`
ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ, Κουμέ Μάσαο:
Το αφήνω σ’ εσένα ν’ αποφασίσεις πότε και πού θα δημοσιεύσεις αυτό το χειρόγραφο – ή αν θα το δημοσιεύσεις γενικά.
Γνωρίζεις τους περισσότερους απ’ τους ανθρώπους που εμφανίζονται εδώ, αλλά, αν το δημοσιεύσεις, δεν θα ήθελα να προσθέσεις κάποιο σημείωμα όπου θ’ αποκαλύπτεις την ταυτότητά τους.
Βιώνω πια την πιο θλιβερή ευτυχία που μπορεί κανείς να φανταστεί. Και όμως, παραδόξως, δεν μετανιώνω για τίποτα. Λυπάμαι μονάχα όποιον είχε την ατυχία να ζήσει πλάι σε έναν τόσο κακό σύζυγο, τόσο κακό γιο, τόσο κακό πατέρα σαν εμένα. Γι’ αυτό, λοιπόν, έχε γεια. Δεν προσπάθησα –όχι συνειδητά, τουλάχιστον– ν’ αυτοδικαιωθώ εδώ πέρα.
Κλείνοντας, να πω πως σου εμπιστεύομαι αυτό το χειρόγραφο, επειδή πιστεύω ότι με ξέρεις καλύτερα από κάθε άλλον. Μπορεί να φορώ την προβιά του σοβαρού και του διανοούμενου, αλλά, με αυτό το χειρόγραφο, σου δίνω το ελεύθερο να μου τη βγάλεις και να γελάσεις όσο θες με την ηλιθιότητά μου.
Ακουτάγκαβα Ρυουνόσουκε
20 Ιουνίου 1927
`
1. Η εποχή
Βρισκόταν στον πάνω όροφο ενός βιβλιοπωλείου. Είκοσι χρονών τότε, είχε σκαρφαλώσει στη σκάλα που ήταν στηριγμένη σε μια βιβλιοθήκη κι έψαχνε για φρέσκα δυτικά βιβλία: Μωπασάν, Μπωντλαίρ, Στρίντμπεργκ, Ίψεν, Σω, Τολστόι…
Ο ήλιος είχε δύσει απ’ ώρα, αλλά εκείνος συνέχιζε να ψάχνει στις ράχες των βιβλίων με άσβεστο ζήλο. Δεν είχε απλώς μια σειρά βιβλία στοιχισμένα μπροστά του, αλλά ολόκληρο το fin de siècle. Νίτσε, Βερλαίν, αδερφοί Γκονκούρ, Ντοστογιέφσκι, Χάουπτμαν, Φλωμπέρ…
Μάζευε όσα ονόματα μπορούσε, καθώς περίμενε το σκοτάδι να πέσει για τα καλά. Τα βιβλία άρχισαν να βυθίζονται στις σκιές. Τελικά, η αντοχή του τον πρόδωσε κι έκανε να κατέβει. Και τότε, ακριβώς από πάνω του άναψε ένας μικρός γλόμπος. Έτσι όπως στεκόταν κρυμμένος στην άκρη του ορόφου, κοίταξε κάτω τους υπαλλήλους και τους πελάτες που κινούνταν ανάμεσα στα βιβλία. Φαίνονταν αλλόκοτα μικροσκοπικοί – κι ελεεινοί.
Η ζωή δεν αξίζει ούτε έναν στίχο του Μπωντλαίρ.
Κάθισε στην άκρη της σκάλας κοιτάζοντάς τους από ψηλά…
`
2. Η μητέρα
Όλοι οι παράφρονες ήταν ντυμένοι με την ίδια γκρίζα φορεσιά, πράγμα που έκανε εκείνο το μεγάλο δωμάτιο να δείχνει ακόμη πιο καταθλιπτικό. Ένας απ’ αυτούς καθόταν σ’ ένα όργανο κι έπαιζε ύμνους χωρίς σταματημό, με ολοένα και αυξανόμενη ένταση. Ένας άλλος χόρευε –ή, καλύτερα, χοροπηδούσε– στο κέντρο του δωματίου.
Στεκόταν και χάζευε το θέαμα πλάι σ’ έναν ροδομάγουλο γιατρό. Δέκα χρόνια πριν, η μητέρα του δεν είχε καμία διαφορά από τούτους εδώ τους τρελούς. Απολύτως καμία διαφορά. Και, μάλιστα, η μυρωδιά τους σαν να του θύμισε τη μυρωδιά της μητέρας του.
— Λοιπόν, πάμε;
Ο γιατρός τον οδήγησε μέσα από έναν διάδρομο σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Σε μια γωνιά εκεί υπήρχε ένας σωρός από εγκεφάλους που έπλεαν σε βάζα γεμάτα οινόπνευμα. Σ’ έναν απ’ τους εγκεφάλους παρατήρησε κάτι αμυδρά λευκό, σαν τον σβώλο που συναντά κανείς στο ασπράδι του αυγού. Ενώ συζητούσε με τον γιατρό, ο νους πήγε ξανά στη μητέρα του.
— Ο άντρας στον οποίο ανήκε αυτός ο εγκέφαλος εργαζόταν ως μηχανικός για την εταιρεία παροχής ρεύματος Τάδε. Ανέκαθεν εκλάμβανε τον εαυτό του ως ένα μεγάλο, αστραφτερό μαύρο δυναμό.
Θέλοντας ν’ αποφύγει την οπτική επαφή με τον γιατρό, κοιτούσε προς το παράθυρο. Απέξω δεν υπήρχε τίποτα παρά ένας τούβλινος τοίχος με σπασμένα μπουκάλια να γεμίζουν τα κενά. Και, ναι, είχε πράγματι ένα λεπτό χνούδι από βρύα πάνω στα ωχρά λευκά μπαλώματα.
`
********************************************************************
Ο «πατέρας της ιαπωνικής διηγηματογραφίας» Ρυουνόσουκε Ακουτάγκαβα επιστρέφει στα ελληνικά με μια έκδοση όπου συγκεντρώνονται τα καλύτερα διηγήματά του. Από το αριστουργηματικό «Πόδια αλόγου» και το αυτοβιογραφικό «Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου» μέχρι τα περίφημα «Στο σύσκιο με τα μπαμπού» και «Ρασόμον», τα οποία ενέπνευσαν τον σκηνοθέτη Άκιρα Κουρόσαβα για να δημιουργήσει την ομώνυμη ταινία («Rashōmon», 1950).
Ο Χάρουκι Μουράκαμι τον κατατάσσει ―και δικαίως― στους μείζονες πεζογράφους της Ιαπωνίας. Για την ακρίβεια: ο Ακουτάγκαβα είναι ένας συγγραφέας τόσο κλασικός όσο κλασικά είναι τα παραμύθια.