`
Εγώ παιδιά μου θέλω να πιστεύετε στο όνειρο.
Αυτό το ψέμα είναι η αλήθεια που κανένας δεν ξέρει να σας πει.
Να πατάνε τα πόδια σας στα σύννεφα για να πληγιάζονται όσο το δυνατό πιο λίγο.
Να σας φιλούν οι Ναϊάδες και να μη σας χορταίνουν.
Τα πρωινά σας να είναι ρουμπίνια και οι βαθιές σας νύχτες σπαθιά αφελή και
θηκάρια ασημένια.
Εγώ παιδιά μου ήθελα να πιστεύετε στο ποτάμι που κυλάει στην καρδιά σας
και ψάχνει ακούραστα τη θάλασσα που γνωρίζει όλα τα χρώματα αλλά χρώμα δεν έχει.
Μαζί του να φτάσετε κάποτε κι εσείς εκεί.
Να πλύνετε το ωραίο σας, πυρωμένο πρόσωπο να φύγουν από πάνω σας
οι ψευδαισθήσεις των άλλων
και να μείνετε μόνοι με την μόνη ψευδαίσθηση
για την οποία αξίζει κανείς να ζει: την Αγάπη.
Στην δροσερή, κινούμενη άμμο της να φτιάξετε παλάτια ακλόνητα.
Στη κλεψύδρα της να δείτε τις άγνωστες μέρες και τις άγνωστες εποχές που σας κρύβουν
οι γνωστές μέρες και οι γνωστές εποχές.
Στην κόψη της να ανακαλύψετε το ευγενές κι αλέκιαστο αίμα
των δικών σας θαυμάτων.
Καλή τύχη σας εύχομαι. Και να ξέρετε, είμαι μαζί σας πάντα
και ειδικά όταν νομίζετε πως είμαι μακριά.
A, και κάτι ακόμη: κακοί στο δικό μας έργο δεν υπάρχουν,
μονάχα ομίχλες που πάει να πει πως κάπου κάπου θα πρέπει να γίνεστε βοριάδες.
`
***
Ήρθε και πάλι γελαστός και κυρτωμένος.
Στις δώδεκα η ώρα.
Με ένα αιωνόβιο τραγούδι να βαραίνει στις πλάτες του.
Στις δώδεκα η ώρα.
Είχε πολλές αμφιβολίες και μία σιγουριά.
Στις δώδεκα η ώρα.
Μόλις είχε πει, όχι, στο όνειρο που τον διεκδικούσε σθεναρά.
Στις δώδεκα η ώρα.
Τα χελιδόνια χτίσανε φωλιές στο γείσο του καπέλου του.
Στις δώδεκα η ώρα.
Του δώσανε ξανά κάτι από τη χαμένη νιότη του.
Στις δώδεκα η ώρα.
Του πήραν όμως το χειμώνα που ‘χε για καταφύγιο.
Στις δώδεκα η ώρα.
Δεν ήταν ούτε μεσάνυχτα ούτε μεσημέρι.
Στις δώδεκα η ώρα.
Ήταν η στιγμή η ολάνθιστη που βγήκε μέσα από τα κουκούτσια του φόβου.
Στις δώδεκα η ώρα.
Πήγε επιτέλους τέσσερις, είπε.
Στις δώδεκα η ώρα.
Η σκόνη του ήλιου και του φεγγαριού πέσανε πάνω του σαν άχνη.
Στις δώδεκα η ώρα.
Κι εκείνος είπε, δεν πειράζει, κι απέδρασε μέσα από το μειδίαμα του, όπως πάντα.
Στις δώδεκα η ώρα.
`
***
Εις το διηνεκές.
Τουτέστιν με ένα ύψιλον
σφηνωμένο στο λαιμό, να κόβει μονίμως
την ανάσα.
Με λούσα και με λυγαρίσιασώματα
στην παλέστρα του περίπου.
Όλοι μαζί κι ο λωβιάρης χώρια να βόσκει
τα χίλια πρόβατα του
με ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών
και οι κόρες του ανέμου
να περνάνε από κει να του χτενίσουνε
τις σκέψεις και να τον φιλήσουνε στο στόμα.
Και η ζήλια να γεμίζει τρύπες και σκουλήκια
μες την ωχρή της έξαψη.
Και κάποιος, που δεν θα έχει σχέση με όλα αυτά,
θα ‘ρθει να μας ξυπνήσει κραυγάζοντας:
ad libitum, ad portas, ad valorem!
Εις το διηνεκές.
Και η μεγάλη τρύπα στο νερό
σχεδόν άθλος
πριν γίνει οριστική σιωπή.
Όλοι μαζί, όλοι μαζί
και το ωμέγα να πράττει κατά το δοκούν,
να μπαίνει συνέχεια στην αρχή
και να δίνει στις λέξεις που μένουνε
μισές και μετέωρες, ενεργητικές διαθέσεις.
Εις το διηνεκές.
Με ένα όμικρον
να σκουπίζει ακούραστα το αίμα
στα χείλη.
`
***
Δεν θέλω να είμαι ευτυχισμένος.
Θέλω να μ’ αγαπάς λιγάκι.
Να βραχνιάζω, να μη μπορώ να μιλήσω,
όταν σε κοιτάζω,
να τα λέω όλα με την υγρασία των ματιών μου.
Με την υγρασία των ματιών μου
να πυρπολώ ό,τι κοιτώ.
Με την υγρασία των ματιών μου
να σε φιλώ,
να σε φιλώ,
να σε φιλώ
και να πίνω με την μία
το πιο σκοτεινό νερό
του βυθού σου.
Και όταν θα κλαίω
να χύνω από τα μάτια μου
μαύρους ουρανούς που θα ουρλιάζουν από χαρά,
από μια χαρά που για όλα θα είναι ικανή.
Δεν θέλω να είμαι ευτυχισμένος.
Θέλω η αγάπη σου να με πονά όπου με ακουμπάει: παντού!
Αν κι αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ευτυχία,
εδώ που τα λέμε, ειδικά τις στιγμές που διαχέει
τριγύρω μια μυρωδιά αίματος.
Του αίματος μου.
`
***
Από την άλλη πόρτα παιδιά.
Την μικρή. Την ξύλινη. Την σπασμένη.
Για να μη σας πάρουνε χαμπάρι.
Οι μύγες. Οι ακρίδες. Τα κουνούπια.
Και πέσουν πάνω σας με λύσσα.
Στα μάτια σας. Στο στόμα σας. Στο αίμα σας.
Από την άλλη πόρτα παιδιά.
Του θαύματος. Του οράματος. Της εμμονής.
Να μπείτε. Να βγείτε.
Από το πουθενά. Στο πουθενά.
Από το Τώρα. Στο Πάντα.
Από την άλλη.
Την μυστική. Την κρυφή. Την άγνωστη.
Που όλοι τη ξέρουν
και κανείς δεν τη βλέπει.
`
***
Πάμπλο Νερούδα δεν ξέρω πως, το βυσσινί πλεχτό πουλόβερ σου βρέθηκε ανάμεσα στα ρούχα μου. Παραδέχομαι πως μια μέρα, μια μέρα που το κρύο ήτανε ζεστό κάπου εκεί προς την Κυριακή της Δευτέρας, το φόρεσα. Το φόρεσα και μου έπεφτε μεγάλο, μεγάλο και βαρύ, και η ευωδιά του αναστάτωσε τους απόκρημνους γκρεμούς του τόπου μου που για καιρό μετά με κοιτούσαν με μια βλοσυρή σιωπή και πετσοκόβαν όλα τα ποιήματα μέσα μου. Όμως εξαιτίας του βρέθηκα να αγαπιέμαι από μια μουσική που ήξερε από πόλεμο και οι σφαίρες της είχανε φάει το πρόσωπο και το είχαν στολίσει με μια ομορφιά που έμοιαζε σαν την παιδική προσδοκία για τα Χριστούγεννα. Και είπα μέσα μου, τι τύχη, τι τύχη να είμαι ντυμένος μελωδίες που κάνουν τις πλάτες μου να πονάνε και το άπειρο και μου μαθαίνει το καινούργιο φιλί. Πάμπλο Νερούδα, έτσι ντυμένος είδα των χρυσά περιστέρια των τελευταίων σου στιγμών, να φτιάχνουν καινούργιες πλατείες όπου κατεβαίνουν και νέα νησιά στους αιθέρες όπου πετάνε. Είδα και την καρδιά σου σαν νεράιδα ενός πρωινού με εφτά χιλιάδες ήλιους να χύνει χρυσάφι στις αυλές των ταπεινών. Και τη φωνή σου σαν καταρράκτη ορμητικό μέσα στα ρολόγια εκείνων που δεν πίστεψαν ποτέ στα ερωτόλογα του χρόνου.
`
***
Βγείτε και πείτε ευθαρσώς πόσο πολύ αγαπάτε τα κορίτσια σας.
Αλλιώς δεν φεύγουν τα καράβια.
Αλλιώς δεν γυρνάει το χαρτί.
Αλλιώς το πολυπόθητο γκολ στο 90′ δεν πρόκειται ποτέ να έρθει.
Ή έστω σταθείτε στην αχρειότητα μπροστά
και δείξτε την ωραιότατη και οσμηρή πληγή που είναι
η σακατεμένη σας καρδιά .
Αλλιώς η ομίχλη δεν πρόκειται να φύγει
και τα είδωλα σας θα πεθάνουνε στρεβλά
μέσα στους ραγισμένους σας, λερούς καθρέφτες.
`
***
Θυμάμαι και ξεχνώ.
Ανάμεσα σε δυο Δευτέρες.
Στις τραχιές πλάτες κάποιες Κυριακής.
Θλιμμένη ευωδιά βασιλικού χαρούμενου.
Η κληματαριά διηγείται
τις αναμνήσεις μιας άλλης αυλής.
Ένα παιδί είναι ντυμένο στρατιώτης.
Διψάει και το πρόσωπο του είναι χαραγμένο.
Έρχεται από πολύ μακριά για να μας πει να ρίξουμε τα τείχη.
Να ρίξουμε τα τείχη.
Τα τείχη .
Να παρελάσει η καλή μας τύχη.
Ανάμεσα σε δυο Δευτέρες.
Εκεί που Παρασκευή δεν πρόκειται να βρεις.
Όσο κι αν κλάψεις.
Όσο κι αν ματώσουν τα χείλη σου
προφέροντας τη λέξη κεράσι.
Όσο κι αν φιληθείς με την τετραγωνική ρίζα του ένα
και δεις το άπειρο
να μπαίνει, κάποια στιγμή, μες την στενάχωρη καρδιά σου.