`
(Πρόλογος-μετφρ.- σχόλια: Βαγγέλης Δουβαλέρης / Φιλολογική επιμέλεια- σχόλια: Ήρκος Ρ. Αποστολίδης)
`
ΑΡΑΓΕ Η ΔΟξΑ εἶν᾽ ἁπλῶς ἡ νοστιμώτερη τροϕὴ τῆς ϕιλαυτίας μας; ῎Οχι μόνο· εἶναι πόθος ἄρρηκτα δεμένος μὲ τοὺς πιὸ σπάνιους ἀνθρώπους καὶ τὶς πιὸ σπάνιες στιγμές τους. ᾽Εκεῖνες τὶς στιγμὲς ϕωτίζονται ἄξαϕνα ὅλα· ἁπλώνει ἀγέρωχα τὸ χέρι του κανείς, σὰ νὰ πρόσταζε τὴ δημιουργία ἑνὸς Κό σμου· ϕῶς ἀναδύεται ἀπὸ μέσα του καὶ πλημυρεῖ τὰ πάντα. Τὸν διαθέει τότε ἡ εὐτυχὴς βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ ποὺ τὸν ὕψωσε ὣς τὰ οὐράνια καὶ τὸν μάγεψε –ἡ μ ι ὰ ὑψηλὴ τούτη αἴσθηση– δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ. Καὶ τώρα καταλαβαίνει πόσο ἀναγ καῖες εἶναι τέτοιες σπάνιες ἐκλάμψεις γιὰ τοὺς μεταγενέστερους, κ᾽ ἔτσι ξυπνᾶ ἐντός του ὁ ὅποιος πόθος δόξας. ᾽Εϕεξῆς καὶ στὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα ἡ ᾽Ανθρωπότητα ὅλη τὸν χρειάζεται. Ν ά ἡ ἐπιτομή, ἡ πεμπτουσία τῆς ὕπαρξής του· πιστεύει πὼς αὐτό ποὺ ἔνοιωσε κείνη τὴ στιγμή –αὐτός ποὺ ἦτανἐκείνη τὴ στιγμή– ἀθανατίστηκε, ἐνῶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο τοῦ ϕαίνεται πιὰ ἄχρηστο, μάταιο, ϕτηνό, περιττό, τὸ τινάζει ἀπὸ πάνω του ἀϕήνοντάς το ἕρ μαιο τῆς ϕθορᾶς καὶ τοῦ ἐϕήμερου… Τοὺς χαμοὺς καὶ τοὺς ἀϕανισμοὺς δὲν τοὺς δέχεται ὁ νοῦς μας· χάσκουμε μπρός τους, ἔκπληκτοι κιόλας, λὲς καὶ συνέβη τὸ ᾽Αδύνατο! Μᾶς θλίβει ἡ θέα τοῦ δέντρου ποὺ πέϕτει, τοῦ βουνοῦ ποὺ καταρρέει. Κάθε χρόνο, τὴ νύχτα τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἀνοίγεται μπροστά μας ἡ μυστηριακὴ ἀντίθεση τοῦ Εἶ ναι καὶ τοῦ Γίγνεσθαι… ῞Ομως τὸ νὰ σβήσει μιὰ στιγμὴ ἄκρας ἐντέλειας τοῦ κόσμου σὰ ϕευγαλέο ϕῶς, χωρὶς διάρκεια καὶ κληρονόμους, προσβάλλει κατεξοχὴν τὸν ἠθικὸ ἄνθρωπο. ᾽Ετοῦτος ἀξιώνει πὼς ὅ,τι ὑπῆρξε μ ι ὰ ϕορὰ κ᾽ εἶχε σκοπό του νὰ διαιωνίσει καὶ νὰ λαμπρύνει τὴ λέξη «ἄνθρωπος», πρέπει ὁπωσδήποτε αἰώνια νὰ ὑπάρχει!..
`
Αλλ᾽ α ὐ τ ὸ εἶναι, ἴσα-ἴσα, καὶ τὸ βασικὸ νόημα τοῦ Πολιτισμοῦ: οἱ μεγάλες στιγμὲς συγκροτοῦν μιὰν ἁλυσίδα ποὺ συνέχει τὴν ᾽Ανθρωπότητα, ὅσοι αἰῶνες κι ἂν περάσουν – σὰν κορυϕογραμμὴ ποὺ ὑψώνει τὸ μέγιστο μιᾶς περασμένης ἐποχῆς, μ ε γ ά λο καὶ γιὰ μένα τὸν σημερινό, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τὸ προαίσθημα τῶν σπάνιων ἀνθρώπων γιὰ δόξα κι ἀθανασία!.. ῞Ομως μὲ τὴν ἀξίωση ὅτι τὸ Μεγάλο πρέπει νὰ ζεῖ αἰώνια, ξεσπάει ἡ ϕοβερὴ μάχη κατὰ τοῦ Πολιτισμοῦ· γιατὶ ὅ,τι εἶν᾽ ἀκόμη ζωντανὸ ϕωνάζει: ῎Οχι! Τὸ Συνηθισμένο, τὸ Μικρό, τὸ Χθαμαλό, τρυπώνει σὲ κάθε γωνιὰ αὐτοῦ τοῦ Κόσμου, μολύνει τὸν ἀέρα –τούτη τὴν κατάρα ποὺ ἀναπνέουμε ὅλοι!–, θολούρα πυκνώνει ϕοβερὴ γύρω ἀπ᾽ τὸ Μεγάλο, τὸ παραϕυλάει, τὸ ἐμποδίζει, τὸ πνίγει, τὸ ἀποθαρρύνει, χίλιες πλάνες σπέρνει στὸ δρόμο του πρὸς τὴν Αἰωνιότητα… Ναί, ὁ δρόμος ποὔχει νὰ διαβεῖ, μὲς ἀπ᾽ τὴ στενωπὸ τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ περνάει! – τοῦ μυαλοῦ ἐλεεινῶν, λιγόζωων πλασμάτων ποὺ κατατρίβονται σ᾽ εὐτελεῖς ἀνάγκες, κι ἂν σηκώνουν ποτὲ κεϕάλι, πάλι στὶς ἴδιες χρεῖες παραδέρνουν, κερδίζοντας μὲ κόπο μιὰ κάποια παράταση ζωῆς… Αὐτοὶ θέλουν ὁ,τιδήποτε νὰ ζήσουν – ὁ π ω σ δήπ ο τ ε νὰ ζήσουν! Ποῦ νὰ νοιώσει, ἕνας ἔστω ἀνάμεσό τους, τί ἀγώνας δρόμου σκληρός, τί λαμπαδηδρομία ξετυλίγεται, ἀπ᾽ τὴν ὁποία μόνον ὅ,τι Μεγάλο ἐπιζεῖ; Νά ὅμως ποὺ ὅλο καὶ ξυπνᾶνε μερικοί, νοιώθοντας στὴ θέα κάθε μεγαλείου τέτοιαν εὐτυχία, σὰ νἆταν ἀλήθεια ἡ ζωὴ μιὰ ὑπέροχη ὑπόθεση, σὰ νἆταν ὁ πιὸ ὄμορϕος καρπὸς τοῦ πικροῦ αὐτοῦ δέντρου τὸ νὰ ξέρεις πὼς κάποτε κάποιος ἔζησε περήϕανα καὶ στωικά, ἄλλος μὲ σκέψη βαθιά, ἄλλος γεμᾶτος εὐσπλαχνία – ἕ ν α δίδαγμα κληροδοτῶντας ὅλοι: πὼς ζεῖ καλύτερα ὅποιος τὴν ὕπαρξη ἀψηϕᾶ! ᾽Ενῶ ὁ κοινὸς ἄνθρωπος σοβαρεύει καὶ μελαγχολεῖ μπρὸς στὸ σύντομο τοῦτο Εἶναιἐκεῖνοι, καθ᾽ ὁδὸν πρὸς τὴν Αἰωνιότητα, τῆς ἀντέταξαν ἕνα ὀλύμπιο γέλιο, ἢ τοὐλάχιστον ἕναν περή ϕανο σαρκασμό!.. Πολλοὶ κατέβηκαν μὲ εἰρωνικὸ μειδίαμα στὸν τάϕο – γιατὶ τί κατάϕερε ὁ θάνατος νὰ τοὺς πάρει;
῍Αν θέλει κανεὶς νὰ βρεῖ τοὺς πιὸ παράτολμους ἱππότες ἀνάμεσα σὲ τούτους τοὺς ἐϕιέμενους δόξας, ποὺ πιστεύουν ὅτι θ᾽ ἀντικρύσουν τὸ ἔμβλημά τους σὲ κάποιον μακρινὸ ἀστερισμό, ἂς τοὺς γυρέψει στὸ θίασο τῶν ϕ ι λο σ ό ϕ ω ν. ῾Η δράση τους δὲν τραβάει τὴν προσοχὴ κανενός «κοινοῦ», δὲν ἐρεθίζει τὶς μᾶζες καὶ δὲν προκαλεῖ τὰ ἐνθουσιώδη χειροκροτήματα τῶν σύγχρονών τους. Αὐτοὶ πορεύον ται μόνοι. ῎Εχουν τὸ πιὸ σπάνιο καί, ἀπὸ μιὰν ἄποψη, τὸ πιό «ἀϕύσικο» μὲς στὴ Φύση χάρισμα – ἀποκλειστικὸ κ᾽ ἐχθρικὸ κάθε παρόμοιου χαρίσματος.Πρέπει νἄχουν ϕτιάξει τὸν ἑαυτό τους αὐτάρκη, τεῖχος ἀδαμάντινο, ἀγκρέμιστο, ἀϕοῦ ὅλα κινοῦνται ἐναντίον τους – ἄνθρωποι καὶ Φύση! Μ᾽ ὅλο ποὺ τὸ ταξίδι του πρὸς τὴν ἀθανασία εἶναι σπαρμένο μ᾽ ἐμπόδια καὶ παγίδες, ὁ ϕιλόσοϕος εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ ϕτάσει στὸν προορισμό του, γιατὶ ξέρει πὼς ἀπάγκειο δὲ θὰ βρεῖ στὰ τοῦ «παρόντος», τῆς πεζῆς ἐποχῆς του, ποὺ τὴν περιϕρονεῖ (γνώρισμα τοῦτο κάθε γνήσιας ϕιλοσοϕικῆς ἰδιοσυγκρασίας), μὰ σ᾽ ὅλους τοὺς γιγαντόϕτερους καιρούς!Αὐτὸς κατέχει τὴν ἀ λ ή θ ε ι α.