Απαγορευμένα δάκρυα
Σβήνουν τα φώτα τ’ ουρανού
φέγγουν αυτά της πόλης.
Κατεβαίνει το σκοτάδι
τρεκλίζοντας,
μεθυσμένο, σαν
αλλοπαρμένο,
το σπρώχνει ένας αέρας που
ανατριχιάζει την κουρτίνα.
Όλα λικνίζονται σε
μια ύπουλη ησυχία που
τρομάζει.
Τα στόρια κλείνουν,
αράχνες σύσκιες
γεμίζουν το δωμάτιο,
εχθροί καραδοκούν
μέσα κι έξω.
Τα λόγια κρύβονται σε
σκέψεις κραυγές.
Οι μνήμες εκδικητικές
δράττουν τη σιωπή.
Κινούνται οι θόρυβοι
αμυδρά.
Ερωτηματικά ακροβατούν σε
χορδές επικίνδυνες.
Πού χάνονται απ’ τους δρόμους
οι διαβάτες και
μένουν μόνο οι σκιές;
Πού εξαφανίζονται οι μουσικές και
κρύβονται τα λόγια;
Γιατί η κίνηση δεν παράγει ήχο;
Γιατί οι σκέψεις ακροπατούν και
μας αδράχνει η σιωπή;
Γιατί ήταν μελαγχολικός;
Πώς αυτοπυρπολήθηκε, μου λες;
Θα επιβιώσω;
Φτάνουν τόσοι θάνατοι σε
μια μόνο ζωή.
Όλα βυθίζονται στη θλίψη.
Θολώνω σα νερό που
υπόγεια ρεύματα
το σκοτεινιάζουν.
Βουβό κύμα.
Έξω απ’ το πρίσμα
των ματιών σου,
πίσω απ’ τη γραμμή
του ορίζοντα,
θέλω να κλάψω σε
μια έρημη γωνιά
Απαγορευμένα δάκρυα.
ΑΠΟΥΣΙΑ
Η θεά ξαπόστασε το γιόμα
στα μαυρισμένα σκαλοπάτια,
μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη.
Τέντωσε το κορμί προς τα πάνω,
τα μάτια της σκούρυναν,
έπειτα έφυγε – δεν ξέρω πώς….
Δεν υπήρξε εικόνα,
την πέταξε στο δρόμο και χάθηκε.
Το γκρίζο της νύχτας απλώθηκε στην πόλη.
Σύρθηκε χωρίς μάτια,
χωρίς τίποτα να δεις ή να κεντρίσει.
Έμεινε βουβό, μέσα σε τόσο θόρυβο που
έφραζε τις διόδους της ακοής.
Έγειρε πεθαμένο, μέσα στην κίνηση χωρίς ζωή.
Έγινε ο σιωπηλός παρατηρητής,
κινούμενος σε στάση μέσα σε πεθαμένες υπάρξεις.
Aσάλευτη η νύχτα,
φαντάσματα γεμάτη,
ζητάει να πιει.
Αυτό που χυμένο όμως απ’ τις φλέβες του
πουθενά δεν βρίσκεται,
παρά εκεί που αλκοόλ γεμίζει
και δεν διαβαίνει σα μορφή,
μόνο σαν είδωλο κινείται
κι αλληγορεί το χώρο.
Ο χρόνος σαρκάζει….
Σκοτάδι κι ανάσες.
Φαντασιώσεις τραχιές,
σα χαρακιές,
γεμίζουν το δωμάτιο,
σκούρες με σκληρές γραμμές,
σε κάποιο βάθος σαν προηγούμενης ζωής.
Έπειτα,
όλη νύχτα,
μια βροχή που ξεπλένει,
βαθαίνει το κόψιμο.
Η ουλή θα μείνει.
Κάθε που θα σκύβω το κεφάλι
το σώμα μου κάθετα θα ‘χει χαραχτεί.
Λείπεις!!!!
Κλεψύδρα
Άνισα τα μεγέθη
της παρουσίας έναντι της απουσίας.
Αξεχώριστα μοιάζουν
ως άμορφη ύλη που
γίνεται κατανοητή μόνο
με την κίνηση.
Αέναος κύκλος,
άπειρων κύκλων που ενώνονται,
διασπώνται, γίνονται ευθείες τεντωμένες,
καμπύλες πολυκύμαντες,
δημιουργούν σχήματα,
χορδές ή κλεψύδρα.
Απειράριθμες οι εξισώσεις,
επιθυμία και απευχή
της κατανόησης, των αναγνώσεων
των ώσεων ενός
ή πολλών κόσμων, ταυτόχρονα
παρόντων και απόντων.
(τρία ποιήματά μου για την “Απουσία” από την ανέκδοτη συλλογή μου “Αίρω τι, Ερώ τι και Ρέω”)