Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

«Η δυσφήμηση της ποίησης»

$
0
0

[author] Του Σωτήρη Παστάκα [/author]

“Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι επειδή τις περισσότερες φορές οι ποιητές χρηματοδοτούν οι ίδιοι τις εκδόσεις των βιβλίων τους (και σε ορισμένους οίκους πανάκριβα) πολλοί εκδότες είναι έτοιμοι να τυπώσουν οτιδήποτε, χωρίς κανένα κριτήριο, αρκεί ο υποψήφιος συγγραφέας να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Έχω δει με τα μάτια μου Θεσσαλονικιό εκδότη να κλείνει οικονομική συμφωνία με νεαρό συγγραφέα δίχως να έχει κοιτάξει καν το δακτυλόγραφο που του προσκόμισε. Και είναι επίσης γνωστό ότι πολλοί εκδότες δεν διαβάζουν ούτε τα βιβλία που οι ίδιοι εκδίδουν…” λέει πρόσφατα σε κάποια συνέντευξή του ο Κώστας Δεσποινιάδης.

Πριν μερικά χρόνια, το 2013, στο Κάιρο, άκουσα τον αγαπητό Χρίστο Γ. Παπαδόπουλο να εκφράζει την απαξίωσή του για τη σύγχρονη «λογοτεχνική» παραγωγή από τη στιγμή που ο καθείς πληρώνει την έκδοση του βιβλίου του. Δεν έχει κανένα νόημα, όλο αυτό το εμπορικό αλισβερίσι. Οι «παρεολογοτέχνες» όπως τους είχα βαπτίσει σε ένα από τα savoir, συνάδουν με τους «ποιητέμπορους» του Δεσποινιάδη και το αποτέλεσμα είναι η απόλυτη δυσφήμηση της ποιητικής τέχνης. Ποιητές που είναι συνάμα και εκδότες επί πληρωμή. Απορώ πως ο υγιής κλάδος των εκδοτών δεν αντιστέκεται σε αυτή την δυσφήμηση του κλάδου τους. Αλλά ποιος να διαμαρτυρηθεί και ποιος να αντισταθεί, όταν η έκδοση πληρωμένων βιβλίων έγινε πλέον καθημερινή τακτική από όλους; Πως δέχονται οι «καθαροί» εκδότες να στεγάζονται στα διάφορα Κρατικά Παζάρια με αυτούς που διακινούν αποκλειστικά πληρωμένα βιβλία; Πως γίνεται να ονομάζουμε Διεθνή (sic!) Έκθεση (πληρωμένου) Βιβλίου το παζάρι των αυτό-εκδιδόμενων της Θεσσαλονίκης; Αρκετά παζάρια και πάγκους διοργανώνουν από μόνοι τους όλους τους θερινούς μήνες, τι Ζάπεια, τι Πεδία, τι θαλάσσια παράκτια και ζωοπανηγύρεις όπως το παζάρι της Λάρισας. Γιατί η Θεσσαλονίκη;

Η δυσφήμηση της ποίησης λοιπόν, είναι ακριβώς η πρακτική να προσδίδουμε κύρος με κρατικά «βραβεία» και «εκθέσεις», ακριβώς σε αυτό το οικονομικό αλισβερίσι. Δυσφήμηση είναι η ανταλλαγή αβρών χειρονομιών, χειροφιλημάτων και δημόσια έκθεση της αθώας ψυχής μας που αραδιάζει ότι υψηλότερο συναίσθημα μπορεί να συλλάβει ο άνθρωπος, για να παρουσιάσει το συνηθισμένο «αριστούργημα» της φιλενάδας ή του γκόμενου. Δυσφήμηση είναι να μιλάω επαινετικά δημοσίως για κάποιον ποιητή που θάβω στις προσωπικές μου συνομιλίες. Δυσφήμηση είναι να τυπώνουμε βιβλία που θεωρούμε σκουπίδια, να τα παρουσιάζουμε και να τα βραβεύουμε. Δυσφήμηση είναι να ανταλλάσσουμε φιλοφρονήσεις με ανθρώπους που τα παλιά χρόνια δεν θα τους λέγαμε ούτε καλημέρα. Δυσφήμηση δεν είναι αυτοί που γράφουν, ούτε οι σχολές «δημιουργικής» γραφής που βάλλονται πανταχόθεν. Απ’ τη στιγμή που όλοι θέλουν να γράψουν στις μέρες μας, δεν κατάλαβα γιατί δεν πρέπει να κάτσει κάποιος μαζί τους και να τους μάθει να γράφουν σωστά (απ’ τη στιγμή μάλιστα που οι επιμελητές είναι πολύ ακριβοί, και η πολυπόθητη έκδοση γίνεται στο πι και φι μόλις εισπραχθεί το ποσόν)!

«Ζητήσαμε από τους ίδιους τους ποιητές της νεώτερης γενιάς να μας στείλουν τα ποιήματά τους. Να ανθολογήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους κι να φανούν έστω μέσα από μια ποιητική ανθολογία, ελεύθερα και μακριά από κάθε υποκειμενικό κριτήριο, οι τάσεις που επικρατούν και διαγράφονται στον ποιητικό μας χώρο στις τελευταίες ταραγμένες δεκαετίες. Η ανταπόκριση υπήρξε συγκλονιστική. Υπερχίλιοι ποιητές, νέοι στην πλειοψηφία τους, έστειλαν δείγματα της πνευματικής τους δουλειάς.Μαθητές των Γυμνασίων, φοιτητές, άνθρωποι των γραφείων και της χειρονακτικής δουλειάς, νοικοκυρές, άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων κάθονται και σμιλεύουν με το στίχο τούς καημούς, τα όνειρα, τις πίκρες τους. Η ανθολογία αυτή είναι μια περίτρανη διαβεβαίωση ότι ο Έλληνας παραμένει πάντοτε ευαίσθητος, λυρικός και οραματιστής…»

Έγραφε ο εκδότης Δημήτρης Παπαδημητρίου της «Ποιητικής Ανθολογίας της Νέας Ελληνικής γενιάς Άγκυρας», το 1971. Η πρόσφατη ανθολογία «Ξένων Αιμάτων Τρύγος» του Γιώργου Χ. Θεοχάρη (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014), σώζει 611 ποιητές. Η γραφομανία δεν αποτελεί λοιπόν σημερινό φαινόμενο που πολλοί το αποδίδουν ατυχώς στα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν φταίει το facebook. Οι υπερχίλιοι ποιητές του 1971 έγραφαν με απλό στυλό διαρκείας ή με μολύβι (οι παλιότεροι) σε τετράδια που αγόραζαν από το παντοπωλείο. Δεν υπήρχαν οι κόλλες Α4. Ο Νικηφόρος Βρετάκος έγραφε στα πακέτα των τσιγάρων, στις κασετίνες που επιμένει να βγάζει πλέον μόνον ο Καρέλιας, και στα Σαντέ. Θυμάμαι που έγραφα την δεκαετία του 60 πίσω από τα ψηφοδέλτια που κρατούσε επιμελώς ο πατέρας μου από τις εκάστοτε βουλευτικές και δημαρχιακές εκλογές. Στο ελάχιστο περιθώριο των εκκλησιαστικών εντύπων «Η φωνή του Κυρίου». Στον κολοφώνα των σχολικών βιβλίων, στη λευκή επιφάνεια των χαρτόδετων εξωφύλλων. Στην Οδύσσεια του Πολυλά, εκεί που άφηναν λευκό πλαίσιο οι ξυλογραφίες.

Δεν υπάρχει μια ακριβής καταμέτρηση των ποιητών στην Ελλάδα, αλλά θα συμφωνήσουμε με τον εκδότη της Άγκυρας: υπερχίλιοι. Το θεάρεστο έργο του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, το αντίστοιχο που ετοιμάζει για τα εκδοθέντα βιβλία ο Αντώνης Σκιαθάς με το «Γραφείον Ποιήσεως» στην Πάτρα, για τις ποιητικέ συλλογές του 2014. Η δουλειά του Βουκελάτου παλιότερα με την καταγραφή της ποιητικής παραγωγής στο πάλαι ποτέ περιοδικό του «Ιχνευτής». Η δουλειά του «καταλόγου» που μας προσφέρουν είναι ανεκτίμητη. Πάνω εδώ θα πατήσουν οι μελλοντικοί αξιοκρατικοί ανθολόγοι. Παρόμοιες Ανθολογίες «υπερχιλίων» ποιητών βοηθούν αφάνταστα τον «αριστοκράτη» ανθολόγο και τον διευκολύνει αφάνταστα στο έργο του.

Στο απόσπασμα 138 ο Ουμπέρτο Σάμπα μας δίνει, πολύ παλιότερα, το 1950, (η γραφομανία, είπαμε, δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο) την εξής οξεία παρατήρηση που την έχω οδηγό και πιστεύω, σε όσους νομίζουν πως μπορούν να δυσφημήσουν την ποίηση:

«Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ. Εκπλήττει όποιον συναναστρέφεται κάπως στενά τους ποιητές, πως ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του, καλή την πίστη, ότι είναι ο πρώτος αν όχι όλων των εποχών και όλων των χωρών, τουλάχιστον της εποχής του και της χώρας του. Να αμφισβητήσεις αυτή την πεποίθησή τους είναι σαν να τους μαχαιρώνεις. Και δεν αναφέρομαι στους δύο τρεις που θα είχαν κάθε λόγο να εκφράσουν μια παρόμοια πεποίθηση. Γιατί παρατήρησα πως όλοι αδιακρίτως όσοι γράφουν στίχους, ακόμη και οι νούλες, ακόμα και οι ατάλαντοι, τρέφουν για τον εαυτό τους την ίδια εκτίμηση. Σκέφτεται κανείς πως η πεποίθησή τους είναι – για άλλη μια φορά – ένα πιστεύω απριόρι, το οποίο παράγεται από κάποιο ( λίγο ως πολύ άγνωστο) μηχανισμό αναπλήρωσης , και πως κάθε ποιητής πρέπει να έχει – εξαρχής – ο πρώτος ποιητής της Ιταλίας. Και πως χωρίς αυτήν την εσωτερική και απαραίτητη γι’ αυτούς πεποίθηση ίσως να μην είχε γραφεί ποτέ στον κόσμο ούτε ένας στίχος καλός ή κακός. Το οποίον – αφού οι άσχημοι στίχοι περνούν και οι καλοί μένουν, τουλάχιστον για ένα μικρό χρονικό διάστημα – σημαίνει πως θα στερούμασταν ( σ’ αντάλλαγμα μιας εξίσου προβληματικής ιάσεως) κάτι από την ομορφιά του κόσμου.» (θα το βρείτε στην Ανθολογία Ιταλικής Ποίησης, εκδόσεις Οδός Πανός, 2011, σε μετάφραση του Γιάννη Παππά και δική μου)


Αναδημοσίευση από το “Φρέαρ”, τεύχος 22+, Ιούλιος 2018


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles