Οι κήποι
Δεν τον είδαν.
Δεν τον άκουσαν.
Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε
εκείνος ο τρελός της γειτονιάς μας.
Χωρίς τον τρελό της
συνεχίζει η γειτονιά.
Χωρίς κηπουρούς
ανθίζουν οι κήποι.
Ας ταπεινώθηκαν
Ας ταπεινώθηκαν
έως θεμελίων οι τοίχοι.
Τη σκόνη εσύ κοσκίνιζε.
Σπόρους στην επιφάνεια
χαντρούλες και ψηφίδες
χάιδευε με το χέρι.
Κι ωραίων πλοίων
ξεφορτώματα
―ανταλλαγές
στα Εμπορεία του χρόνου―
μάντευε τις χαρές
το σχήμα
την υπόσταση.
Το λουρί
Το λουρί μένει
δίχως τράβηγμα.
Κατάφορτο,
κυριευμένο
απ’ τις καθημερνές σου
ενασχολήσεις―
ακριβώς αυτές
που αύριο υπόσχονται
και πάλι αύριο…
σε βρίσκει
(ω! και σε παραβρίσκει)
ο περατάρης.
Στίξη
Εσένα ο χαρτοπολτός σου θα διαφέρει
Μ’ αυτήν την αυταπάτη περιμένεις
Αναμασάς τις λέξεις, μία μία
Ψάχνεις στα λεξικά για πρώτες ύλες
Αρχίζεις κι αντιγράφεις κι αντιγράφεις
Θητεύεις ενυπνίως σ’ αυτοκτόνους
Μισομιλούν εκείνοι, σε μισολυπούνται
Κάποτε ενηλικιώνεσαι μονάχος
Απλώνεις τον ιπποτικό μανδύα…
Μακάριος δήθεν, δέχεσαι φιλοφρονήσεις
Για όσα χαρακώνουν το πετσί σου
Για όσα σου κεντούν βαθιά το δέρμα
Τατουατζής της νύχτας στιχοπλόκος
Τη μέρα τρέμεις σαν το λύκο
Που το τομάρι του αξίζει σκοτωμένο.