιπες τρείς κυρίες και ο άνδρας κοιτούσαν την Ευτυχία και τα μάτια τους γυάλιζαν.Για μερικά λεπτά δεν μίλησε κανείς.Ακούγονταν μόνο τα πουλιά που πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους και οι διάφοροι ήχοι της πόλης.Όπως τα αμάξια,που πηγαινοέρχονταν στους δρόμους,οι άνθρωποι, που μιλούσαν καμιά φορά δυνατά και άλλα καθημερινά πράγματα.Η Αγάπη σήκωσε το χέρι της και μίλησε.

«Όμως οι άνθρωποι παθαίνουν αυτό ακριβώς που θέλουν να πάθουν.Για πολλούς ανθρώπους αυτό που γίνεται μαζί τους ή φωτίζει ή σκιάζει την ζωή τους. Εάν κάποιος αγαπάει, η αγάπη του δεν αποτελεί μέρος της μοίρας του.Αλλά αυτό που θα δώσει την δυνατότητα να αλλάξει κάτι στην ζωή του.Εάν κάποιος απάτησε κάποιον, το σημαντικό είναι η συγγνώμη και όχι η απάτη.Γιατί η απάτη μπορεί να ήταν ένα λάθος ή και μια πικρή αλήθεια.Αλλά η συγγνώμη είναι κάτι άλλο.Κάτι πολύ δυνατό που φέρνει χαρά και ευτυχία. Σκεφτείτε κάποιους ανθρώπους ή και τους ίδιους τους εαυτούς σας να μαλώσατε με κάποιον και να κρατάτε μούτρα.Το γεγονός αυτό δεν σας κάνει δυστυχισμένους?Δεν θέλετε να πάτε να πείτε συγγνώμη και να αγκαλιάσετε τον άλλον?»

Σχεδόν αμέσως μίλησε η Μοίρα.

«Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους δεν είναι τίποτα άλλο απ αυτό που προκαθορίζει η μοίρα. Όλα. Η κάθε στιγμή και περιπέτεια που περνάει στην ζωή του. Είτε ανέβει ψηλά στο βουνό είτε κατέβει κάτω στο χωριό. Είτε πάει στην άλλη άκρη του κόσμου, είτε κάνει μια βόλτα γύρω από το σπίτι του. Παντού θα γίνει αυτό που υπάρχει γραμμένο. Έτσι λοιπόν, απ ότι φαίνεται όλα περιμένουν το σινιάλο για να γίνουν. Και έτσι αν  η ψυχή μας έγινε πιο σοφή το βράδυ, το πρωί θα διαγράψει την δυστυχία.»

Ένας πατέρας με τα δυο του κοριτσάκια περνούσαν τώρα από το παγκάκι όπου κάθονταν οι κυρίες με τον καινούριο φίλο τους.Και οι τρείς τους είχαν ποδήλατα.Η μικρότερη κόρη είχε κατέβει από το ποδήλατο και φώναζε στο μπαμπά της ότι δεν μπορεί άλλο.Ό πατέρας της με την σειρά του της φώναζε ότι αν δεν το κάνει θα μείνει πίσω μόνη της.Και σε λίγο θα νυχτώσει, θα κατέβουν οι λύκοι από τα βουνά και θα την φάνε.Το κοριτσάκι αμέσως ανέβηκε στο ποδηλατάκι της και με γρήγορες κινήσεις έφτασε κοντά στον μπαμπά της και την μεγάλη αδερφή.Οι καθισμένοι στο παγκάκι παρατηρούσαν το σκηνικό αμίλητοι.Μόλις ο πατέρας με τις κόρες του πέρασε το δρόμο και έστριψε στην διασταύρωση ξανά άρχισαν την συζήτηση τους.Μίλησε η Αγάπη.

«Η αλήθεια είναι ότι ο σοφός άνθρωπος παραλύει την μοίρα και δεν αφήνει να γίνουν κάποια πράγματα που δεν θέλει στην ζωή του.Αυτοί που ξέρουν, δεν ξέρουν τίποτα όπως είχε πει ο αρχαίος έλληνας φιλόσοφος Σωκράτης.Δεν ξέρουν τίποτα αν δεν αγαπάνε.Γιατί ο πραγματικά σοφός άνθρωπος δεν είναι αυτός που βλέπει, αλλά αυτός που βλέποντας όλο και πιο βαθιά αγαπά τους συνανθρώπους του.Αλλιώς είναι τυφλοί.Εάν βλέπεις και δεν αγαπάς είναι σαν να βλέπεις στο σκοτάδι.»

Η Αγάπη σταμάτησε και ξεκίνησε η Ευτυχία.

«Είμαι σοφός σημαίνει γνωρίζω πολύ καλά τον εαυτό μου.Πολλοί πιστεύουν ότι το κλειδί για την σοφία βρίσκεται στο μυαλό.Όμως η αληθινή σοφία δεν βρίσκεται στο μυαλό.Το μυαλό κλείνει τις πόρτες στην άγρια μοίρα και μόνο η σοφία ανοίγει στον ορίζοντα μια πορτούλα που οδηγεί στην καλή ζωή.Το μυαλό προστατεύει, απαγορεύει, οριοθετεί και καταστρέφει.Η σοφία ορμάει,διατάζει,πάει μπροστά και δημιουργεί.Η σοφία είναι πιο πολύ μια ανάγκη της ψυχής μας παρά καρπός του μυαλού.Η σοφία είναι το φώς της αγάπης, και η αγάπη είναι τροφή για την ψυχή μας.Όσο πιο βαθιά είναι η αγάπη τόσο πιο πολύ σοφία έχει μέσα της.Ας αγαπάνε οι άνθρωποι και θα είναι σοφοί.Ας είναι σοφοί και θα αγαπάνε.»

Η Αγάπη άρχισε να μιλάει διακόπτοντας την φίλη της.

«Συμφωνώ απόλυτα.Δεν υπάρχει πραγματική αγάπη χωρίς την πορεία προς το τέλειο.Και προχωράω προς το τέλειο σημαίνει πάω προς την σοφία.Όλοι οι άνθρωποι αλλάζουν κάτι στην ψυχή τους όταν αγαπήσουν κάποιον άλλον, ακόμη και αν αυτή η αγάπη δεν είναι πραγματική.Αυτοί που εξακολουθούν να αγαπάνε, το κάνουν αυτό γιατί συνεχίζουν να βαδίζουν στο δρομάκι με προορισμό το τέλειο. Η αγάπη τρέφει την σοφία και το αντίθετο.»

Ο Χρόνοςτις άκουγε με τεράστιο ενδιαφέρον.Απορούσε πως τέσσερεις ώριμες κυρίες κάθονται σχεδόν κάθε απόγευμα σε ένα παγκάκι και συζητάνε τέτοια πράγματα.Θυμάται που αυτός και οι φίλοι του τα συζητούσαν πολλά χρόνια πριν, όταν ακόμη πήγαιναν σχολείο και μετά στο πανεπιστήμιο.Μπορεί να απορούσε αλλά ήθελε να τις ακούει ασταμάτητα.Ίσως γι αυτό κιόλας δεν μιλούσε ο ίδιος, για να ακούει αυτά που λένε και να τα σκέφτεται.Κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι έχει ακόμα δυόμιση ώρες μέχρι να ξεκινήσει η αγαπημένη του εκπομπή, την οποία δεν έχανε με τίποτα.

«Τι τρέχει Χρόνε?Βαρέθηκες?Θες να φύγεις?Αν ναι μπορείς να το κάνεις όποτε θέλεις.» του είπε η Αγάπη κοιτώντας τον λοξά.

«Όχι.Και βέβαια όχι.Συνεχίστε παρακαλώ.»απάντησε αυτός και ίσιωσε το γιακά του.

Τώρα μίλησε η Σοφία.

«Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της ζωής ταυτόχρονα βυθίζεσαι στον κόσμο της θλίψης και του πόνου.Και για να λέμε την αλήθεια και ο σοφός άνθρωπος υποφέρει.Βασανίζετε και τα βάσανα του είναι ένα σημαντικό στοιχείο της σοφίας.Υποφέρει μάλλον πιο πολύ από τους άλλους διότι είναι πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος.»

Για μερικά δευτερόλεπτα η Σοφία σταμάτησε και άνοιξε το τσαντάκι της.Με το ένα της χέρι ψαχούλεψε στο εσωτερικό και τελικά έβγαλε από μέσα ένα καθρεφτάκι.Έπειτα συνέχισε.

«Όταν προφέρουμε την λέξη «μοίρα»,στο καθένα μας παρουσιάζεται κάτι τρομακτικό,φοβερό και θανατηφόρο.Κάπου βαθιά στην ανθρώπινη σκέψη η μοίρα είναι ένας δρόμος που οδηγεί στο θάνατο. «Κανένας δεν θα ξεφύγει από την μοίρα του» λέμε.Η μοίρα δεν είναι δίκαιη, δεν ανταμείβει τον καλό και δεν τιμωρεί τον κακό.Όμως εμείς είμαστε πιο άδικοι από την ίδια την μοίρα όταν την κρίνουμε.Βλέπουμε μόνο την δυστυχία του σοφού, γιατί ξέρουμε τι θα πει δυστυχία.Όμως δεν βλέπουμε την ευτυχία του,διότι πρέπει να είμαστε κι εμείς σοφοί.Όταν ένας άνθρωπος με αδύναμη ψυχή «μετράει» την ευτυχία του σοφού, τότε αυτή του ξεφεύγει όπως το νερό ανάμεσα στα δάχτυλα. Όμως στα χέρια ενός άλλου σοφού αυτή μετατρέπεται σε φωτεινό και σκληρό χρυσάφι. Κατέχεις μόνο αυτήν την ευτυχία την οποία μπορείς να καταλάβεις.»

Ο Χρόνος κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι η ώρα περνούσε.Η κίνηση στους δρόμους μειωνόταν όλο και πιο πολύ και άναψαν οι λάμπες των οδών. Από απέναντι ακούγονταν φωνές.Στην είσοδο της πολυκατοικίας του Χρόνου στέκονταν δυο νέοι άνθρωποι.Ένα παλικάρι και μια κοπέλα.Φώναζαν ο ένας στον άλλον και μάλωναν.Τελικά η κοπέλα έσπρωξε τον νεαρό και ανέβηκε στο σπίτι της. Μετά από λίγο ο νεαρός γύρισε και έφυγε.

«Η κόρη της γειτόνισσας μου ήταν.Μάλλον χώρισε με τον φίλο της.Εδώ και πολύ καιρό μαλώνουν.Νιάτα τι να πεις.» είπε ο Χρόνος και ένιωσε ότι διακόπτει την συζήτηση. «Συνεχίστε παρακαλώ.»

Συνέχισε η Μοίρα αλλάζοντας πόδι και σταυρώνοντας τα χέρια στα γόνατα της.

«Δεν είναι όλες οι ψυχές ευτυχισμένες.Μας λένε – να αγαπάτε τον πλησίον σας όπως τον εαυτό σας – .Όμως αν αγαπάτε τον εαυτό σας λίγο, με τον ίδιο τρόπο θα αγαπήσετε τον διπλανό σας.Πρέπει να μάθουμε οι άνθρωποι να αγαπάμε τους εαυτούς μας πραγματικά και δυνατά και μόνο τότε θα μπορέσουμε να αγαπήσουμε και κάποιον άλλο.Αυτό δεν είναι εύκολο όπως λένε κάποιοι.Πριν από πολλά χρόνια ένας ρώσος συγγραφέας είπε – όλοι προσπαθούν να αλλάξουν τον  κόσμο, αλλά κανένας τον εαυτό του – . Είναι πολύ κακό αυτό.»

Η Ευτυχία άπλωσε το χέρι της για να συγχαρεί την φίλη της γι αυτά που μόλις είπε.Χαμογέλασαν η μια στην άλλη και μετά ξεκίνησε ένα μεγάλο μονόλογο.

«Έχεις μεγάλο δίκιο αγαπητή μου.Ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα.Όμως ποιος το ακολουθεί αυτό?Ρητορική η ερώτηση.Εγώ θέλω να πω επίσης ότι στην ζωή μας δεν έχουμε χρέος να κλαίμε μαζί με αυτούς που κλαίνε,να υποφέρουμε μαζί με αυτούς που υποφέρουν,να κάνουμε κάτι για να μοιάσουμε σε κάποιον άλλον και να εκθέτουμε την καρδιά μας στα χτυπήματα και τα χάδια του περαστικού από την ζωή μας ανθρώπου.Τα δάκρια,ο πόνος και οι πληγές είναι απαραίτηταόσο δεν μας στερούν το θάρρος να ζούμε.Ποτέ δεν πρέπει ως άνθρωποι να ξεχνάμε ότι όποια και να είναι η αποστολή μας πάνω στην γη, όποιος και να είναι ο στόχος των προσπαθειών και των ελπίδων μας, το αποτέλεσμα των πόνων και των χαρούμενων στιγμών είμαστε πρώτα απ όλα οι προστάτες της ζωής.Όσο περισσότερο περπατάς στα σοκάκια της ζωής τόσο πιο πολύ πιστεύεις στην αλήθεια και την ομορφιά του κόσμου.Όλο και λιγότερο ψάχνεις και περιμένεις κάτι σπάνιο, διότι αρχίζεις και καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει κάτι σπάνιο και ότι αυτό που θεωρούσες κάποτε σπάνιο τώρα στέκεται μπροστά σου και μπορείς να το δεις και να το αγγίξεις.»

Ο Χρόνος για μια κόμη φορά κοίταξε το ρολόι του.Η ώρα που θα άρχιζε η αγαπημένη του εκπομπή πλησίαζε.Οι κυρίες όμως στις οποίες έκανε παρέα σήμερα δεν έλεγαν να σταματάνε την συζήτηση. Από μέσα του σκέφτηκε ότι και να συνεχίζουν αυτές, αυτός θα σηκωθεί, θα ευχηθεί καλή νύχτα και θα πάει να δει την εκπομπή του.Μέχρι τότε όμως είπε στον εαυτό του ότι θα τις ακούει επίμονα, αν και είχε αρχίσει να βαριέται.Η Αγάπη άνοιξε το όμορφο νεανικό της στόμα με τα καλοφτιαγμένα χείλη που τα έβαψε με ένα έντονο κόκκινο κραγιόν και μίλησε.

«Δεν υπάρχει στην γη νομίζω πιο επιθυμητή ευτυχία από την πανέμορφη και την συνεχόμενη αγάπη.Όμως αν κάποιος δεν βρει αυτήν την αγάπη η προσπάθεια του να το κάνει αυτό δεν θα πάει χαμένη.Θα δώσει την ευκαιρία στην καρδιά που χτυπάει καθημερινά ασταμάτητα να χτυπάει για έναν ακόμη λόγο.Για την αγάπη.Πάντα μπορείς να αγαπάς.Αιώνια.Και αυτοί που λένε το αντίθετο είναι οι πραγματικά δυστυχισμένοι.Οι άνθρωποι πρέπει να αγαπάνε και τότε θα κατέχουν όλες τις χαρές που προσφέρει αυτή. Ο καθένας αγαπά με διαφορετικό τρόπο. Ακόμη και ένα ζευγάρι.Έτσι αγαπάει αυτός, αλλιώς αγαπά αυτή.Φυσικά αυτός που αγαπά καλύτερα, αυτός είναι και ο πραγματικά ευτυχισμένος.»

Όλες σώπασαν. Καμιά δεν μιλούσε και όλες τους αγναντεύανε το κενό βαριανασαίνοντας. Ο Χρόνος τις κοίταξε και ένιωσε ότι σε λίγο η συζήτηση θα συνεχιστεί. Αυτός όμως είδε ότι η ώρα σχεδόν έφτασε να φύγει και αποφάσισε να μιλήσει κι αυτός λίγο και μετά θα φύγει.

«Ότι και να κάνουμε,όπου και να πάμε, όπως και να ζούμε,όπως και να αγαπάμε το ποτάμι της ζωής ρέει κάτω από τον γαλανό ουρανό.Μέσα από σκοτεινές σπηλιές και χαράδρες,από φωτεινές πεδιάδες και καταλήγει στους απέραντους ωκεανούς.Και δεν είναι σημαντικό για κανένα άνθρωπο η δύναμη, το μέγεθος και το βάθος του ποταμού.Αλλά το πόσο καθαρό είναι.Πόση αλήθεια κρύβει μέσα του.Ο κάθε άνθρωπος βγαίνει από το σπίτι του για να ψάξει την χαρά, την ομορφιά, την αγάπη και την αλήθεια.Και γυρνάει μόνο όταν μπορεί να πει στα παιδιά του ότι τελικά δεν βρήκε τίποτα.Γιατί αν βρει κάτι δεν θα γυρνούσε, αλλά θα έμενε εκεί που το βρήκε.Γιατί το να βρεις κάτι στην ζωή είναι ότι καλύτερο.Το να βρεις κάτι εκεί που δεν υπάρχει είναι κάτι που δίνει δύναμη να συνεχίζεις να ζεις.Και το μόνο πράγμα που μπορεί να προσφέρει αυτό το κάτι, το οποίο κάποια στιγμή θα συναντήσεις στον δρόμο σου είναι ο χρόνος.Να βρεις μια γυναίκα με όλα τα κατάλληλα χαρακτηριστικά και την καρδιά της και στο μυαλό της.Να βρεις την δύναμη να αντιμετωπίσεις τρομερά πράγματα, να βρεις την αλήθεια και να φτάσεις τελικά στην ευτυχία και την σοφία.»

Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε και γέμισε γκρίζα σύννεφα.Σε λίγο ξεκίνησε να βρέχει.Οι τέσσερεις κυρίες άνοιξαν τις ομπρέλες τους και σηκώθηκαν από το παγκάκι.Ο Χρόνος και αυτός σηκώθηκε και είπε.

«Ευχαριστώ για αυτό το υπέροχο απόγευμα.Σας χαιρετώ κυρίες μου.»

Οι κυρίες υποκλίθηκαν ελαφρά και μετά χωρίς να πουν τίποτα γύρισαν και έφυγαν από το πάρκο.Ο Χρόνος έμεινε λίγο ακόμα κάτω από την βροχή.Οι σταγόνες έπεφταν βαριές πάνω στο πρόσωπο του.Αναστέναξε μερικές φορές και μετά περπάτησε αργά μέχρι το σπίτι του.Κοίταξε πίσω του και είδε τις τέσσερεις κυρίες να στρίβουν στην διασταύρωση και να χάνονται από τα μάτια του. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του παλτού του, άνοιξε την εξώπορτα και μπήκε μέσα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

The post Χρήστος Ταξίδης, «Τέσσερεις κυρίες και ένας κύριος» appeared first on Ποιείν.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles